Μια ακόμη βδομάδα με νέες (αν και, δυστυχώς, όχι πάντα ελκυστικές) ταινίες, με δυο να ξεχωρίζουν: την ισπανική «Το μπαρ», θρίλερ του Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια, και το αμερικανικό τρισδιάστατο μπλοκ-μπάστερ «Ο πλανήτης των πιθήκων: η σύγκρουση» του Ματ Ριβς, που δίνει στη γνωστή σειρά μια ενδιαφέρουσα στροφή.

*** Το μπαρ

El bar. Ισπανία/Αργεντινή, 2017. Σκηνοθεσία: Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια. Σενάριο: Χόρχε Γκουερικαεχεβαρία, Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια. Ηθοποιοί: Μπλάνκα Σουάρεζ, Μάριο Κάζας, Κάρμεν Μάκι, Σεκούν ντε λα Ρόζα, Τέρελε Παβέζ. 102΄

Το μπαρ του τίτλου του βουτηγμένου σε μια φανταστική ατμόσφαιρα θρίλερ του Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια (που μας έδωσε την εξαιρετική «Η μέρα του κτήνους») είναι ο χώρος όπου ξαφνικά βρίσκονται έγκλειστοι η ιδιοκτήτρια, ο βοηθός της και οι λιγοστοί πρωινοί πελάτες, φέρνοντας στο νου την ταινία επιστημονικής φαντασίας «The Mist» του Φρανκ Ντάραμποντ, βασισμένη στο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ – θα έλεγα και τον «Εξολοθρευτή άγγελο» του Μπουνιουέλ, αν και, από την προσέγγιση του Ινγκλέσια λείπει το σουρεαλιστικό στοιχείο του μεγάλου Ισπανού δημιουργού.

Τον αναγκαστικό αποκλεισμό τους στο μπαρ αυτό της Μαδρίτης, και στη συνέχεια, στο υπόγειό του, αντιλαμβανόμαστε, ταυτόχρονα, με τους θαμώνες, όταν ένας απ’ αυτούς, μόλις βγαίνει από το μπαρ στη γεμάτη κόσμο πλατεία, πυροβολείται ξαφνικά και πέφτει νεκρός στο πεζοδρόμιο, χωρίς να ξέρουν (ή να ξέρουμε) ποιος είναι ο μυστηριώδης σκοπευτής. Νεκρός θα πέσει και ο επόμενος θαμώνας που θα τρέξει να τον βοηθήσει.

Από κει και πέρα, η πλατεία αδειάζει, η αστυνομία αποκλείει την περιοχή και σφραγίζει το μπαρ, κανένας από εκεί δεν μπορεί πια να βγει, ενώ τα πτώματα των  δυο νεκρών εξαφανίζονται. Ο φόβος, στην αρχή για κάποια τρομοκρατική επίθεση, στη συνέχεια για πιθανή μόλυνση από κάποιο ιό, οι θεωρίες συνομωσίας και οι αλληλοκατηγορίες (με κύριο ύποπτο ένα παχύσαρκο άντρα που βρέθηκε νεκρός στις τουαλέτες) αρχίζουν να κυριαρχούν και να προκαλούν την ένταση ανάμεσα στα διάφορα πρόσωπα.

Τα τηλεοπτικά μέσα δεν ξέρουν πώς ακριβώς να περιγράψουν τα παράξενα συμβάντα, τα πρόσωπα στο μπαρ αρχίζουν να φωνάζουν και να τσακώνονται (ίσως περισσότερο από όσο χρειάζεται), όσα ακολουθούν στη συνέχεια γίνονται ολοένα και πιο απίθανα και αποκρουστικά (παράδειγμα οι σκηνές στον υπόνομο, με τη σέξι ηρωίδα να ξεγυμνώνεται για να μη λερωθεί από το… βρώμικο νερό – υποχώρηση του Ινγκλέσιας στην εμπορικότητα;) με τον σκηνοθέτη να προσπαθεί, και σ’ ένα μεγάλο βαθμό να πετυχαίνει, να δημιουργήσει το σασπένς.

Μπορεί να μην υπάρχει προσπάθεια ανάπτυξης των χαρακτήρων (μια από τις αδυναμίες της ταινίας), ο Ινγκλέσια όμως ξέρει να κάνει την παρουσία τους ενδιαφέρουσα, δημιουργώντας με τα, από διάφορα στρώματα πρόσωπά του, ένα μικρόκοσμο της ίδιας της Ισπανίας, χρησιμοποιώντας συχνά ένα μαύρο χιούμορ και προσδίνοντας στην ταινία του την όψη (συχνά φρικτή, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος, στο στιλ των «σπλάτερ μούβις» που τόσο αγαπά ο σκηνοθέτης), εκείνη που βοηθά στη δημιουργία μιας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, με μια προσέγγιση όπως ακριβώς στα παλιά «μπι μούβις», μόνο που σ’ εκείνα είχαμε και πιο σφιχτά σενάρια (έστω και πιο απίθανα) και πιο γρήγορο ρυθμό.

 

** ½ – Ο πλανήτης των πιθήκων: η σύγκρουση (3-D)

War of the Planet of the Apes. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Ματ Ριβς. Σενάριο: Μαρκ Μπόμπακ, Ματ Ριβς. Ηθοποιοί: Άντι Σέρκις, Γούντι Χάρελσον, Στιβ Ζαν, Κάριν Κόνοβαλ. 140΄

Μετά την «Εξέγερση» (2011) και την «Αυγή» (2014), στο τρίτο τώρα μέρος της τριλογίας του Πλανήτη των πιθήκων, ο Σίζαρ, επικεφαλής των πιθήκων που έχουν επιζήσει μετά από συγκρούσεις και ταλαιπωρίες με κακούς ανθρώπους, αναλαμβάνει να τους οδηγήσει σε ασφαλές μέρος ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να εκδικηθεί τον ψυχοπαθή, δολοφόνο της οικογένειάς του, συνταγματάρχη, ο οποίος σχεδιάζει να εξοντώσει τους πιθήκους και όσους ανθρώπους εναντιώνονται στα παράλογα σχέδιά του, ενώ η υπόλοιπη ανθρωπότητα αντιμετωπίζει την εξαφάνισή της, εξαιτίας ενός ιού που αφαιρεί από τον άνθρωπο τη δυνατότητα ομιλίας, μετατρέποντάς τον σε ένα νέο είδος πιθήκου.

Εκείνο που εντυπωσιάζει στην ταινία είναι τόσο ο τρισδιάστατος τρόπος με τον οποίο δίνονται, χάρη στα πιο σύγχρονα CGI, οι πίθηκοι (με αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και ποιο συμπαθητικοί), όσο και ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης Ματ Ριβς αναπτύσσει τη δράση, εμπνευσμένος από το γουέστερν, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, με τον Σίζαρ να οδηγεί τους πιθήκους μέσα από δάση και χιονισμένα βουνά (σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές του, ο Σίζαρ, με μια μικρή ομάδα εμπροσθοφυλακής, φτάνει σε μια πόλη-φάντασμα που μοιάζει να βγήκε από κάποιο γουέστερν του Άντονι Μαν), με στόχο πάντα μια «γη επαγγελίας» για το είδος του. Αντίθετα, όμως, με τα συνηθισμένα γουέστερν, τη φορά αυτή, οι καλοί είναι οι πίθηκοι και οι κακοί (διάβαζε οι Ινιδάνοι) οι άνθρωποι, τουλάχιστο αυτοί που ακολουθούν τον σαδιστή, αυταρχικό, ψυχοπαθή συνταγματάρχη (ένας πολύ καλός Γούντι Χάρελσον), που μοιάζει να είναι εμπνευσμένος από τον Τραμπ.

 

Σίγουρα, πίσω από την όλη ιστορία υπάρχει και ένα σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, την αδιαφορία, την αδηφαγία, τη διαφθορά και την απανθρωπιά των σύγχρονων κοινωνιών (αλλά και το φόβο του «άλλου», του «ξένου») που οδηγούνται αναπόφευκτα στον αφανισμό τους. Βέβαια, πρόκειται, βασικά, για μια ταινία δράσης, και μάλιστα μπλοκ-μπάστερ, και ο Ριβς δεν μπορούσε παρά να υποχωρήσει και στις απαιτήσεις του είδους, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει τον πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα του μουγγού κοριτσιού που θα έδινε μια πιο ενδιαφέρουσα εικόνα μιας «άλλης», πιο ανθρώπινης πλευράς και της πιθανής της εξέλιξης.

Έτσι, αντίθετα με το πρώτο, πιο «τολμηρό» μέρος (ξεχωριστή πρέπει να κάνει μνεία στον Μάικλ Σερέζιν για την έξοχη φωτογραφία του που εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τους φυσικούς χώρους), το δεύτερο μέρος εστιάζεται στη δράση, στημένη με σασπένς, οδηγώντας μας στο αναμενόμενο φινάλε με ένα πολύ γρήγορο ρυθμό. Μια συνολικά χορταστική περιπέτεια για τους φαν της σειράς αλλά και γενικότερα του είδους. Εν αναμονή του τέταρτου μέρους της σειράς, όπως ήδη έχουν ανακοινώσει οι παραγωγοί.