ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 

Από τα απομονωμένα τσεχοφικά πρόσωπα του Τσεϊλάν στο ρόλο της τύχης στη ρομαντική ταινία της Σελίν Σονγκ – επανέκδοση του ανεπανάληπτου « Πολίτη Κέιν»

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

**** ½ – Ξερά χόρτα

Kuru Otlar Ustune. Τουρκία, 2023. Σκηνοθεσία: Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν. Σενάριο: Ακίν Ακσού, Έμπρου Τσεϊλάν. Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν. Ηθοποιοί: Ντενίζ Τσελίλογλου, Έτσε Μπακσί, Μέρβε Ντιζντάρ,  Μούσαρ Εκιτζί. 197´

Με τα διαφορα αδιέξοδα σε μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία, μέσα από την ιστορία μιας άδικης κατηγορίας ενάντια σε καθηγητή για σεξουαλική παρενόχληση μαθήτριας, καταπιάνεται στην εξαιρετική, βουτηγμένη σε μια τσεχοφική ατμόσφαιρα, ταινία του, «Ξερά χόρτα» ο πιο σημαντικός εν ζωή σήμερα Τούρκος σκηνοθέτης, Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν, βραβευμένος ήδη με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών το 2014 για την ταινία του «Χειμερία νάρκη» και με το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας το 2008 για την ταινία του «Τρεις πίθηκοι».

Η ταινία εκτυλίσσεται σε ένα χιονισμένο χωριό της Ανατόλιας,  όπου ο πρωταγωνιστής, ένας με καλές προθέσεις καθηγητής (που τον ερμηνεύει ο Ντενίζ Τσελίλογλου) περιμένει, έχοντας κλείσει τρία χρόνια εκεί, να μετατεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στο ενδιάμεσο όμως, τα πράγματα μπερδεύονται όταν αυτός  κατηγορείται άδικα για παιδόφιλος, εξαιτίας της ιδιαίτερα φιλικής σχέσης του με τη 14χρονη μαθήτρια,  Σεβίμ(Έτσε Μπακσί ρόλο που της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες), η οποία στην πραγματικότητα είναι ερωτευμένη μαζί του. Γεγονός που τον κάνει να στραφεί ενάντια στην Σεβίμ, φέρνοντας στην επιφάνεια τα προβλήματα σχέσης, αισθημάτων και ρολου της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία. 

Όλα για τον απογοητευμένο αυτόν ήρωα δεν είναι παρά ασήμαντα γεγονότα σε μια ζωή άσκοπη, όπως θα εξηγήσει στη μεγάλη, ενδιαφέρουσα συζήτηση με την πολιτικά ευσυνείδητη καθηγήτρια (Μέρβε Ντιζντάρ) από άλλο σχολείο, στο μέσο της ταινίας, και που φέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, τους εκμεταλλευτές και τα θύματα, τους επαναστάτες και τους απαισιόδοξους που παρακολουθούν αμέτοχοι. Όπως ακριβώς και τα «ξερά χόρτα» έξω από το χωριό, όπως εξηγεί προς το φιναλε, ο ήρωας, φύλλα που από τον χειμώνα περνάνε άμεσα στο καλοκαίρι πριν καταφέρουν να πρασινίσουν, μια και στην περιοχή υπάρχουν μόνο δυο εποχές, χειμώνας και καλοκαίρι. Λείπει δηλαδή η άνοιξη, όπου ανθίζουν τα φυτά, δηλαδή μια περίοδος, όπως υποβάλλει ο Τσεϊλάν, όπου ο άνθρωπος χρειάζεται για να μπορέσει να κάνει το αναγκαίο πέρασμα, από μια ζωή χωρίς σκοπό σε μια ζωή με έννοια, όπου του δίνεται η ευκαιρία να περάσει από το προσωπικό και την απομόνωση στο ομαδικό, την κοινωνικότητα και την αλληλεγγύη.

Με ωραίες πλαστικά εικόνες, όπου η φύση παίζει το δικό της ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, και μια υποβλητική μουσική (του Φίλιπ Τιμοφέγιεβ), όλα δοσμένα με εξαιρετικό ρυθμό (χωρίς καθόλου η μεγάλη διάρκεια των τρισήμιση σχεδόν ωρών ταινίας να ενοχλεί), ο Τσεϊλάν έφτιαξε μια δυνατή, με ποιητική πνοή και με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ταινία, μέσα από σκηνές στημένες με εξαιρετική δεξιοτεχνία και εικαστική πάντα ομορφιά, με πρόσωπα που ζουν τη δική τους χειμερία νάρκη (φέρνοντας στο νου τους χαρακτήρες στα έργα του Τσέχοφ). Αναμφισβήτητα από τις καλύτερες ταινίες του δημιουργού της. 

 

**** Περασμένες ζωές 

Past Lives. Νότια Κορέα/ΗΠΑ, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σελίν Σονγκ. Ηθοποιοί: Γκρέτα Λι, Τέο Γιου, Τζον Μαγκάρο, Μουν Σέουνγκ-Α. 105´

Ο ρομαντικός έρωτας, ο αποχωρισμός, η τύχη, το πόσο το παρελθόν επηρεάζει τη ζωή μας και ο ρόλος της μοίρας κυριαρχούν στην ωραία, ρομαντική ταινία «Περασμένες ζωές» της Σελίν Σονγκ, που αρχικά είδαμε στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα της 72ης Μπερλινάλε. Παρόλο που οι δυο  εραστές, στην πρώτη αυτή ταινία (που ήδη είχε εντυπωσιάσει  στο φεστιβάλ του Σάντανς) της γνωστής σήμερα στη Νέα Υόρκη για το θεατρικό της έργο, συγγραφέα Σελίν Σονγκ, δεν καταφέρνουν καν να φιληθούν, η σχέση τους, που ξεκινά στη Σεούλ, όταν ακόμη είναι 12 χρονών, θα επηρεάζει την υπόλοιπη ζωή τους.

Η ταινία καλύπτει τρεις περιόδους της ζωής τους, στη Σεούλ, πριν από 24 χρόνια, όταν ακόμη η Νόρα και ο Χάε Σουνγκ είναι 12 χρονών, εποχή όταν είναι τρελλά ερωτευμένοι, όπου η απόφαση των γονιών της Νόρας να μετακομίσουν στο Τορόντο, διαλύει τη σχέση τους, 12 χρόνια, μετά, όταν ο Χάε Σουνγκ, που εξακολουθεί να ζει στη Σεούλ, κατορθώνει να επανασυνδεθεί, μέσω Ίντερνετ, με την Νόρα, ενώ αυτή πια, θεατρικός συγγραφέας, έχει φτιάξει τη ζωή της στη Νέα Υόρκη και για τρίτη φορά, 12 χρόνια αργότερα, όταν ο Χάε Σουνγκ αποφασίζει τελικά να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει την παντρεμένη με τον συγγραφέα Άρθουρ, Νόρα. 

Το θέμα θυμίζει την γνωστή τριλογία («Πριν…») του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ γύρω από ένα ζευγάρι που συναντιούνται κάθε τόσα χρόνια, αν και στην ταινία της Σονγκ, το κυρίαρχο  στοιχείο είναι η κορεάτικη φιλοσοφική άποψη του «Ιν Γιουν», σύμφωνα με την οποία ο εαυτός μας – και όσοι σχετίζονται μαζί μας – είναι απλά η πιο πρόσφατη εκδοχή της περασμένης μας ζωής.

Αυτή την αντιμετώπιση της σχέσης του τρίδυμου των πρωταγωνιστών με την προηγούμενη ζωή τους καταγράφει μέσα από την πορεία της ταινίας η σκηνοθέτρια. Πορεία που αναπτύσσει με λεπτότητα, σωστή ισορροπία και ένα απλό, ρεαλιστικό στιλ, η Σελίν Σονγκ, δίνοντας στα πρόσωπα της την ελευθερία εκείνη που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν με σκέψη και διαύγεια τα αισθήματά τους, είτε εκείνα των νεαρών τους χαρακτήρων, είτε αυτά των σημερινών προσώπων, με τις σχέσεις και τις ανεπανόρθωτες αλλαγές στις οποίες οδήγησαν οι σχέσεις τους, αλλαγές που οι βασικοί πρωταγωνιστές, με επικεφαλής, την Γκρέτα Λι, δίνουν με τον πιο δυνατό, πειστικό τρόπο. 

 

*** ½ DogMan

Γαλλία, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λικ Μπεσόν. Ηθοποιοί: Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Τζότζο Τ. Γκίμπς, Κρίστοφερ Ντέναμ, Γκρέις Πάλμα, Μαρίζα Μπέρενσον. 113´

Ύστερα από μερικές μέτριες ταινίες στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων («Λούση», «Η πύλη του πολεμιστή», «Άννα»), ο Γάλλος Λικ Μπεσόν, επιστρέφει στις καλές στιγμές του με την ταινία του «DogMan», ένα συγκινητικό δράμα, με στοιχεία φαντασίας, γύρω από την απίθανη τραυματική εμπειρία ενός παιδιού που θα βρει τη λύτρωση μέσα από την αγάπη του για τα σκυλιά. Η ταινία ξεκινά με το ρητό του Λαμαρτίνου «Οταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει μπελάδες, ο θεός του στέλνει ένα σκύλο», για να παρακολουθήσουμε τον Νταγκ, τον ώριμο πια παιδί που θα γνωρίσουμε στη συνέχεια, μεταμφιεσμένο σε τραβεστί, ματωμένο και κάπως χαμένο, να συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Στη συνέχεια, μέσα από τις εξομολογήσεις του που κάνει στη ψυχίατρο Έβελιν που αναλαμβάνει την υπόθεσή του, θα μάθουμε, μέσα από συνεχή φλας μπακ, την τραγική ιστορία του.

 

«Όσο περισσότερο μαθαίνω για τους ανθρώπους τόσο περισσότερο αγαπώ τα σκυλιά», λέει σε μια στιγμή ο Νταγκ (ένας εκπληκτικός Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς), στην ‘Εβελιν εξηγώντας πως, όταν ακόμη μικρό παιδί, ο βίαιος πατέρας του τον τιμωρεί, κλειδώνοντάς τον για χρόνια στο κλουβί με τα σκυλιά που εκμεταλλεύεται. Εκεί, στην αγέλη των σκυλιών, ο Νταγκ θα ξεπεράσει τον πόνο της ζωής του κοντά σ’ ένα τερατώδη πατέρα κι ένα μεγαλύτερο σε ηλικία, θρησκόληπτο, το ίδιο άκαρδο, αδερφό για να βρει την αγάπη που του αρνούνται οι άνθρωποι. 

Μικρό διάλειμμα στην άχαρη, μετά την απελευθέρωσή του από το κλουβί, ζωή του, η γνωριμία του με μια νεαρή ηθοποιό και δασκάλα υποκριτικής, που τον διδάσκει τον Σαίξπηρ και τα μυστικά της υποκριτικής τέχνης. Τέχνη που θα χρησιμοποιήσει αργότερα με τις μεταμφιέσεις του σε κλαμπ τραβεστί και με τραγούδια που μιμείται την Εντίθ Πιάφ και την Μάρλεν Ντίτριχ, για να μπορέσει να συντηρήσει το «καταφύγιο» των σκυλιών του όπου θα μετατρέψει τον πόνο του σε αγάπη. Πόνο που ο Μπεσόν συσχετίζει με ένα το ίδιο προσωπικό πόνο της ψυχιάτρου, που την βοηθά να τον προσεγγίσει και να αντιμετωπίσει με συμπάθεια, σχεδόν στοργή, τα προβλήματά του. Κάποτε όμως ο άνθρωπος στη χειρότερη μορφή του, με το πρόσωπο ενός γκάνγκστερ και της συμμορίας του, θα επέμβει οδηγώντας σε ένα φρικτό μακελειό. Με τον Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς να αποδεικνύεται η μεγάλη δύναμη του έργου, με τη δυνατή, ξεχωριστή, συγκινητική ερμηνεία του, άλλοτε σαν μια νέα «Φάλαινα» (όπως ο Μπρένταν Φρέιζερ στην ταινία του Αρονόφσκι) κι άλλοτε σαν πλοίαρχος Έιχαμπ (του «Μόμπι Ντικ») να αντιμετωπίζει το δικό του θεό. 

 

*** ½ – Η φανταστική μου χώρα 

My Imaginary Country/ Mi pais imaginario. Χιλή/Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πατρίσιο Γκούσμαν. Φωτογραφία: Σαμουέλ Λαχού. Μοντάζ: Λόρενς Μανχάιμερ. Διάρκεια 83 λεπτά. 

Στο νέο του ντοκιμαντέρ, «Η φανταστική μου χώρα», ο Πατρίσιο Γκούσμαν κλείνει την περιπλάνηση του στην πρόσφατη ιστορία της Χιλής, που είχε ξεκινήσει με τις ταινίες «Η μάχη της Χιλής» και «Η οροσειρά των ονείρων», μόνο που τώρα δεν στρέφεται πια στο παρελθόν και την περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ αλλά στο παρόν. Τη σημερινή Χιλή και τους καινούριους αγώνες της.

Η ταινία αρχίζει με εικόνες από τα πλακόστρωτα που βλέπουμε στο φιναλε της «Οροσειράς των ονείρων», μόνο που εδώ αυτά τα σπάνε οι φοιτητές για να τα χρησιμοποιήσουν στις διαδηλώσεις που ακολουθούν. Διαδηλώσεις που άρχισαν με μια αρχικά μικρή διαμαρτυρία στο Σαντιάγκο τον Οκτώβρη του 2019 για την αύξηση του εισιτηρίου στο μετρό και που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε πιο πλατιές, κοινωνικές διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση του προέδρου Πινιέρα όχι μόνο για τα αυστηρά οικονομικά μέτρα (τη στέγαση, την υγεία, τις συντάξεις) αλλά και μέτρα που έχουν σχέση με το επίπεδο της ζωής και την ατομική, σεξουαλικη και όχι μόνο, ελευθερία.

 


Αν και χωρίς την ποιητική έξαρση των προηγούμενων ντοκιμαντέρ του, η κάμερα του εξόριστου Γκούσμαν, ο οποίος επέστρεψε στη χώρα του μόλις ξέσπασαν τα γεγονότα, παρακολουθεί «τη φωτιά», όπως λέει ο ίδιος,  από κοντά, όταν πια αυτή έχει φουντώσει  (αν και δεν πρόλαβε, «τις σπίθες μόλις ανάψουν», όπως του είχε πει κάποτε ο ντοκιμαντερίστας Κρις Μαρκέρ πως πρέπει να κάνει), για να καταγράψει, άλλοτε μέσα από συνεντεύξεις και άλλοτε μέσα από τις ίδιες τις διαδηλώσεις, το ξέσπασμα ενός λαού που, έχοντας  βγει από μια αδίστακτη, αιμοδιψή δικτατορία, περίμενε σημαντικές αλλαγές που δεν έγιναν, ενός λαού που ζητά ένα διαφορετικό και πιο δίκαιο Σύνταγμα. Σκηνές όπως εκείνες του πλήθους στην Plazza Italia του Σαντιάγκο, να τραγουδά και να χορεύει, δίνει την εικόνας μιας νέας, πιο ζωντανής, γεμάτης δύναμη, ελπιδοφόρας γενιάς, μιας γενιάς αποφασισμένης να οδηγήσει τη φανταστική» του, όπως τη φαντάζεται και την αποκαλεί χώρα, στις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που χρειάζεται σήμερα.  

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ 

***** Ο πολίτης Κέιν 

Citizen Κane. ΗΠΑ, 1941. Σκην: Όρσον Γουέλς. Σεν: Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς, Όρσον Γουέλς. Φωτ: Γκρεγκ Τόλαντ. Μους: Μπέρναρντ Χέρμαν. Ντεκ: Βαν Νεστ Πόλγκλαζ. Μοντ: Ρόμπερτ Γουάιζ. Ηθ: Όρσον Γουέλς, Τζόζεφ Κότεν, Ντόροθι Κόμινγκορ, Έβερετ Σλόαν, Ρέι Κόλινς, Τζορτζ Κουλούρις, Αγκνες Μούρχεντ, Πολ Στιούαρτ, Ρουθ Γουόρικ, Χαρι Σάνον, Τζορτζ Κουλούρις, Ερσκιν Σάνφορντ. Διάρκεια: 119 λεπτά.

 Στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο από εκείνο του 25χρονου Όρσον Γουέλς (1915-1985) με τον «Πολίτη Κέιν», ταινία  ενός «παιδιού-θαύματος» που είχε ήδη καταπλήξει με τη δουλειά του στο θέατρο και το ραδιόφωνο – το 1938 είχε κυριολεκτικά τρομάξει τους αμερικανούς ακροατές παρουσιάζοντας με τέτοιο τρόπο τον «Πόλεμο των κόσμων» του Χ. Τζ. Γουέλς, που τους έκανε να πιστέψουν ότι στη χώρα τους είχαν εισβάλει εξωγήινοι.

 

Ταινία σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου που η αξία της αυξάνει με το πέρασμα του χρόνου, έχοντας επηρεάσει αμέτρητους σκηνοθέτες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, «Ο πολίτης Κέιν» πολύ δίκαια τοποθετείται σήμερα, από δημιουργούς και κριτικούς, στην κορφή των μεγάλων αριστουργημάτων που μας έδωσε η Έβδομη Τέχνη. Κι όμως, όταν πρωτοπροβλήθηκε, παρ’ όλο που εκθειάστηκε από την κριτική, η ταινία δεν είχε την επιτυχία που της άρμοζε. Κι αυτό, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, εξαιτίας του μποϊκοτάζ της μεγάλης αλυσίδας των εφημερίδων που ελέγχονταν από τον αμερικανό μεγιστάνα του τύπου, Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, επειδή πίσω από το πορτρέτο του Κέιν κρυβόταν εκείνο του Χερστ, σατιρίζοντας μάλιστα, μέσα από τις σχέσεις του Κέιν με την πρώτη του γυναίκα, Σούζαν Αλεξάντερ, τις σχέσεις του Χερστ με την ηθοποιό του Χόλιγουντ Μάριον Ντέιβις, που ήθελε να την επιβάλει με το ζόρι τραγουδίστρια της όπερας.

 Με τη λέξη-κλειδί «Rosebud» (ροδανθός) που, στα πρώτα πλάνα της ταινίας, ψιθυρίζει, στο «Ξαναντού», τον απομονωμένο «πύργο» του, ο Τσαρλς Φόστερ Κέιν πριν πεθάνει, ανοίγει η έρευνα γύρω από την πολύπλοκη, αντιφατική συχνά, προσωπικότητα του Κέιν. Προσωπικότητα που ο Γουέλς χτίζει σταδιακά, σαν ένα «παζλ», μέσα από τις αφηγήσεις διάφορων προσώπων που τον γνώριζαν, καταργώντας, πράγμα ασυνήθιστο για το Χόλιγουντ της εποχής, τη γραμμική αφήγηση για μιαν άλλη, πιο σύνθετη, πρωτότυπη κινηματογραφική γραφή.

 

Το μεγάλο κατόρθωμα του Γουέλς ήταν ότι πέτυχε να συνδέσει όλα τα κινηματογραφικά στοιχεία με μια δύναμη και μια τελειότητα πρωτόγνωρη για τον τότε κινηματογράφο, που από άποψης τεχνικής δεν είχε πάψει ν’ ακολουθεί τον προπολεμικό τρόπο αφήγησης: από την πολυπλοκότητα ενός θαυμάσιου σεναρίου μέχρι τη χρήση των φακών και της κάμερας, του βάθους πεδίου, των ήχων, της αφήγησης off, της μουσικής (του Μπέρναρντ Χέρμαν, που στη συνέχεια θα γίνει τακτικός συνεργάτης του Χίτσκοκ), του γρήγορου μοντάζ, ακόμη και τη χρήση της «ίριδας». Στοιχεία που ο Γουέλς ανανεώνει, εμφυσώντας τους μια νέα πνοή, δίνοντάς τους μιαν άλλη οντότητα, χρησιμοποιώντας τα μέτρια στην πραγματικότητα τεχνικά μέσα που του πρόσφερε η εταιρία RKO, ακόμη και stock shots (πλάνα από τα αρχεία της εταιρίας), για να καταργήσει την κινηματογραφική γλώσσα όπως την ήξερε η τότε χολιγουντιανή παράδοση, εισάγοντας ένα δικό του, εντελώς προσωπικό στιλ.

 Πολλοί μίλησαν και μιλούν για τη μεγάλη συμβολή στην ταινία του σεναριογράφου Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς και του πράγματι εμπνευσμένου κάμεραμαν Γκρεγκ Τόλαντ. Χωρίς όμως τη συμβολή του Γουέλς (με τον ίδιο να ερμηνεύει με ξεχωριστή άνεση και επιβλητικότητα τον Κέιν), η ταινία δεν θα αποκτούσε την ατμόσφαιρα, την ομορφιά αλλά και τη δύναμη και την επικαιρότητα που αυτή εξακολουθεί να έχει. Επικαιρότητα που συναντούμε όχι μόνο στη γλώσσα της αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ο Γουέλς χειρίζεται τα θέματά της, εκείνα του πλούτου, της δόξας και της εξουσίας (γιατί πάνω απ’ όλα πρόκειται για την εξουσία, μαζί και τη σκοτεινή πλευρά της όπως τη σκιαγραφεί με εκπληκτική δύναμη ο Γουέλς), θέματα που εξακολουθούν να απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία μας. Με άλλα λόγια, μια εικόνα της Αμερικής του χτες και του σήμερα… και του αύριο;;;