Ιδιαίτερα θλιβερό είναι όταν χάνεται ένας καλλιτέχνης που έχεις αγαπήσει ιδιαίτερα, όπως έγινε και με τον ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύμβολο της αντι-κουλτούρας και υποψήφιο για 2 Όσκαρ, Πίτερ Φόντα που πέθανε την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 79 χρονών.

Διάσημος χάρη στο ρόλο του στον «Ξένοιαστο καβαλάρη», ταινία καλτ αλλά και από τις πιο σημαντικές που μας πρόσφερε το Χόλιγουντ στην περίοδο της «νεολαίας των λουλουδιών» καθώς και της εξέγερσης τόσο ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ όσο και γενικότερα ενάντια στο κατεστημένο. Τον συνάντησα το 2004 στο φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου ο Φόντα ήταν καλεσμένος για να παρουσιάσει τα νέα ταλέντα στο Shooting Stars και να προβάλει την αποκαταστημένη κόπια της ταινίας του The Hired Hand. Η συνέντευξη που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία».

Πίτερ Φόντα:
Τότε δεν είχα φανταστεί πως ο «Ξένοιαστος καβαλάρης» θα είχε μετατραπεί σε καλτ ταινία»

Συνέντευξη στον ΝΙΝΟ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ
——————————————————-

Είδωλο αλλά και εκπρόσωπος της νεολαίας μιας συγκεκριμένης δεκαετίας, εκείνης του ’60, νεολαίας της αμφισβήτησης, των ναρκωτικών, του αναρχισμού, που έδινε ένα δυναμικό παρόν όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, ο Πίτερ Φόντα, παραγωγός κι ένας από τους πρωταγωνιστές του «Ξένοιαστου καβαλάρη», ταινίας-σύμβολο της τότε δεκαετίας, παραμένει και σήμερα, στα 62 του χρόνια, ένας αμφισβητίας επαναστάτης, που ακολουθεί ένα δικό του, μοναχικό δρόμο, έξω από τις νόρμες και τα αποδεκτά του σύγχρονου Χόλιγουντ.

Ψηλός, αγέρωχος, αθλητικός, με ύφος που φέρνει στο νου εκείνο του πατέρα του, Χένρι Φόντα, ιδιαίτερα στα γουέστερν που εκείνος γύριζε στην ώριμη περίοδο της καριέρας του, ευχάριστος, αισιόδοξος και με πολύ χιούμορ, ο διάσημος ηθοποιός, παραγωγός αλλά και σκηνοθέτης της εξαιρετικής ταινίας «Πληρωμένος φονιάς» (The Hired Hand), μέλος μιας διάσημης οικογένειας ηθοποιών (γιος του Χένρι Φόντα, αδερφός της Τζέιν Φόντα και πατέρας της Μπρίτζετ Φόντα), ο Πίτερ Φόντα μας μίλησε για τον εαυτό του και την οικογένειά του αλλά και για τον «Πληρωμένο φονιά» (1971), το κάπως παραγνωρισμένο αλλά εξαιρετικό γουέστερν που σκηνοθέτησε και που είχε τόσο αρέσει σε παλιότερους δημιουργούς κλασικών γουέστερν όπως ο Κινγκ Βίντορ και ο Ντέλμερ Ντέιβις.

Γουέστερν που ο Φόντα αποκατάστησε στην πρωταρχική μορφή του και που, ύστερα από την πρώτη του ειδική προβολή στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας, άρχισε πρόσφατα να προβάλλεται σε διάφορες χώρες του εξωτερικού (δυστυχώς όχι στη χώρα μας).

– Πώς ήταν η πολιτική κατάσταση το 1970 όταν άρχισες να γυρίζεις την ταινία; Ποιος ήταν τότε στο Λευκό Οίκο;

– Ο Νίξον. Ως αναρχικός δεν με ένοιαζε τι έκανε η οποιαδήποτε κυβέρνηση σ’ οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Όλες βέβαια μπορούσαν να ήταν καλύτερες, ιδιαίτερα σήμερα. Για παράδειγμα σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουμε στην πραγματικότητα κανένα Πρόεδρο. Έχουμε κάποιον που τον διόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά δεν έχουμε πρόεδρο. ‘Έξω από το γραφείο μου, που ήταν πράγματι κάτι το άλλο – δεν μοιάζει καθόλου με γραφείο, μπορούσες να το διαρρήξεις εύκολα κι είχαμε πολύ πολύτιμα πράγματα – είχα δυο μεγάλους ιστούς σημαιών, στον ένα είχα μια μεγάλη μαύρη σημαία, που είναι η σημαία των αναρχικών, και στον άλλο ιστό είχα μια τεράστια σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά αναποδογυρισμένη, σύμφωνα με το διεθνή κώδικα των πλοίων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Σε ένα πλοίο, όταν βρίσκεσαι σε κίνδυνο, υψώνεις τη σημαία με το πάνω μέρος κάτω, που σημαίνει ότι ζητάς βοήθεια.
– Εξακολουθείς να την έχεις αναποδογυρισμένη;

– Πούλησα το γραφείο και μετακόμισα στη Μοντάνα κι έχω απλώς τη σημαία.

– Και με τη σημαία των αναρχικών στο σκάφος σου;

– (Γελώντας) Ναι, έχω τη σημαία του Πάπα και θα την υψώνω ανάποδα…

– Όταν είδα την ταινία στην πρώτη της προβολή μου είχε κάνει, όπως και σήμερα, εντύπωση το πρόσωπο της Βέρνα Μπλουμ, που μέσα απ’ αυτό, πριν ακόμη πει τίποτα, σου λέει πολλά, σχεδόν όλη την ιστορία της ζωής της. Πώς οδηγήθηκες στο να την επιλέξεις;

– Ήταν ο πιο σημαντικός χαρακτήρας της ταινίας αλλά δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω ποια θα την έπαιζε. Η αδερφή μου η Τζέιν, μου είχε προτείνει τη Λι Γκραντ. Μου αρέσει πολύ η Λι Γκραντ αλλά τη βρίσκω πολύ όμορφη και η ομορφιά δεν πήγαινε σ’ αυτό το ρόλο. Στην πραγματικότητα δεν έπρεπε να έχω στην ταινία ξύλινο σπίτι αλλά σπίτι φτιαγμένο από χόρτο.

Αλλά ο συνεργάτης μου, Μπιλ Χέιγουορντ, μου είπε, δεν μπορείς να έχεις σπίτι από χόρτο γιατί έχω τόσες φωτογραφίες της Νεμπράσκα και δεν υπάρχουν τέτοια σπίτια… Και του λέω, πώς ξέρεις ότι είναι στη Νεμπράσκα; Εξάλλου, βρισκόμαστε στα 1881. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις την πρωταγωνίστρια.

Την περίοδο αυτή βρισκόμουν στο Περού και γυρίζαμε μια ταινία με τον Ντένις Χόπερ, το Last Picture Show, γυρίζαμε την ταινία μέσα στην ταινία κι έπαιζα ακριβώς στην ταινία μέσα στην ταινία, και γυρίζαμε τη σκηνή του πάρτι και τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ τρελά σ’ αυτό το πάρτι, με τα ναρκωτικά και μάλιστα όχι ιδιαίτερα καλά ναρκωτικά. Και βγήκα έξω και κάθισα στο κάραβαν του Χόπερ κι είχα την κιθάρα μου κι είχα αρχίσει να παίζω και η Σίλβια Μάιλς βγήκε έξω και μου ζήτησε να καθίσει μαζί μου. Της είπα την ιστορία του Hired Hand και μου είπε: ξέρω ποια ακριβώς χρειάζεσαι για το ρόλο: τη Βέρνα Μπλουμ.

Δεν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά της. Δεν είχα την ευκαιρία να δω το Medium Cool του Χάσκελ Γουάξλερ. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στο σπίτι του Γουάξλερ και να του ζητήσω να μου προβάλει το Medium Cool. Είχε βρει μια γυναίκα από τα βουνά Απαλέκια που είχε ικανότητες ερμηνευτικές. Κι αυτό ήταν εκπληκτικό. Και τον ρώτησα πού μπορούσα να τη βρω. Και μου είπε: Δεν είναι από τα Απαλέκια, είναι Ρωσοεβραία και ζει στη Νέα Υόρκη.

Πήγα στη Νέα Υόρκη, κάθισα μαζί της και φαινόταν πολύ καυτή. Ήταν σε εξαιρετική φόρμα και είχε και τρακ. Μου ζήτησε να μάθει αν πρέπει να βγάλει τα ρούχα της. Της είπα: Βέρνα, μόνο ένας χρειάζεται να βγάλει τα ρούχα του σε ταινία του Πίτερ Φοντα: εγώ!» Ίσως να θέλω να σε δω χωρίς ρούχα αλλά δεν θα το βάλω σε ταινία. Της έδωσα αμέσως το ρόλο. Ήταν το κεντρικό πρόσωπο σ’ όλη την ιστορία Πολλοί λένε ότι ήταν ο Γουόρεν Όουτς αλλά δεν είναι αλήθεια. Ήταν το πρώτο σενάριο που διάβασα όπου η γυναίκα δεν ήταν ένα διακοσμητικό στοιχείο δίπλα στον άντρα.

Η γυναίκα ήταν βασικός χαρακτήρας σ’ όλη την ιστορία και χρειαζόμουν κάποια που να μπορεί να δείξει με την αλλαγή του βλέμματος στο πρόσωπό της εκατομμύρια λέξεις. Δεν της άρεσε καθόλου η ταινία. Τη μισούσε. Την έντυσα πολύ κακόγουστα. Πρόκειται για μια γυναίκα το 1881 που έχει να μεγαλώσει ένα παιδάκι και να φροντίζει μόνη της το αγρόκτημά της. Χρειαζόμουν μια γυναίκα της γης.

Ο Τζέι Κοξ, ο φίλος της ο κριτικός, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν κοιμήθηκα μαζί της, δεν ήθελε να γράψει κριτική για την ταινία επειδή σ’ αυτήν έπαιζε η Βέρνα και για την ταινία έγραψε ο κριτικός θεάτρου του περιοδικού Time, ο Τεντ Κέιλεμ, και γι’ αυτόν ήταν πολύ αργή και κυριολεκτικά έθαψε την ταινία. Πιστεύω ότι η Βέρνα θεώρησε ότι έκανε λάθος που δέχτηκε να παίξει στην ταινία. Αλλά πριν από δυο Χριστούγεννα πήρα ένα γράμμα της, τρεις ολόκληρες σελίδες γραμμένες στο χέρι, όπου μου έλεγε ότι τώρα, με το πέρασμα του χρόνου, κατάλαβε ότι αυτή ήταν η καλύτερη δουλειά της. Αυτό ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο που πήρα. Το 1971 έφερα την ταινία στην Ιταλία, στο Μιλάνο κι ύστερα γυρίσαμε την Ευρώπη σε ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο και συνέχεια κάναμε μοντάζ στην ταινία. Στο Μιλάνο, η τρίτη μπομπίνα ήταν συνέχεια φλου κι έτρεξα στην αίθουσα προβολής και παρ’ ολίγο να σκοτώσω τον τύπο.

– Προσθέσατε νέες σκηνές στη νέα βερσιόν;
– Έβγαλα σκηνές. Ζήτησα από τον μοντέρ μου να βγάλει σκηνές και δεν τις έβγαλε όλες. Αλλά εξαιτίας των υποτίτλων εδώ αναγκάστηκα να τις κρατήσω. Όταν μπαίνω στην πόλη και κολλάω τις ανακοινώσεις που λένε, «δεν χρειάζομαι πια βοηθούς», θέλω να βγάλω αυτή τη σκηνή γιατί όταν πάω να το κάνω αυτό δεν βλέπεις τι καρφώνω, ενώ στην επόμενη σκηνή όπου χτυπάω με το σφυρί πας αμέσως στο επόμενο χτύπημά μου στην πόρτα όπου λέω, «Κυρία Κόλινς» και η Αν Ντουράντ που έπαιζε τη μητέρα του Τζίμι Ντιν στον «Επαναστάτη χωρίς αιτία», και μου λέει: «Τι εννοείς να φύγεις; Ένας άντρας που δεν είναι έτοιμος να φύγει και καρφώνει χαρτιά στους δρόμους της πόλης. Το διάβασα…» Πάντως δεν μου άρεσε το γράψιμο στις ανακοινώσεις.
– Τι είπε ο πατέρας σου για την ταινία;
– Μου είπε ότι είναι από τα γουέστερν του τύπου του δικού του και το καλύτερο γουέστερν που είχε δει. Η στιγμή δόξας μου ήταν όταν το έδειξα στο Σαν Βάλεϊ, παγοδρομικό κέντρο στο Αϊνταχο, όπου είχε ένα συνέδριο γουέστερν κι όπου ο Κλιντ Ιστγουντ ήταν εκεί με την ταινία του «Εκδικητής εκτός νόμου», με μια θαυμάσια έγχρωμη κόπια και δείξανε τη δική μου ταινία σε φιλμ των 16 χλστ., με κακό ήχο, και ο ήχος είχε μεγάλη σημασία, και είμαι έξαλλος, και η γυναίκα μου, μου έλεγε σκάσε. Και βγήκα από την προβολή και η γυναίκα μου έκλαιγε, ο Ντέλμερ Ντέιβς έκλαιγε, ο Κινγκ Βίντορ έκλαιγε, όλοι μεγάλοι σκηνοθέτες του γουέστερν, είχαν συγκινηθεί.
– Σκεφτόσουν γουέστερν κάποιου είδους όταν γύριζες την ταινία;
– Όχι, προσπαθούσα να βρω κάτι το πολύ διαφορετικό από τον «Ξένοιαστο καβαλάρη» γιατί ήξερα ότι το κοινό ήθελε να με δει πάνω σε μια μοτοσικλέτα να καπνίζω χόρτο. Το είχα κάνει όμως κι έπρεπε να προχωρήσω. Ήθελα να αλλάξω το καλούπι. Δεν είχα φανταστεί τότε ότι ο «Ξένοιαστος καβαλάρης» θα είχε μετατραπεί σε ένα είδος «καλτ» ταινίας. Και ο χαρακτήρας μου σ’ αυτό τόσο συμβολικός. Χρειάστηκαν χρόνια για να το ξεπεράσω. Στην πραγματικότητα αυτό έγινε μόλις το 1997 με «Το χρυσάφι του Οδυσσέα».

– Η δημιουργία αυτή της καλτ ταινίας μήπως άρχισε με τις ταινίες του Κόρμαν;
– Όχι, το άρχισα σε ένα δωμάτιο μοτέλ στο Σεράνο του Καναδά. Τότε όταν έγραψα πρώτα το τέλος του «Ξένοιαστου καβαλάρη». Με τον Κόρμαν άρχισε η ιδέα να γυρίσω ταινία με σχεδόν καθόλου χρήματα. Το κοστολόγιο του «Ξένοιαστου καβαλάρη» βασίστηκε στο κοστολόγιο της ταινίας «Κολασμένοι άγγελοι της ασφάλτου» του Ρότζερ Κόρμαν. Η ιδέα της καλτ ταινίας άρχισε με τον Τζακ Βαλέντι, τον πρόεδρο της Ένωσης Αμερικανών Παραγωγών του Κινηματογράφου. Χρωστάω στον Βαλέντι πολλά λεφτά. Γιατί, βρισκόμουν σ’ ένα μεγάλο συμπόσιο κινηματογράφου όπου συμμετείχαν οι παραγωγοί, οι διανομείς, οι αιθουσάρχες, 1265 άτομα.

Καθόμουνα στο τραπέζι της American International Pictures, για να προωθήσω το The Trip του Ρότζερ Κόρμαν. Μια ταινία γύρω από τα ναρκωτικά, όπου ο Τζακ Νίκολσον είχε γράψει το σενάριο αλλά δυστυχώς ο Ρότζερ Κόρμαν δεν γύρισε το σενάριο του Τζακ. Κι όμως το σενάριο του Τζακ ήταν απίθανο! Δεν προσπαθούσε να κάνει τα εντυπωσιακά εφέ που έγιναν στο μοντάζ. Εγώ προσπαθούσα να προωθήσω την ταινία, παρ’ όλο που δεν μου άρεσε. Φορούσα ένα ωραίο κοστούμι, σταυρωτό, όχι όμως παπούτσια ούτε κάλτσες. Όλοι που έρχονταν να μου πάρουν συνέντευξη κοιτούσαν τα πόδια μου που δεν φορούσα τίποτα.

Είχα ένα μηχάνημα νάγκρα και ηχογραφούσα αυτά που μου έλεγαν για τον πατέρα μου και την αδερφή μου, ήχους που ήθελα να χρησιμοποιήσω σ’ ένα μουσικό άλμπουμ – ήχους που δεν είχαν καμιά σημασία. Ο Τζακ Βαλέντι είχε αρχίσει να μιλά και τα έγραφα αυτά και με κοιτούσε όταν έλεγε: Φίλοι μου, και είστε φίλοι μου, πρέπει να σταματήσουμε να γυρίζουμε ταινίες για μοτοσικλέτες και ναρκωτικά και σεξ και να γυρίζουμε περισσότερες ταινίες όπως ο «Δρ. Ντούλιτλ».» Η ταινία, όπως ξέρεις, η οποία έκανε πολύ λίγα λεφτά στο μποξ-όφις! Κι επιστρέφω στο δωμάτιό μου με το μάθημα της μέρας: όχι πια ταινίες για μοτοσικλέτες, ναρκωτικά και σεξ.

Και η ταινία μας, ο «Ξένοιαστος καβαλάρης», πρόκειται να βγει στις αίθουσες και βλέπω μια φωτογραφία μας, του Μπρους Ντερν και τη δική μου, πάνω στις μοτοσικλέτες, κατά μήκος της ακτής της Καλιφόρνια, αλλά είχε μεγεθυνθεί τόσο που δεν ξέρεις ποιοι είμαστε και διερωτήθηκα ποιος στο τμήμα της διαφήμισης σκέφτηκε να τονίσει αυτό το στοιχείο γιατί, σκέφτηκα τότε, πως η ιστορία δεν είναι κάτι σαν εκείνη στους Hell’s Angels, αλλά για δυο τύπους που ταξιδεύουν πάνω στις μοτοσικλέτες τους, στην Αμερική του Τζον Φορντ, όμως, σαν φόρος τιμής στον Ερμαν Έσε, θα πήγαινα Ανατολικά αντί Δυτικά. Και είπα: οι λέξεις «θα παραιτηθούμε» είναι από τις χειρότερες της αγγλικής γλώσσας, δηλαδή να μη γυρίζουμε πια ταινίες, υπάρχουν όμως τόσα πολλά να κάνουμε, γι’ αυτό δεν μπορούμε να παραιτηθούμε. Όσους παραιτούνται πρέπει να τους πυροβολούμε.

Με τον διευθυντή της Μπερλινάλε Κόσλικ

– Ο πατέρας σου συμφωνούσε με αυτά που είπε ο Τζακ Βαλέντι;
– Όχι, η αντίδρασή του στον «Ξένοιαστο καβαλάρη» ήταν «ξέρω ότι έχεις πολλά αυγά σ’ ‘αυτό το καλάθι γιε μου, αλλά φοβάμαι ότι αυτό δεν λειτουργεί.» Και τον ρωτώ: Τι εννοείς, και μου απαντά: Δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις…» Δεν ήταν συνηθισμένος σ’ αυτά που έκαναν οι νέοι άνθρωποι. Δεν μας καταλάβαινε, τους νέους της εποχής μας. Άρχισα να γυρίζω με την κάμερα τη μέρα των 28ων γενεθλίων μου, που εκείνη τη χρονιά ήταν Παρασκευή.

Γεννήθηκα την Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου του 1940. Φοβήθηκα ότι ως το τέλος της μέρας όλοι θα έφευγαν. Αυτή ήταν η πρώτη μου ταινία ως παραγωγός. Είχα σκεφτεί την ιστορία, είχα τηλεφωνήσει στον Ντένις στο Τορόντο και του είπα εσύ κι εγώ θα το γράψουμε, εσύ θα το σκηνοθετήσεις κι εγώ θα είμαι παραγωγός. Μου είπε: αλήθεια, θες να το σκηνοθετήσω; Και του είπα: ναι, έχεις το πάθος, ξέρεις να στήσεις σκηνές καλύτερα από μένα. Και μου απαντά:  Ευτυχώς που μου τηλεφώνησες γιατί δεν θα σου ξαναμιλούσα.

«Είχε έρθει στο σπίτι μου και είχε ακούσει για το δίσκο που ήθελα να γράψω και ήθελε να τον σκηνοθετήσει αλλά του είπα ότι δεν σκηνοθετείς δίσκους. Κι άρχισε να φωνάζει: όλοι κλέβετε τις ιδέες μου. Θύμωσα και άρπαξα ένα κρύσταλλο που ήταν στο τραπέζι και το πέταξα κάτω κι έσπασε. Και του είπα: όταν μπορέσεις να το φτιάξεις αυτό τότε θα σε αφήσω να σκηνοθετήσεις. Κι άρχισε να φωνάζει: Είσαι παιδάκι! Είσαι παιδάκι! Τι κάνεις; δεν μπορώ να σου μιλήσω; Κι έτρεξε στο Λαντρόβερ του κι έφυγε φωνάζοντας, δεν θα σου ξαναμιλήσω!
– Δηλαδή, σκηνοθέτησε την ταινία…
– Στις τέσσερις και μισή το πρωί τέλειωσα το γράψιμο της ιστορίας του «Ξένοιαστου καβαλάρη» και σκέφτηκα ότι όλοι οι θεατές θα ήθελαν να δουν εκείνους τους νταλικέρηδες να σταματήσουν και να βοηθήσουν τους δυο τύπους, αλλά αυτοί δεν ήταν εκεί για να κάνουν κάτι τέτοιο, βρίσκονταν εκεί για να σκοτώσουν εκείνον που ήταν μάρτυρας, που ήμουν εγώ, η νεολαία της Αμερικής. Πήγα στο επόμενο γεύμα (σ.σ. στο συμπόσιο κινηματογράφου όπου συμμετείχαν οι παραγωγοί, οι διανομείς και οι αιθουσάρχες, με τα 1265 άτομα) και κάθισα εκεί που καθόταν ο Βαλέντι την προηγούμενη μέρα.

Άλλο ωραίο κοστούμι, ωραία γαλλική γραβάτα, χωρίς όμως παπούτσια ή κάλτσες. Και δίπλα μου, δεξιά η Τζάκι Λέιν. Όλες οι γυναίκες κοιτούσαν τη Τζάκι. Με ωραίο χαμόγελο με ρωτά: Γιατί δεν φοράς κάλτσες ή παπούτσια; Και της λέω: Για να βάλω το πόδι μου μέσα στο φόρεμά σου. Σταμάτα, μου έλεγε. Κι είχα αρχίσει να σπρώχνω το πόδι μου. Κι όλοι κοιτούσαν τη Τζάκι κι έλεγαν: μα τι της κάνει; (γελάει) Και προχώρησα το πόδι μου και ολοένα μου έλεγε, σταμάτα, αλλά δεν έπαιρνε το πόδι της.

Και ύστερα φώναξαν: Πίτερ Φόντα. Και ανέβηκα στη σκηνή και μου έδωσαν ένα χρυσό αναπτήρα Zippo. Που έγραφε: «Π. Φ. Ευχαριστούμε Πίτερ, Καναδική Βιομηχανία Κινηματογράφου, Τορόντο, 27 Σεπτεμβρίου 1967». Και κοίταξα και είπα: «Δεν καπνίζω…τσιγάρα». Και όλοι γέλασαν. Και τους είπα ότι είμαι σαν τον γκαλερίστα που λέει στον Πικάσο «Για να είμαι ειλικρινής κύριε Πικάσο θα προτιμούσα ο πίνακας να είχε λίγο περισσότερο κόκκινο. Και τους είπα: Πρέπει να μάθω τι μπορείτε να δείξετε στις αίθουσές σας και έτσι να μπορώ να φτιάξω ταινίες που μπορείτε να δείξετε. Αυτή τη σχέση έπρεπε να έχουμε. Και τη μόνη φορά που πρέπει να αναφέρονται 27 εκατομμύρια δολάρια κοστολόγιο είναι στο μποξ-όφις. Ποτέ στο κοστολόγιο. 1265 άτομα σηκώθηκαν όρθια. Γι’ αυτό ευχαριστώ Τζακ Βαλέντι. Το μάθημα είναι να γυρίσεις μια τέτοια ταινία και να πάρεις 27 εκατομμύρια δολάρια να τα κάνεις ανέκδοτο!

– Πόσα χρήματα έβγαλε ο «Ξένοιαστος καβαλάρης»;
– Η «Κολούμπια» λέει 42 εκατομμύρια δολάρια. Ίσως περί τα 85 εκατομμύρια.
– Και κόστισε;
– Το γύρισμα; 252 χιλιάδες δολάρια. Λίγα ακόμη ξοδέψαμε στο μοντάζ.
– Είστε ακόμη φίλοι με τον Ντένις Χόπερ;
– Με ποιον;
Με τον Ντένις Χόπερ;
– Με ποιον; Με ποιον;…(γελάει).
– Δεν μιλάτε;
– Όχι. Επιμένει ότι αυτός και μόνο έγραψε το σενάριο του «Ξένοιαστου καβαλάρη». Ότι τον ξεγέλασα και του έφαγα εκατομμύρια δολάρια. Το δήλωσε στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στις εφημερίδες. Μπορώ να του κόψω τον κώλο γι’ αυτό. Ήδη το έκανε ο Ριπ Τορν. Κι ήμουν έτοιμος να το ξεχάσω. Αλλά ήθελε να υπογράψω δήλωση που να λέει ότι αυτός αποκλειστικά έγραψε το σενάριο κι αρνήθηκα.
– Ακόμη ασχολείσαι με την ιστιοπλοϊα;
– Ναι, αν βρω σκάφος. Γιατί πούλησα το δικό μου το 1984. Το αγόρασα 200 χιλιάδες δολάρια και το πούλησα δυο εκατομμύρια.
– Ζεις στη Μοντάνα;
– Ναι, στο Μολντεκάι.
– Γιατί δεν έρχεσαι στην Ελλάδα. Θα σου βρω γιοτ…
– Θα ήταν περίφημα! Αλλά ο καπετάνιος δεν θα με άφηνε να το σαλπάρω.
– Τι σχεδιάζεις να κάνεις μετά;
– Sait-on-jamais… Θέλω να γράψω ένα σενάριο και να το σκηνοθετήσω. Ακόμη όμως δεν το έχω γράψει.
– Για τι θα είναι;
– Δεν θα σου πω λεπτομέρειες. Πρόκειται για μια ανθρώπινη εμπειρία. Θα δούμε.