Ο Βασίλης Μαζωμένος μιλάει στον Νίνο Φένεκ Μικελίδη για τη νέα του ταινία «Καθαρτήριο»

Ο Βασίλης Μαζωμένος, στις 10 μεγάλου μήκους ταινίες που σκηνοθέτησε μέχρι σήμερα, έχει καταφέρει να φτιάξει ένα καθαρά δικό του κόσμο. Ένα κόσμο που ξεκινάει από τη δημιουργία του σύμπαντος για να περάσει, μέσα από την αρχαιότητα και τη μυθολογία και να φτάσει ως τις μέρες μας.

Μια τροχιά, εικαστικά συναρπαστική, δοσμένη με ποιητική έξαρση και μια πρωτοποριακή προσέγγιση, από την πρώτη του ταινία, «Μέρες οργής, ένα requiem για την Ευρώπη» ως την πιο πρόσφατη, το «Καθαρτήριο», ξεκινώντας από το θαύμα της δημιουργίας για να καταλήξει σε μια κοινωνία αφημένη στο χρήμα, τη ματαιοδοξία, τον καπιταλισμό, την κοινωνική και πολιτική καταπίεση, την αποικιοκρατία, τη μετανάστευση, το ρατσισμό, το φανατισμό, το φονταμενταλισμό και την έλλειψη ηθικών ή άλλων αξιών που οδηγούν στον κατακερματισμό της κοινωνίας και την πλήρη αποξένωση.

Με αφορμή το «Καθαρτήριο», βραβευμένο σε διάφορα φεστιβάλ (από το Maverick Movie Awards μέχρι το βραβείο σκηνοθεσίας στο 35ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου), που μέσα από 7 διαφορετικές, αν και δεμένες μεταξύ τους, ιστορίες, μας δίνει την εικόνα της σύγχρονης, ταλαιπωρημένης Ελλάδας (και όχι μόνο), ταινία που κυκλοφορεί από αύριο στις αίθουσες, ο Μαζωμένος μας μίλησε για τους στόχους του σ’ αυτήν, για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που τον οδήγησε στην επιλογή ενός τέτοιου θέματος καθώς και τη σημερινή κατάσταση και το μέλλον του κινηματογράφου μας.

Γιατί 7 ιστορίες στη νέα σου αυτή ταινία; Ο αριθμός 7 είναι κάτι το συμβολικό;

Όπως και στις δυο προηγούμενες ταινίες μου «Γραμμές» και «Εξορία», οι οποίες είναι εξίσου χωρισμένες σε επτά κεφάλαια, υπάρχει πάντα το συγκεκριμένο ως «ιερός» αριθμός. Από την αρχαιότητα ως σήμερα το επτά είναι ο αριθμός φετίχ για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλον. Άλλωστε επτά ήταν ο ιερός αριθμός του θεού Απόλλωνα, επτά ο τέλειος αριθμός των Πυθαγορείων, επτά τα έτη της αφθονίας και 7 του λιμού στο όνειρο του Φαραώ, επτά φορές μίλησε ο Ιησούς επί του Σταυρού, επτά τα θανάσιμα αμαρτήματα, επτά στο Ισλάμ, επτά στους Ινδουιστές, επτά στο Ταοϊσμό, στον Μιθραϊσμό, στους Ινδιάνους Τσερόκι, ακόμα και στην ιρλανδική μυθολογία… Μπορείτε να σκεφτείτε κάποιον άλλον;

Η πολιτική κατάσταση είναι ένα από τα βασικά θέματα των ταινιών σου και στο οποίο επιστρέφεις πάντα με διαφορετικό τρόπο. Σ’ αυτό να προσθέσω και την πανδημία και τα επακόλουθά της; Τι είναι αυτό που σε έσπρωξε αυτή τη φορά και η «ανάπαυλα» αυτή της πανδημίας πώς σε βοήθησε;

Για μένα δεν νοείται ταινία είτε άμεσα είτε έμμεσα χωρίς αναφορά σε αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία. Άλλωστε ακόμα και στις λεγόμενες ψυχαγωγικές ταινίες εμπεριέχεται μια κοινωνική και έμμεσα ή άμεσα πολιτική διάσταση. Είναι αλήθεια ότι η πολιτική –όχι με τη χυδαία τρέχουσα διαδικασία- αλλά ως συμμετοχική πράξη, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των εμπνεύσεων μου. Η πανδημία και η επακόλουθη απομόνωση που μας επέβαλαν, λειτούργησε καταλυτικά σαν ένας πελώριος καθρέφτης της κοινωνίας. Κινητοποίησε το ασυνείδητο μου και μετά όλα …πήραν το δρόμο τους.

Επιμένεις πάντα με ένα είδος κινηματογράφου που έχει τις ρίζες του στην πρωτοπορία τόσο στην ελληνική όσο και στη ξένη. Αυτό προϋποθέτει και πολλή και δύσκολη προεργασία: λεπτομερής σύνθεση των πλάνων, επιλογή των κατάλληλων χώρων, πρόβες ηθοποιών, επιλογή μουσικής, μοντάζ και δημιουργία ρυθμού; Που απαιτούν πολύ χρόνο και χρήμα; Συμφωνείς;

Μετά τη μεγάλη περίοδο της μελέτης μου και της θυσίας της νεότητας μου σε ασκήσεις ρυθμού, εικαστικών, φωτογραφίας, δραματουργίας και τόσων άλλων πραγμάτων, που ζητούσε η ίδια η τέχνη που υπηρετούσα, ακολούθησε η περίοδος της εφαρμογής τους. Αν δεν είσαι Μότσαρτ, η ακμή της τέχνης σου και η ωρίμανση σου έρχεται αρκετά αργότερα. Είναι γνωστό ότι οι προετοιμασίες των ταινιών μου απαιτούν πολύ χρόνο. Και αυτό γιατί οι συνεργάτες μου οφείλουν να εισέλθουν σε έναν κόσμο χωρίς στεγανά. Αυτό που ονομάζετε «πρωτοπορία» θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο για κάθε έργο της τέχνης.

Η πανδημία δείχνει να έχει επισπεύσει τις αλλαγές στον τρόπο θέασης μιας ταινίας, με τα streaming, τις πλατφόρμες και όλα τα διάφορα σύγχρονα μέσα προβολής και παρακολούθησης μιας ταινίας. Πόσο πιστεύεις πως αυτό θα επηρεάσει την αίθουσα, όταν μάλιστα κάποιες κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν για να δώσουν τη θέση τους σε ξενοδοχεία; Πιο είδος κινηματογράφου κινδυνεύει περισσότερο;

Η πανδημία, είτε ως αιτία είτε ως αφορμή, έφερε πιο κοντά το αναπόφευκτο. Ο κινηματογράφος, παρά τις προσπάθειες για συνδυαστικές λογικές, τοποθετείται ξανά στη θέση του, να αφορά μόνο τη τέχνη ή τη ψυχαγωγία και όχι και τα δυο. Βέβαια η τέχνη αφορά πλέον ελάχιστους και η ψυχαγωγία σχεδόν τους πάντες. Προβλέπω ένα μέλλον που οι ταινίες τέχνης θα παίζονται σε αίθουσες όπως οι γκαλερί και όλοι οι υπόλοιποι θα απολαμβάνουν την κατανάλωση τους στις αρένες των multiplex.

Έχει μέλλον ο ελληνικός κινηματογράφος;

Αν εννοείται ως εθνική κινηματογραφία κανένα. Αυτό πέθανε τη δεκαετία του 1960 με την περιθωριοποίηση του Κώστα Μανουσάκη, του Αλέξη Δαμιανού, του Τάκη Κανελλόπουλου. Όλοι οι άλλοι –οι πιο πολλοί- δούλεψαν με δάνεια. Και σήμερα το ίδιο.

Πριν από 35 χρόνια, ως υπεύθυνος του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου είχε θέσει διάφορες ερωτήσεις σε σκηνοθέτες και άλλα πρόσωπα του χώρου (σεναριογράφους, διευθυντές φωτογραφίας, διανομείς, κριτικούς), ανάμεσα τους και δυο ερωτήσεις, που οι απαντήσεις τους δείχνουν, ακόμη και 35 χρόνια μετά πως τ πράγματα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Θα ήθελα και τη δική σου άποψη σ’ αυτά. Αυτές είναι οι ερωτήσεις:

Πιστεύεις πως η πολιτική του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου βοήθησε τον ελληνικό κινηματογράφο. Και τι νομίζεις πως χρειάζεται για να αναπτυχθεί σωστά ο ελληνικός κινηματογράφος;

Το Ε.Κ.Κ. που υπηρέτησα 2005-2006 με την ιδιότητα του αντιπροέδρου, χρειάζεται επανεκκίνηση και απαλλαγή από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις για να παίξει ένα ρόλο σύγχρονης ουσιαστικής στήριξης του κινηματογράφου μας. Είναι θέμα νόμου, προσώπων και αντιλήψεων.

Ποιες κατά τη γνώμη σου είναι οι αδυναμίες του ελληνικού κινηματογράφου;

Σύνθετο πρόβλημα που η απάντηση του εμπεριέχει αγκυλώσεις, αισθητικά δάνεια, έλλειψη ρίσκου, ανακύκλωση προσώπων, διαπλοκής και πάνω απ’ όλα έλλειψη εμπιστοσύνης. Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι δυο ειδών πλέον: είτε τριτοκοσμικός με τις αρετές και τις ασκήμιες αυτούμ είτε δυτικοφανής με όλα τα κλισέ και τις ιδεοληψίες της αγγλοσαξονικής σχολής.