Ο συνθέτης Νίκος Βοστάνης δεν είναι πολύ γνωστός στο ευρύ. Κι όμως είναι στο χώρο της μουσικής σχεδόν 30 χρόνια. Με τα πνευστά του και με το μπουζούκι του έχει συνοδεύσει τους σημαντικότερους Έλληνε τραγουδιστές. Το 2004 κάνει το μεγάλο βήμα και παρουσιάζει την πρώτη του συνθετική δουλειά με τίτλο «Τέρμα Γκάζι» (αφιερωμένο στον Σταύρο Κουγιουμτζή). Ακολούθησαν άλλοι σημαντικοί δίσκοι όπως «Όνειρο στην Έρημο», «Εδώ Αλεξάνδρεια» και και τελευταία «Δεν νικιέται ο ήλιος», σε στίχους του σπουδαίου Μιχάλη Μπουρμούλη.

Οι ήχοι και οι μελωδίες φέρνουν στο νου τα κλασικά μεγάλα λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του ΄60. Ο ίδιος ωστόσο παραμένει σεμνός και αθόρυβος. Το enetpress αποφάσισε να τον γνωρίσει καλύτερα και να σας τον παρουσιάσει:

– Κε Βοστάνη είμαι φανατικός ακροατής των μουσικών εκπομπών των ραδιοφώνων, αλλά τα δικά σας τραγούδια σπάνια βγαίνουν στον αέρα. Πως γίνεται αυτό;

Εγώ στέλνω παντού το υλικό μου. Τώρα από εκεί πέρα δεν ξέρω και δεν παίζει συχνά.

– Παρακολουθώντας τη δισκογραφική σας πορεία, διαπιστώνω ότι δεν έχετε δώσει μεμονωμένα τραγούδια, αλλά επιμένετε να γράφετε τα τραγούδια σε όλο το δίσκο.

Ναι κάνω ολοκληρωμένους δίσκους. Δεν μ αρέσει να δίνω σκόρπια τραγούδια. Στον πρώτο προσωπικό δίσκο του Μπάμπη Τσέρτου έγραψα όλα τα τραγούδια. Άμα ξεκινάω ένα πρότζεκτ, οι μουσικές είναι δικές μου όλες και έχω όλη την ευθύνη από τις ενορχηστρώσεις μέχρι τα εξώφυλλα.

-Ο δίσκος ¨Εδώ Αλεξάνδρεια» να υποθέσω ότι προδίδει και την καταγωγή σας;

Ναι είμαι γέννημα – θρέμμα της Αλεξάνδρειας. Κι οι γονείς μου γεννήθηκαν εκεί. Οι παππούδες μου ήταν από τη Μυτιλήνη. Ο παππούς μου ο Βοστάνης χρηματοδότησε πολλά έργα στο νησί.

-Ακόμα ένα μέλος από τη μεγάλη παροικία των ταλαντούχων καλλιτεχνών της Αλεξάνδρειας. Τι μυστικό κρύβει αυτή η πόλη;

Ήταν το όλο κλίμα. Εγώ μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν όλο ιταλικά σχολεία γύρω – γύρω. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν γείτονας μου. Ο αδερφός μου έμαθε ιταλικά από την παρέα. Αρχίσαμε από τα μικρά συγκροτηματάκια. Ο αδερφός μου έπαιζα κιθάρα ιταλικά και γαλλικά τραγούδια και που  και που κανένα ελληνικό. Στην ορχήστρα ήταν ακόμα και ένας Αρμένιος και ένας Αιγύπτιος. Και γουστάραμε πολύ που τα κάναμε όλα αυτά.

– Και στην Ελλάδα πότε ήρθατε;

Ήρθα το 1976, σε ηλικία 18 ετών.

– Και κατευθείαν στη μουσική;

– Όχι. Παράλληλα ήμουν τεχνικός στα ναυπηγεία, γιατί ο πατέρας μου είχε  μηχανουργείο στην Αίγυπτο. Τότε εγώ εκεί έπαιζα στη φιλαρμονική όμποε…Εδώ τα πρώτα δύο – τρία χρόνια για λόγους επιβίωσης δεν ασχολήθηκα με τη μουσική. Μετά πήρα ένα φλάουτο, γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο και έκανα μαθήματα για δέκα χρόνια. Παράλληλα έκανα σαξόφωνο και στο τέλος τη μεγάλη μου αγάπη το μπουζούκι.

-Στο χώρο πως μπήκατε;

Ξεκίνησα αν μουσικός του Χαράαλαμπου Γαργανουράκη στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Αρχικά με φλάουτο, αλλά στη συνέχεια έπαιξα και σαξόφωνο και τελευταία και μπουζούκι. Και δεν το έκανα αναγκαστικά, αλλά από αγάπη για τη μουσική και τα τραγούδια.

– Από τότε τι ακολούθησε;

Σχεδόν τα πάντα,  κέντρα, συναυλίες, μουσικές σκηνές, δισκογραφία… Από τον Κόκοτα μέχρι τον Μητροπάνο και από τον Κώστα Μακεδόνα μέχρι την Πίτσα Παπαδοπούλου.

– Η δικογραφική σας καριέρα ξεκίνησε το 2004 σε μια εποχή δύσκολη που στη πορεία έγινε δυσκολότερη, καθώς η δισκογραφία όπως την ξέραμε, έχει σχεδόν αντικατασταθεί από τα ηλεκτρονικά μέσα.

Το διαπιστώνουμε καθημερινά. Αλλά αυτή είναι η αγάπη μας. Δεν περιμένουμε να βγάλουμε πολλά λεφτά.

Με τον Μανώλη Μητσιά στο στούντιο

– Τα τραγούδια που γράφετε έχουν ένα ήθος, μια αύρα και γλυκύτητα. Μήπως να γράφατε κανένα πιο εμπορικό, να χορεύεται στα τραπέζια από νεολαίους;

Δεν με ενδιαφέρει αυτό το είδος του τραγουδιού. Καθόλου. Μου πρότειναν να γράψω τραγούδια, μου έφεραν και στίχους, για μια τραγουδίστρια που σκίζει στις πίστες και τους είπα παιδιά δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Θα το κάνω κακά. Υπάρχουν άλλοι ειδικοί, που θα το  κάνουν καλύτερα.

– Σε μουσικές εκπομπές σας καλούν;

Όλα αυτά τα χρόνια, μόνο μια φορά στα «Μαγικά 45άρια» στην ΕΡΤ2. Πήγα και με την ιδιότητα του συλλέκτη, καθώς συλλέγω πικάπ και 45άρια δισκάκια. Ως μουσικός συνόδευσα καλλιτέχνες κυρίως σε εκπομπές της ΕΡΤ. Εμφανίστηκαν επίσης σε αφιερώματα για την Αλεξάνδρεια και τον Κωστή Μοσκώφ και τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Τελευταία εμφανίστηκα στην εκπομπή στην «Αυλή των Χρωμάτων» που είχε αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή. Είχα αναλάβει όλη την ορχήστρα, ενώ έπαιξε μαζί μας και ο Χρήστος Νικολόπουλος.

– Έφτασες στο σημείο να ζεις μόνο με τη μουσική;

Οχι. Παράλληλα με τη μουσική ασχολούμαι και με το μηχανουργείο. Πρέπει και να ζήσουμε.

-Ας επιστρέψουμε στο δισκογραφία. Ο πιο γνωστός δίσκος σας είναι το «Εδώ Αλεξάνδρεια». Έχει υπέροχες μελωδίες και μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων.

Ναι έχουμε τρεις ενορχηστρικούς άξονες. Ο ένας πατάει στο ελληνικό στοιχείο γιατί είμαστε Έλληνες. Ο άλλος με το αραβικό και ορισμένα τραγούδια έχουν ξένα μοτίβα ακόμα και λάτιν. Έχουμε και ένα τραγούδι που γράψαμε με το Μιχάλη Μπουρμπούλη για την ιέρεια του αιγυπτιακού και αραβικού τραγουδιού Ουμ Καλσούμ. Έτσι όποιος ακούσει το δίσκο μπορεί να αισθανθεί το άρωμα του αιγυπτικού ελληνισμού.

Με τον Μιχάλη Μπουρμπούλη πως γνωριστήκατε και πως ταιριάξατε;

Βρεθήκαμε τυχαία και είπαμε να συνεργαστούμε. Στην πορεία διαπίστωσα ότι και η γυναίκα του είναι Αλεξανδρινή και όχι μόνο αυτό, αλλά την αδερφή της τη βάφτισε ο παππούς της γυναίκας μου.

Με ττον στιχουργό Μιχάλη Μπουρμπούλη

Ταιριάξαμε τόσο καλά που κάναμε πέρσι ένα δεύτερο δίσκο, όλο με στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη και πάλι από την εταιρία που συνεργάζομαι «Καθρέφτης ήχων αληθινών». Λέγεται Δε νικιέται ο ήλιος. Εδώ συμμετέχει η διάσημη Ελληνίδα μέτζο σοπράνο Αλεξάνδρα Γκράβας, ο Μανώλης Μητσιάς,ο Παντελής Θαλασσινός, ο Μπάμπης Τσέρτος, η παιδική χορωδία του Σπύρου Λάμπρου και η νεομφανιζόμενη Δέσποινα Ραφαήλ.

Να σημειωθεί ότι δεν ήξερα κανέναν από αυτούς, αλλά με πολύ κόπο κατάφερα να τους μαζέψω για την παραγωγή αυτή. Παράδειγμα πήρα τηλέφωνο τον Μανώλη Μητσιά και του είπα «δεν με ξέρεις, αλλά θέλω να με μάθεις»…Τους ευχαριστώ πολύ όλους που δέχτηκαν να πουν τραγούδια ενός αγνώστου.

– Τώρα υπάρχει κάτι νέο;

Έχω 4-5 δίσκους στα σκαριά, αλλά δεν τους βγάζω γιατί ντρέπομαι κιόλας. Για την ώρα δουλεύω τα τραγούδια για να πάρουν την τελική τους μορφή. Μου έδωσε ο Μιχάλης Μπουρμπούλης μια σειρά από καινούργιους στίχους και τους δουλεύω. Κάναμε ένα περιπετειώδες ντέμο με τους συνεργάτες μου μέσω τηλεφώνου και μέιλ. Αυτή είναι η δουλειά μας μέσα στην πανδημία. Ας τελειώσει με το καλό όλο αυτό και έχω πολλές και όρεξη να κάνουμε όμορφα πράγματα.