Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά (vasillis.kalamaras@gmail.com)

Οργίασαν και εφρύξαν οι τηλενεκροθάφτες πάνω από το πτώμα του άταφου ακόμη Ζακ. Κανιβάλισαν μέσω του βίντεο το θήραμα της οδού Γλάδστωνος.

Γκάλοπ επί πληρωμή τόλμησαν να αναρτήσουν σε κεντρικό σταθμό οι μικρονοϊκοί, ενώ έγινε θέμα έρευνας σε απογευματοβραδινές ειδήσεις , αν θα θέλαμε να είχαμε γείτονα έναν ομοφυλόφιλο, έναν μετανάστη ή πολίτη διαφορετικού θρησκεύματος!

Η εν ψυχρώ δολοφονία -όπως φαίνεται να αποδειχθεί- από «καθωσπρέπει» ‘Ελληνες πολίτες δεν πρέπει να μας θυμώνει. Πρέπει να μας βγάζει στους δρόμους σε μαζικές διαδηλώσεις υπέρ των κατατρεγμένων. Γιατί σήμερα είναι ο Ζακ, οροθετικός, αρσενική πόρνη και δεν ξέρω εγώ τι άλλο, αύριο θα είναι ο οικονομικός μετανάστης, ο μαύρος, ο κόκκινος, ο κίτρινος, ο πράσινος, ο κόκκινος, ο κοκκινόμαυρος. Ο Ζακ θα γίνει σημαία για ορισμένους και θα χρησιμοποιήσουν για ημέτερους σκοπούς. Για τους άλλους θα γίνει ο αποδιοπομπιαίος τράγος και θα προσπαθήσουν να τον δολοφονήσουν ξανά.

Ο Ζακ έγινε θέαμα κι αυτό θα το πληρώσει, γιατί δεν θα τον αφήσουν να κοιμηθεί. Κοιμήσου, κοιμήσου, κοιμήσου Ζακ μέσα στην τρέλα σου, μέσα στην απόγνωση σου, μέσα στην άγνοια σου, μέσα στη σοφία σου, μέσα στον εαυτό σου, κοιμήσου, κοιμήσου, κοιμήσου και μην ξυπνήσεις, τον αιώνιο ύπνο που πάντα επιζητούσες. Κοιμήσου, μην τους αφήσεις να σε ξυπνήσουν!

Η Ομόνοια είναι το πέρασμα των φτωχών, των πρεζονιών, των ταλαίπωρων, των διαλυμένων, των εξακολoυθητικά διαλυμένων, των παραπεταμένων, των ομοφυλόφιλων, των πορνών της μαύρης τους εξαθλίωσης, των άθλιων πορνοβοσκών, των κακοντυμένων, των ξεδοντιασμένων, των βρόμικων δρόμων με ζουμιά από σκουπιδοντενεκέδες, των τρελαμένων, των απορριγμένων, των σαπισμένων. Δεν είναι γκέτο, γκέτο είναι οι άλλοι που βλέπουν την Ομόνοια σαν γκέτο: είναι ένας χώρος ανοιχτός και επικίνδυνος, σεξουαλικά λαθρόβιος με καταστήματα που ακόμη πουλάνε τσόντες και τσοντοπεριοδικά, περιοχή ικανοποίησης ερωτικής των ηλικιωμένων, των σκιαγμένων, των μοναχικών, των ανέργων, των συνθλιμένων, των, των, των…

Ηταν το 1980, όταν οι εκδόσεις Οδυσσέας εκδίδουν το ρεπορταζιακό βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου «Ομόνοια 1980» με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια, ντοκουμέντα και τεκμήρια για μία εποχή και για όλες τις εποχές, αφού η διπλή μαρτυρία ενός συγγραφέα και ενός φωτογράφου, δεν δείχνουν, αλλά σημαίνουν, δίνουν σημασία και νόημα στην μικροϊστορία της μίας από τις δύο κεντρικές πλατείες της Αθήνας. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες τι γύρευε ο Γιώργος Ιωάννου στην Ομόνοια, ούτε αν σύχναζε στα τότε ουρητήρια ή αν είχε το βιβλιάριο της τράπεζας στην κωλότσεπη. Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα:

«Στην Ομόνοια συχνάζουν υποψιασμένα κορμιά. Αυτά που είτε με το μυαλό είτε με τα κύτταρα έχουν συλλάβει κάτι από το πραγματικό μυστήριο και μαρτύριο. Και δεν πολυλογαριάζουν. Έχουν χίλιες εκφράσεις για να το πούνε αυτό και χίλιες χειρονομίες για να το εξεικονίσουν. Είναι πολλές οι ποικιλίες των ανθρώπων εκεί και ξέρω πώς τους ονομάζουν, πώς τους κοιτάζουν, πώς τους συμπεριφέρονται, πώς τους φακελώνουν και πώς τους κυνηγούν. Ακόμα, ξέρω, πώς φαγώνονται και μεταξύ τους, πώς αλληλοεκβιάζονται, πώς αλληλοκαρφώνονται και πώς αλληλοαποκαλούνται. Δεν θα κάτσω να ασχοληθώ μ’ αυτές τις γνωστές ή αυτονόητες, και οπωσδήποτε κολαστικές λεπτομέρειες, ούτε θα περιγράψω τα όσα συχνοβλέπω ο ίδιος, καθώς είμαι κι εγώ ένας θαμώνας και εραστής της Ομόνοιας, όχι ταχτικός της ακόμα».

«Τραβεστί, πάντως, δεν συχνάζουν συστηματικά στην Ομόνοια, δεν τους σηκώνει η περιοχή, όχι μονάχα για αισθητικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους. Τα πραγματικά αφεντικά της Ομόνοιας είναι οι προστάτες των μπαρ, και των καμπαρέ – αυτοί εξαπλώνουν το πνεύμα τους. Οι τραβεστί αποτελούν επικίνδυνο πια επαγγελματικό συναγωνισμό, ενώ οι ομοφυλόφιλοι όχι. Άλλωστε τα περισσότερα λεφτά που προσφέρουν οι ομοφυλόφιλοι σ’ αυτούς, στα κέντρα τους, στα καφενεία τους και στα μπαρ τους, περιέρχονται. Τι να τους κάνουν οι προστάτες τους απένταρους νεαρούς; Αλλά και οι τραβεστί τι να τους κάνουν…
»Νιώθω απέραντη συμπάθεια για όλους αυτούς –για όλους, λέγω, αυτούς– καθώς τους βλέπω σταματημένους παράμερα στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε ή ριζωμένους στη μέση στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε και να συζητάνε ή στα τραπέζια μέσα καμαρωτοί και αγαλμάτινοι να κοιτάνε προς την τσαχπίνα, βρώμικη, σπαρταριστή ομορφιά, που συζητάει με την παρέα της στο βάθος δήθεν αμέριμνη για άρρητα αθέμιτα».