Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Είπε δυνατά, δεν σκέφτηκε, μίλησε δυνατά, δεν σκέφτηκε, είπε δυνατά. Μίλησε και κανείς δεν τον άκουσε.  Είπε να μιλήσει και η μιλιά δεν έβγαινε από το στόμα του. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και δεν ακουγόταν ήχος.

Το έκλεισε και προσπάθησε να  ανοίξει ξανά το στόμα του. Μιλούσε και κανείς δεν τον άκουσε. Άηχος ήχος έβγαινε από το στόμα του και μόνος αυτός καταλάβαινε τι ήθελε να πει. Είχαν πέσει καταγής, σέρνοντας τα γόνατά τους τα ματωμένα, είχαν πέσει  πρηνηδόν καταματωμένοι και  δεν αντάλλαξαν ούτε μιά λέξη αναμεταξύ τους, μόνο κάτι σαν μηκυθμός.

«Είσαι ένας από αυτούς;», τον ρώτησε. Η ερώτηση δεν ακούστηκε,  γιατί την εκστόμισε σαν να ρωτούσε τον εαυτό του.  ‘Ηταν παρόντες, κι ενώ έσκαγαν από πάνω τους οι οβίδες, έβλεπαν δεν άκουγαν. Έβλεπαν να φωτίζεται η νύχτα κι όμως φως δεν φαινόταν, παρά μόνο μία λάμψη που σβήνει μέσα στην νύχτα αυτοκαιομένη. Κι όμως ήταν νύχτα, κι ας μην φαίνονταν τα αστέρια στον ουρανό. Στήλες καπνού ορθώνονταν και κόβονταν από έναν άνεμο που δεν χάραζε τις ακίνητες κολώνες του ναού, αλλά χωρίς να αφήνει πάνω τους τα ίχνη του, τις πίεζε, ενώ αυτές αντιστέκονταν, προς μια οφθαλμαπάτη: κινούνταν σαν ελάσματα που επανήρχοντο στην αρχική τους θέση τρεμάμενες.

Ο άλλος δίπλα του απάντησε,  χωρίς να ακούσει την ερώτηση, γιατί την είχε αισθανθεί να διατρέχει το σώμα του. Δεν ήταν η πρώτη φορά, αν και δεν θυμόταν πότε άρχισε να μιμείται την πύρινη γλώσσα. Δεν ήταν ακριβώς άσκηση να προβλέπει τι θα ακολουθούσε από ένα μη εκφρασθέν ακόμη νόημα. Δεν ήταν πάντα νόημα με όρους της λογικής. Αυτός είχε δώσει τον τίτλο «Το Νόημα της Ζωής», αν και γνώριζε ότι ο τίτλος δεν ήταν δικός του. Και οι δύο λέξεις είχαν χάσει το νόημα τους, αφού πλέον ούτε το νόημα ήταν νόημα, ούτε η ζωή ήταν ζωή.

Ωστόσο, επειδή το να παίζεις με την ιστορική συνείδηση των λέξεων, δεν μπορούσε να σε οδηγήσει στις απαρχές της ονοματοδοσίας τους, ακόμη κι αν δεν χρησιμοποιούσε τον εγκέφαλο, αυτό το όργανον, αλλά την μέθοδο της εκστάσεως απροσδιορίστου βιολογικού τόπου. Μήπως πεδίου ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων; Ακόμη και σ’ αυτή την κατάσταση, έλεγε, ότι έχει τον χαρακτήρα εντολής, δηλαδή διαταγής, από ένα κέντρο που βρίσκεται πάνω από την ρινική κοιλότητα.

Σήκωσε το χέρι του, αυτό που περισσότερο χρησιμοποιούσε, αν και δεν θυμόταν ποιό είχε σε αχρηστία. Ο άνθρωπος, σκέφτηκε, έχει δύο χέρια, από τα οποία επιλέγει το ένα. Το κυρίως χέρι και το βοηθητικό. Το ένα από αυτά, είναι το περισσότερο δυνατό. Και το άλλο είναι αδύνατο; Γιατί δεν τα χρησιμοποιεί ως τανάλιες, παρά μόνο όταν θέλει να ανέβει ψηλά; Να σκαρφαλώσει σε μία επικλινή επιφάνεια; Να ανέβει σε μία σκάλα; Γιατί; Μήπως, επειδή αυτή η κίνηση τον οδηγεί από την γη προς τον ουρανό;

Φαντάστηκε να είναι αυτός ο πρωταγωνιστής, αλλά αναζητούσε τον συγγραφέα του έργου και τον σκηνοθέτη. Η σκηνογραφία ήταν δεδομένη, καθώς δεν χρειαζόταν παρά το υλικό του πηλού που μέσα στο χαράκωμα, καθώς είχε βρέξει όλη την νύχτα, έρεε άφθονος. Στα αυλάκια που είχαν χαράξει τα όμβρια ύδατα αδυνατούσε να αντισταθεί το χώμα, γιαυτό είχε αφεθεί στο λίκνο μιας κοίτης, μάλλον όχι  μία ενιαίας κοίτης, αφού στα αυτοσχηματιζόμενα ποταμάκια το νερό αλλού έβρισκε διέξοδο σε σημεία που το χώμα δεν είχε βραχεί.

Η βροχή είχε δώσει στο ξερό χώμα των προηγούμενων ημερών, το εύπλαστον και την πλαστικότητα. Μέσα στις λάσπες είχε γίνει όλος ένα εύπλαστον υλικό, αν και μόνο τα μάτια ανοιγόκλειναν, α ναι και το στόμα, κι αυτό ανοιγόκλεινε άηχο, αυτές οι τρεις οπές προς τον έξω κόσμο,  ήταν τα σημεία ότι ακόμη ήταν ζωντανός, αν και η περίπολος που στεκόταν από πάνω του με τα αδιάβροχα αντάλασσε βλέμματα με νόημα.

Δεν έλεγαν «Είναι νεκρός», δεν έδειχναν, ήταν ακίνητοι, όμως ο ένας κοίταζε τον άλλο όχι ακριβώς στα μάτια, αλλά στα άρβυλα που μιλούσαν, αν και δεν ακούγονταν. Τρύπια στο μπροστινό μέρος, άφηναν να φανεί το μεγάλο δάχτυλο που χωρίς να έχει ανορθωθεί, εν τούτοις είχε την κίνηση ενός σαλίγκαρου που αφυπνίζεται με την υγρασία της βροχής και με αργό σούρισμο αφήνει πίσω του το κολλώδες δρομάκι του-σημάδι ζωής.

Εκείνη τη στιγμή, είχε αναπτύξει την αμυντική κίνηση της χελώνας, τέσσερα πόδια και ένα κεφάλι, σύνολον πέντε Κι όλα μαζί, όταν αισθανθεί κίνδυνο κλειδώνουν κάτω από το καβούκι της. Ενώ αυτός με τρεις οπές δεν μπορούσε να δεν μπορούσε να εξαφανισθεί κάτω από το σώμα του, περιμένοντας να εκτιναχθούν τα ερπετικά τέσσερα ποδάρια του και το φολιδώδες  κεφάλι του να νεύσει εκκίνηση. Κι ενώ ήταν πανέτοιμος να συρθεί μιμούμενος χελωνοειδείς κινήσεις, κάτι ζεστό τον καθήλωσε.

Άκουσε την καρδιά του να χτυπά και το σώμα του να διαστέλλεται, ενώ ένας στρατιώτης ουρούσε στο χαντάκι κι ο πίδακας έπαιρνε κλίση με κατεύθυνση προς τα μάτια του. «Μυρίζει κάτι το ανθρώπινο», σκέφτηκε. Τουλάχιστον έχω κάτι να με ζεσταίνει σε τόση παγωνιά. Δεν το σκέφτηκε με τον λόγο, το αισθανόταν με το σώμα, όπως και με τον λόγο το σωματοποιούσε. Ήταν απέναντι σε κάτι ριζίδια και προς στιγμήν του γεννήθηκε η επιθυμία να αρπάξει έναναπό αυτά και να το φάει. Γιαυτό πειραματίζονται με τρωκτικά. Ούτε αυτό σκέφτηκε, το είδε.

Να έχει μεταμορφωθεί σε ποντικό και του περνάνε με ηλεκτρόδια υψηλό ηλεκτρισμό στα πάνω και στα κάτω άκρα. Τα χέρια τκαι τα πόδια του τινάζονταν, καθώς μ’ ένα φτιάρι οι χωρίς μάτια τραυματιοφορείς έριχναν χώμα που καθώς έπεφτε πάνω στην χλαίνη, σε άλλα σημεία φώλιαζε στα μικρά τσακίσματα του υφάσματος, εκει που ήταν τρυπημένο περνούσε μαζί με κόκκους λάσπης, ενώ στα σημεία που είχε τεντωθεί χόρευε το χώμα που λόγω βροχής ήτο εύπλαστον. Σηκώθηκε στα πόδια, λίγο προτού εκπνεύσει, ο πήλινος άνθρωπος κι ήταν όλος μία πύρινη γλώσσα ομιλούσα τον Λόγο.

Τα χοντρά ροζιασμένα χέρια του, όταν βρισκόταν σε απόγνωση, ακουμπούσε στα πλήκτρα του πιάνου, αναζητώντας όχι ακριβώς μία μελωδία. Μα τι ήταν ακριβώς αυτή η διαδρομή πάνω από το πληκροφόρο όργανο; Στον αέρα που χωρίς αυτόν δεν θα ανέπνεε και δεν θα πληκτρολογούσε, έβλεπε κάτι το οποίο δεν το έβλεπαν οι άλλοι μέσα στην μάχη. Ένα μήνυμα που γραφόταν και ξεγραφόταν και χωρίς να είναι δυσνάγνωστο, εν τούτοις η γραμματοσειρά ήταν ακατανόητη: Ά τ ρ ο π ο ς.