Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Την πρόσληψη της εμπειρίας του στρατοπέδου συγκέντρωσης του ‘Αουσβιτς στο έργο και στον δημόσιο λόγο του αυτοκτόνου Ιταλού στοχαστή και συγγραφέα Πρίμο Λέβι (1919-1987) -φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την γέννησή του- θα διερευνήσουν ο πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Θανάσης Γιαλκέτσης.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί, αυτή την Παρασκευή, 19 του μήνα (7.30-9.30 μ.μ.), στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Πύργος Βιβλίων) που βρίσκεται στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μ’ αυτό το αφιέρωμα ολοκληρώνεται ο κύκλος εκδηλώσεων «Λόγος 6». Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.

Το 1943, τον Δεκέμβριο, ο 24χρονος ιταλοεβραίος Πρίμο Λέβι, ο οποίος έχει ενταχθεί στο πολιτικό σκέλος της Αντίστασης, συλλαμβάνεται από τη φασιστική αστυνομία και οδηγείται στο στρατόπεδο Κάρπι-Φόσολι. Δύο μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1944, οδηγείται στο στρατόπεδο Μπούνα-Μόνοβιτς, γνωστό ως Άουσβιτς III, και του χαράζουν τον αριθμό 174.517. Καταφέρνει να επιζήσει μαζί με άλλους είκοσι κρατούμενους, και τελεικώς απελευθερώνεται από τον Κόκκινο Στρατό, στις 27 Ιανουαρίου του 1945.

«Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι “κάθε ξένος είναι εχθρός” (…) Όταν αυτή η ανομολόγητη αλυσίδα αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της: όσο υπάρχει αυτή η αντίληψη τα αποτελέσματά της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου», έχει γράψει στο αριστουργηματικό του έργο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» (εκδόσεις ‘Αγρα).

                   «Θεωρώ το μίσος κάτι κτηνώδες και ακατέργαστο»

Με ψυχραιμία, λογική και αποστασιοποιημένα, διαγράφοντας το αίσθημα μίσους αποτύπωσε την εμπειρία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης: «Θεωρώ το μίσος κάτι κτηνώδες και ακατέργαστο και για αυτό προτιμώ oι ενέργειες και oι σκέψεις μου να αποτελούν προϊόν όσο το δυνατόν περισσότερο της λογικής. Πολύ λιγότερο αποδέχομαι το μίσος που απευθύνεται συλλογικά σε μια εθνική ομάδα, για παράδειγμα σε όλους τους Γερμανούς.

Εάν το δεχόμουν αυτό θα ήταν σαν να ακολουθούσα τις αρχές του ναζισμού, που ιδρύθηκε ακριβώς στη βάση του εθνικού και φυλετικού μίσους. Πρέπει να παραδεχτώ ότι αν είχα μπροστά μου έναν από τους διώκτες μας εκείνων των ημερών, συγκεκριμένα, γνώριμα πρόσωπα, θα έμπαινα στον πειρασμό να μισήσω και μάλιστα βίαια. Αλλά ακριβώς επειδή δεν είμαι φασίστας ή ναζιστής, αρνούμαι να υποκύψω σε αυτόν τον πειρασμό.

»Πιστεύω στη λογική και τη συζήτηση ως υπέρτατα μέσα προόδου. Έτσι, καθώς περιέγραφα τον τραγικό κόσμο του Άουσβιτς υιοθέτησα σκόπιμα την ήρεμη και νηφάλια γλώσσα του μάρτυρα, όχι τους θρηνητικούς τόνους του θύματος ή τη θυμωμένη φωνή κάποιου που αναζητά εκδίκηση. Θεωρούσα ότι όσο πιο αντικειμενικά κατάφερνα να αποδώσω τη μαρτυρία μου, όσο λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένη, τόσο πιο αξιόπιστη και χρήσιμη θα ήταν.

Την ίδια στιγμή δεν θα ήθελα η απουσία μιας απερίφραστης καταδίκης να συγχέεται με μία άνευ όρων συγχώρεση. Όχι, δεν έχω συγχωρήσει κανέναν από τους ενόχους και δεν είμαι πρόθυμος να συγχωρήσω ούτε έναν από αυτούς, εκτός κι αν έχει δείξει (με πράξεις, όχι με λόγια και όχι πολύ αργά) ότι έχει συνειδητοποιήσει τα εγκλήματα και τα λάθη και είναι αποφασισμένος να τα καταδικάσει, να τα ξεριζώσει από τη συνείδησή του και να διαμορφώσει και τις συνειδήσεις των άλλων, επειδή ένας εχθρός που βλέπει τα λάθη του παύει να είναι εχθρός».

                                         Ο χημικός συγγραφέας

Ο Πρίμο Λέβι γεννήθηκε στο Τορίνο. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι από το Πιεμόντε, τα ήθη και τα έθιμα των οποίων θα περιγράψει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Το περιοδικό σύστημα». Στο Λύκειο ο Πρίμο ήταν ένας συνεσταλμένος και επιμελής μαθητής που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη χημεία και τη βιολογία και λιγότερο για την ιστορία και τα ιταλικά. Το 1937 γράφεται στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Τορίνο απ’ όπου αποφοιτά τον Ιούλιο του 1941 με άριστα και έπαινο. Βρίσκει μια ημιπαράνομη δουλειά σε ένα ορυχείο αμιάντου κοντά στο Λάντζο. Δεν είναι γραμμένος στις καταστάσεις προσωπικού αλλά δουλεύει στο χημικό εργαστήριο του εργοστασίου.

Το 1942 αναζητά εργασία στο Μιλάνο σε μια ελβετική φαρμακοβιομηχανία. Πολιτικοποιείται και γίνεται μέλος του παράνομου Κόμματος Δράσης. Το Δεκέμβριο του 1943 ο Λέβι που αγωνίζεται ως μέλος μιας ομάδας παρτιζάνων συλλαμβάνεται και οδηγείται στο στρατόπεδο του Κάρπι Φάσολι. Το Φεβρουάριο του 1944 ο Λέβι μαζί με άλλους κρατουμένους μεταφέρεται στο Άουσβιτς.

                        Πυρετωδώς το έγραψε «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»

Το 1946 εργάζεται σ’ ένα εργοστάσιο χρωμάτων. Η βασανιστική ανάμνηση των στρατοπέδων τον ωθεί να γράψει πυρετωδώς το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Το 1947 το προτείνει στον Einaudi που το απορρίπτει και εκδίδεται τελικά από τις εκδόσεις Da Silva. Το 1962 γράφει το έργο «Η ανακωχή» (εκδόσεις Σέλας), το ημερολόγιο της επιστροφής του. ‘Εναν χρόνο μετά,  εκδίδεται από τις εκδόσεις Einaudi.

Το 1967 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Storie naturali», ενώ το 1971 εκδίδεται μια δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Vizio di forma». Την περίοδο 1972-79 ταξιδεύει συχνά για επαγγελματικούς λόγους στη Σοβιετική Ένωση. Το μυθιστόρημα «La chiave a stella» ίσως γεννήθηκε στο Τολιάτιγκραντ. Το 1975 εκδίδεται η ποιητική συλλογή του με τίτλο «L’ osteria di Brema».

Το 1981 ετοιμάζει για τις εκδόσεις Einaudi μια προσωπική ανθολογία συγγραφέων που τον επηρέασαν, η οποία εκδίδεται με τον τίτλο «La ricerca delle radici». Το 1982 εκδίδεται το μυθιστόρημα «Εάν όχι τώρα πότε;» (εκδόσεις Θεμέλιο), το οποίο μεταφράζεται στα γαλλικά. Το 1983 μεταφράζει τα βιβλία του Claude Levi-Strauss «Ο δρόμος της μάσκας» και «Βλέμμα από μακριά».

Το 1984 εκδίδεται η ποιητική συλλογή του «Ad ora incerta» και το Νοέμβριο κυκλοφορεί στην Αμερική το βιβλίο του «Το περιοδικό σύστημα» (εκδόσεις Καστανιώτη). Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να είναι η αυτοβιογραφία ενός χημικού, χωρισμένη σε είκοσι μία “στιγμές”, καθεμιά από τις οποίες ξεπηδάει από ένα στοιχείο: άζωτο, άνθρακας, μόλυβδος, νικέλιο κ.τλ.

Eίναι, δηλαδή, είκοσι μία συναντήσεις με την ύλη, που άλλες φορές εμφανίζεται σαν μητέρα κι άλλες φορές σαν εχθρός και που μπροστά της κάθε στιγμή ξαναγεννιέται η πανάρχαιη στάση του ανθρώπου που παλεύει με το γύρω του κόσμο. Όμως το βιβλίο μιλάει πάνω απ’ όλα για την ιστορία μιας γενιάς, που μεγάλωσε μέσα στα χρόνια του φασισμού και του πολέμου.

Το 1985 πενήντα κείμενά του που δημοσιεύτηκαν αρχικά στην εφημερίδα La Stampa συγκεντρώνονται σ’ έναν τόμο, με τίτλο «L’ altrui mestiere”».