ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Το μέλλον ανήκει στη γυναίκα, μας λέει με εύγλωττο τρόπο ο Ιρανός Σαΐντ Ρουσταγί

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η Λέιλα και τα αδέρφια της

Baradaran-e Leila. Ιράν, 2022. Σκηνοθεσία: Σαΐντ Ρουσταγί. Σενάριο: Σαΐντ Ρουσταγί, Αζάντ Τζαφαριάν. Ηθοποιοί: Ταρανέ Αλιντούστι, Σαΐντ Πουρσαμίνι, Ναβίντ Μοχαμαντζάντε, Παϊμάν Μάαντι. 165´

Στις εξαιρετικές ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ των Καννών (βραβείο καλύτερης ταινίας των κριτικών της FIPRESCI) ήταν και η ιρανική ταινία «Η Λέιλα και τα αδέρφια της» του Σαΐντ Ρουσταγί, από τους νεότερους σκηνοθέτες που συνέβαλαν στην ανανέωση του ιρανικού κινηματογράφου. Μια συναρπαστική, αποκαλυπτική μελέτη χαρακτήρων γύρω από μια δυναμική γυναίκα και των τεσσάρων αδύναμων, αχαΐρευτων αδερφών της, που βασικά τους συντηρεί η ίδια, και του εξίσου άπληστου, αδιάφορου για την οικογένεια του, πατέρα της.

Η Λέιλα του τίτλου (εξαιρετική στο ρόλο η τακτική πρωταγωνίστρια του Ασγκάρ Φαρχάντι, Ταρανέ Αλιντούστι), παρά τους συνεχείς πόνους στην πλάτη, εξαιτίας του στρες και του φόρτου εργασίας, είναι βασικά η μόνη που εργάζεται και βγάζει αρκετά χρήματα για να φροντίσει ολόκληρη την ανίκανη ανδροκρατούμενη οικογένειά της.

Ο ένας αδερφός, ο Αλιριζά (μια πολύ καλή ερμηνεία από τον Ναβίντ Μοχαμαντζάντε), φτάνει στην πόλη τους, ύστερα από μεγάλη απουσία, όταν χάνει τη δουλειά του με το κλείσιμο του εργοστασίου, που αρνείται να τους πληρώσει τους μισθούς των τελευταίων 12 μηνών. Ο παχύσαρκος Παρβίζ, καθαριστής σε τουαλέτες, δεν βγάζει αρκετά χρήματα για να βοηθήσει την οικογένεια, ο μυώδης Φαρχάντ, περνάει τον καιρό του παρακολουθώντας αγώνες μποξ στην τηλεόραση, ενώ ο τέταρτος αδερφός, ο κυνικός Μανουσέ ψάχνει να βρει τρόπους να βγάλει πολλά λεφτά, χωρίς ποτέ να καταφέρνει κάτι. Πλάι στους παρασιτικούς αυτούς αδερφούς υπάρχει και ο δολοπλόκος και άπληστος πατέρας τους, που όνειρο του είναι να γίνει ο «πατριάρχης» της φυλής και που για να το πετύχει είναι έτοιμος να θυσιάσει το μέλλον της οικογένειάς του.

Η Λέιλα, που θέλει να βοηθήσει την οικογένεια, να ξεπεράσει τη φτώχεια και τα προβλήματά της, ετοιμάζει ένα σχέδιο, όπου όλα τα μέλη της οικογένειας θα συμβάλουν οικονομικά για να μπορέσουν να πάρουν δάνειο και να αγοράσουν μαγαζί στο εμπορικό κέντρο της περιοχής τους. Για να συμπληρώσουν το ποσό χρειάζονται και τα 40 χρυσά νομίσματα που έχει κρυμμένα ο πατέρας τους ο οποίος όμως προτιμά να τα δώσει γαμήλιο δώρο στην κόρη του προηγούμενου, το ίδιο σαν κι αυτόν, δολοπλόκου πατριάρχη (ο οποίος του προτείνει να αναλάβει ως ο νέος πατριάρχης).

Γεγονός που θα οδηγήσει στη μεγάλη σύγκρουση των μελών (σε σκηνές δοσμένες με λεπτομέρεια και δύναμη, θυμίζοντας τον ιταλικό ρεαλισμό της δεκαετίας του ‘60) για να καταλήξει στη θαυμάσια σκηνή του γάμου, και να αποδείξει, τελικά, τη μετριότητα των άχρηστων αρσενικών μελών της οικογένειας, σε αντίθεση με τη δυναμικό χαρακτήρα της γυναίκας, που, σε μια αναποτελεσματική ανδροκρατούμενη κοινωνία όπως η ιρανική, με τη γυναίκα να αντιμετωπίζεται πολίτης δεύτερης κατηγορίας, σε κάνει να φωνάξεις, όπως και ο Μάρκο Φερέρι στην ταινία του, «το μέλλον είναι γυναίκα»!

**** Η τρύπα

Il buco. Ιταλία, 2021. Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Φραμαντίνο. Σενάριο: Μικελάντζελο Φραμαντίνο, Τζιοβάνα Τζιουλιάνι. Νικολά Λάντζα, Αντόνιο Λάντζα, Λεονάρντο Λαρόκα. 93´ (προβολή στο Cinobo)

Η φιλοσοφική ματιά πάνω στον κόσμο είναι κάτι που απασχόλησε τον Ιταλό σκηνοθέτη Μικελάντζελο Φραμαντίνο και σε παλιότερες ταινίες του – φτάνει να θυμηθούμε τις «Τέσσερις φορές» (2010), γύρω από την πυθαγόρεια άποψη για τα τέσσερα στάδια της ύπαρξης (το ζωικό, το φυτικό, το μεταλλικό και το πνευματικό), που παρουσίαζε, χωρίς διάλογο, μέσα από την καθημερινή ζωή ενός γέρου βοσκού που φρόντιζε τα κατσίκια του.

Στην «Τρύπα», τη νέα του, συναρπαστική με ένα δικό της ξεχωριστό τρόπο, ταινία, είδος ντοκιμαντέρ μαζί και ανάπλαση/δραματοποίηση, o Φραμαντίνο ξεκινά με το πρόσωπο, σε κοντινό πλάνο, ενός ηλικιωμένου αγελαδοτρόφου, που με ιδιαίτερες κραυγές του («ουου, τε-τε, ουου…») με τις οποίες συνεννοείται με τις λιγοστές, γέρικες σαν κι αυτόν, αγελάδες του, που βόσκουν στην ορεινή περιοχή της Καλαβρίας στη Νότια Ιταλία. Η ζωή όμως του αγελαδοτρόφου δεν είναι το κύριο θέμα της ταινίας, όπως δεν είναι τα πρόσωπα που, στο επόμενο αμέσως πλάνο, ανεβαίνουν ένα πανύψηλο κτίριο (το υψηλότερο στον κόσμο κτίριο στη δεκαετία του ‘60, που χτίστηκε στο Μιλάνο), σε ένα εξωτερικό ανελκυστήρα, σχόλιο/αντιπαράθεση του σκηνοθέτη πάνω στις κατακτήσεις του «σύγχρονου» πολιτισμού.

Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του είναι μια ομάδα νεότερων σπηλαιολόγων από το Πιεμόντο, που, στα αμέσως επόμενα πλάνα, βλέπουμε να επαναλαμβάνουν για τον σκηνοθέτη την εκπληκτική, γεμάτη σασπένς και απρόσμενες ανακαλύψεις, κατάδυση που είχε κάνει παλιότερη ομάδα σπηλαιολόγων, σε ένα σπήλαιο της περιοχής, βάθους 700 μέτρων, το τρίτο μεγαλύτερο σπήλαιο στον πλανήτη. Εκείνο που τελικά σε συναρπάζει και σε κρατάει σε συνεχές σασπένς, παρόλο που γνωρίζεις το αποτέλεσμα, είναι η τόλμη, η αφοσίωση και η επιμονή των ανθρώπων να εξερευνήσουν τον πλανήτη και να αποκαλύψουν, με κάθε τρόπο, τα μυστικά του.

Με σκηνές, που άλλοτε με το σασπένς σου θυμίζει τον Χίτσκοκ, και που άλλοτε καταγράφουν με λεπτομέρεια την καθημερινή ζωή και την πορεία της εξερεύνησης, με ένα στιλ που θυμίζει τον κινηματογράφο του Ερμάνο Όλμι, καθώς και με σκηνές βουτηγμένες συχνά στο σκοτάδι, με την κάμερα του εξαίρετου 76χρου ήδη Ρενάτο Μπέρτα (πολύτιμου συνεργάτη μεγάλων σκηνοθετών όπως οι Γκοντάρ, Αλέν Ρενέ και Ερίκ Ρομέρ) να δημιουργεί μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και που τις παραλληλίζει με σκηνές από την καθημερινή ζωή του ηλικιωμένου αγελαδοτρόφου του και των συντρόφων του, με τα νυχτερινά, συντροφικά γλέντια τους και τα αστεία τους, καθώς και τις γυναίκες του χωριού που πλένουν στο ποτάμι τα ρούχα τους (η ιστορία εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ‘60), ο Φραμαντίνο, με ξεχωριστή αγάπη για τη φύση (το βουνό, τα δάση, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά και τους γύρω από αυτά ήχους), καταγράφει, με άνεση και ηρεμία στο ρυθμό, μια από τις πιο όμορφες, πιο αληθινές και τελικά πιο αναγκαίες, πλευρές της ζωής μας, της ζωής όπως πρέπει να τη ζούμε, να την τολμάμε και να την απολαμβάνουμε.

Αυτός δεν είναι και ο στόχος της τέχνης και στη συγκεκριμένη περίπτωση του κινηματογράφου; Που μας κάνει να στοχαζόμαστε, όπως και η άλλη αρχαία σπηλιά, για τη οποία μας μιλούσε ο Πλάτωνας;

*** Φαντάσματα της επανάστασης

Ελλάδα, 2022. Σκηνοθεσία: Θάνος Αναστόπουλος. Σενάριο: Θάνος Αναστόπουλος, Στέφανο Ντοντζέτι. Ηθοποιοί: Γιώργος Χωραφάς, Πηνελόπη Τσιλίκα, Πάολο Ρόσι. 101´

Μια άλλη, εντελώς διαφορετική από την επίσημη, εικόνα της Ελληνικής Επανάστασης, μιας Επανάστασης προδομένης, μας παρουσιάζει στην ταινία του «Φαντάσματα της Επανάστασης», ο Θάνος Αναστόπουλος. Βρισκόμαστε στην Τεργέστη, όπου ένας Έλληνας σκηνοθέτης καταγράφει σε ντοκιμαντέρ τα βήματα του Ρήγα Φεραίου στην Ευρώπη του Διαφωτισμού, με μια ομάδα φαντασμάτων (με επικεφαλής την Ελευθερία, και ανάμεσά τους, τον Σατωβριάνδο, τον Ναπολέοντα, τον Έλληνα Καρτσιώτη, έναν αχθοφόρο κι έναν Σέρβο λιμενεργάτη και διάφορους άλλους) να τον ακολουθεί στη διαδρομή του για να θέσουν το ερώτημα: πού μας οδήγησε η Επανάσταση;

Διαδρομή που ο Αναστόπουλος παρουσιάζει χιουμοριστικά – με το πρώτο, και πιο αστείο, μέρος, στο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο, να αρχίζει με μουσική από την όπερα La Cerenentola του Πουτσίνι), και που συνεχίζει και στις επόμενες σκηνές, με την Ελευθερία να περιφέρεται σε δρόμους της πόλης αλλά και ιστορικά κτίρια, από το παλάτι του Καρτσιώτη που είναι προς πώληση (σήμερα πουλάμε και τα σινεμά…) ως την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Τεργέστης.

Και που το ακολουθεί με αντίστοιχες σκηνές, όπου αναμιγνύει έξυπνα, με σκηνές άλλοτε σουρεαλιστικές που θυμίζουν τις ταινίες του Γιοντορόφσκι (η κότα που εμφανίζεται σε ένα διάδρομο για να την αρπάζει ξαφνικά ένας μασκοφορεμένος άντρας/ή γυναίκα) κι άλλοτε από λαϊκά μοτίβα, που θυμίζουν το Θέατρο Σκιών (ο/η μασκοφόρος που τρέχει σ’ ένα σοκάκι ή όταν πηδάει κάνοντας φιγούρες στις στέγες κι ύστερα τρέχει τρελά από σκάλες πετώντας επαναστατικά φυλλάδια).

Σε άλλες σκηνές χρησιμοποιεί τις διάφορες συζητήσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, όπως εκείνη με τον ιδιαίτερα μορφωμένο Σέρβο λιμενεργάτη, τέλειο γνώστη της ιστορίας του 18ου αιώνα, για να δείξει το λαθεμένο δρόμο της Επανάστασης – «ακόμη και στη Γαλλία πρόδωσαν τα ιδανικά», θα πει, σχολιάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση, ο λιμενεργάτης.

Χωρίς να αρνείται την αφήγηση όταν χρειάζεται, ή ακόμη και την ανάγνωση επιστολών (όπως το γράμμα προς την Ελευθερία), με τη μουσική να παίζει σημαντικό ρόλο στην όλη αφήγηση (είτε με τραγούδια όπως το «Μαύροι Κλέφτες», είτε με το κομμάτι από την όπερα του Πουτσίνι, ή με άλλη κλασική μουσική, όπως του Μπετόβεν και του Σοστακόβιτς, σε σκηνές, που «δένουν» ψυχολογικά και με την όλη ατμόσφαιρα, όπως στη σκηνή με τον αχθοφόρο να περνάει κάτω από τη γέφυρα), ο Θάνος Αναστόπουλος έφτιαξε μια ταινία επίκαιρη που σήμερα, με τη κατάσταση της παιδείας αξίζει να προβάλλεται όχι μόνο στις αίθουσες αλλά και στα σχολεία.

** ½ – Ο άντρας των ονείρων μου

Ich bin dein Mensch. Γερμανία, 2021. Σκηνοθεσία: Μαρία Σράντερ. Σενάριο: Γιάν Σιόμπουργκ, Μαρία Σράντερ, Έμμα Μπρασλάβσκι. Ηθοποιοί: Μάρεν Έγκερτ, Νταν Στίβενς, Σάντρα Χούλερ. 108´

Διασκεδαστική ρομαντική κωμωδία επιστημονικής φαντασίας που ξεχωρίζει χάρη στην ερμηνεία της Μάρεν Έγκερτ (βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βερολίνου), σκηνοθετημένη από την πρώην ηθοποιό Μαρία Σράντερ, που αποδείχτηκε μια περισσότερο από ικανοποιητική σκηνοθέτιδα με την ήδη υποψήφια για 2 βραβεία BAFTA δραματική (γυρισμένη στην Αμερική, ένα χρόνο μετά) ταινία της «Κάποια μίλησε».

Η Έγκερτ ερμηνεύει την Άλμα, μια επιστήμονα που για να μπορέσει να πάρει τα απαιτούμενα για την έρευνά της κονδύλια, αναγκάζεται να συμμετάσχει σε ένα ασυνήθιστο πείραμα: να περάσει, για τρεις εβδομάδες, μαζί με τον Τομ (Νταν Στίβενς) ένα ανθρωποειδές ρομπότ, φτιαγμένο για να την κάνει ευτυχισμένη!

Μπορεί η ταινία να μην προσφέρει τίποτα περισσότερο από το διασκεδαστικό θέμα της, απολαυστικές όμως είναι και οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, που προσπαθούν να βρουν τον καλύτερο τρόπο συμβίωσης (εδώ παρεμβαίνει και το θέμα των σχέσεων των δυο φύλων), με την Άλμα να αποφεύγει αρχικά την οποιανδήποτε σχέση, και με τον Τομ να «υπακούει» στις όποιες (ακόμη και τις πιο αρνητικές) επιθυμίες της.

Ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές αναφέρω εκείνη με το ρομπότ Τομ, στη διάρκεια ενός περιπάτου του ζευγαριού στο δάσος, να στέκεται, μακριά από την Άλμα, ακίνητος ανάμεσα σε μια αγέλη ελαφιών που όχι μόνο δεν τρομάζουν με την παρουσία του, αλλά περιφέρονται γύρω του, υποβάλλοντας, αντίθετα με την παρουσία των άψυχων μηχανών, την καταστροφική παρουσία του ανθρώπου στο περιβάλλον και τον πλανήτη (άλλο ένα από τα θέματα που αγγίζει περιστασιακά η σκηνοθέτιδα) και βάζοντας το ερώτημα: μήπως τελικά, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι το μόνο βλαβερό, άχρηστο ον στον πλανήτη;

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα

Salo o le 120 giornate di Sodoma. Ιταλία, 1975. Σκηνοθεσία: Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Σενάριο: Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Σέρτζιο Τσίτι, από το μυθ. του Μαρκησίου Ντε Σαντ. Ηθοποιοί: Πάολο Μπονατσέλι, Τζόρτζιο Κατάλντι, Ουμπέρτο Κπυιντσαβάλε, Κατερίνα Μποράτο,Έλεν Σιρζέρ.

Με βάση το έργο του Σαντ, ο Παζολίνι φτιάχνει ένα συνταραχτικά, άλλοτε απωθητικό άλλοτε προκλητικό, πάντα όμως βαθυστόχαστο και ποιητικό σχόλιο πάνω στην εξουσία και τα καταστροφικά της αποτελέσματα, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε απλό αντικείμενο κι έρμαιο της οποιασδήποτε εκμετάλλευσης. Σίγουρα ταινία για ένα κοινό που χρειάζεται να την αντιμετωπίσει σωστά και με σκέψη.

Η επιμoνή του Παζολίνι να σκανδαλίσει ίσως εμποδίσει ορισμένους διανοούμενους (ιδιαίτερα εκείνους που θέλουν, ταυτόχρονα, να είναι και ηθικολόγοι) από του να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα και σε βάθος την τελευταία, πριν από το θάνατό του, ταινία, « Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα» (1075), όπως, με τον ίδιο τρόπο, ένα «πλατύ κοινό» παρασύρεται από τα εξωτερικά στοιχεία της ταινίας, αντιδρώντας αρνητικά μπροστά στα «δυσκολονόητα» σύμβολα και τις αλληγορικός αναφορές της. Το ίδιο αρνητική ήταν και η αντίδραση των «καθαρών» οπαδών του έργου του Μαρκησίου Ντε Σαντ, που, βλέποντας το «Σαλό» πίστεψαν ότι ο «θείος Μαρκήσιος» προδόθηκε από τον σκηνοθέτη της «τριλογίας της ζωής» («Δεκαήμερο», «Θρύλοι του Καντέρμπουρι» και «Χίλιες και μια νύχτα»).

Έχοντας προσωπικά διαβάσει αρκετά από τα έργα του Σαντ, και δει, για πρώτη φορά, την ταινία του Παζολίνι στο Παρίσι (σε ένα κινηματογράφο Τέχνης που πρόβαλλε την ταινία για μήνες, σε μεταμεσονύκτιες προβολές), αντέδρασα στην αρχή κάπως αρνητικά σ’ αυτή την προσπάθεια του σκηνοθέτη να συνδέσει τους ακόλαστους, αναρχικούς ήρωες των βιβλίων του Σαντ με τους στυγερούς εγκληματίες του ναζισμού και της φασιστικής ιδεολογίας. Κι όμως, μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας, (όπως θα έκανε κανείς με ένα ποιημα του Τ.Σ.Έλιοτ ή τη μουσική του Στραβίνσκι), ξεκαθαρίζει αρκετά τα πράγματα και μας κάνει να αναγνωρίσουμε τη μεγάλη αξία της ταινίας αλλά και το δικαίωμα του σκηνοθέτη να «διασκευάζει» ένα λογοτεχνικό έργο, ερμηνεύοντας το όπως αυτός νομίζει.

Ο Ντονασιέν-Αλφόνσο-Φρανσουά, Μαρκήσιος Ντε Σαντ (1740-1814), ένα από τα πιο επαναστατικά πνεύματα όλων των εποχών, χρησιμοποίησε όλες τις μορφές του έρωτα για να δώσει μερικά από τα πιο ποιητικά και, ταυτόχρονα, ηθικά (και όχι ηθικολογικά) έργα. Μέσα από το «120 μέρες στα Σόδομα» (γραμμένο το 1785 στη φυλακή, όπου ο Σαντ πέρασε σχεδόν τη μισή ζωή του, από τις μέρες της μοναρχίας μέχρι σ’ εκείνες του Ναπολέοντα), ο Σαντ φτιάχνει ένα πραγματικό εγχειρίδιο σεξουαλικών διαστροφών που προαναγγέλλει το έργο των Κραφτ-Έμπινγκ και Φρόιντ, 100 χρόνια πριν από την εμφάνιση τους, και σχολιάζει μια ιθύνουσα τάξη σε πλήρη παρακμή (τη γαλλική ανώτερη τάξη στα πρόθυρα της Γαλλικής Επανάστασης), που χρησιμοποιεί τη δύναμη της εξουσίας για να μετατρέψει τον άνθρωπο σε απλό αντικείμενο, επιβάλλοντας μια απόλυτη κυριαρχία του κακού.

Η ιστορική αυτή περίοδος είναι συγγενική με εκείνη της Ιταλικής «Δημοκρατίας» του Σαλό (Σεπτέμβρης 1943-Απρίλης 1945), που ίδρυσε ο Χίτλερ για τον Μουσολίνι (ύστερα από τη δραπέτευση του τελευταίου από τη φυλακή), σε μια περίοδο που το ιταλικό φασιστικό καθεστώς είχε αρχίσει να καταρρέει. Κι όπως οι 4 Γάλλοι ευγενείς στις «120 μέρες στα Σόδομα» του Σαντ, αποσύρονται, μαζί με τις γυναίκες, τους υπηρέτες, τους φρουρούς τους και τα 16 όμορφα κορίτσια και αγόρια, στον Πύργο του Σίλινγκ, για να επιδοθούν στα όργια και την κραιπάλη, έτσι κι οι 4 εκπρόσωποι του φασιστικού καθεστώτος του «Σαλό» (ο Δούκας, ο Επίσκοπος, ο Δικαστής, ο Πρόεδρος) αποσύρονται στην ταινία του Παζολίνι, μαζί με τις δικές τους γυναίκες, τους υπηρέτες, τους φρουρούς τους και 16 έφηβους, που μαζεύουν ύστερα από μαζικές συλλήψεις, σε μια απομονωμένη έπαυλη, για να επιδοθούν στα δικά τους όργια.

Ο Παζολίνι επιλέγει μερικά μόνο επεισόδια από το έργο του Σαντ για να παρουσιάσει μια σειρά από ταμπλό, όπου, παράλληλα με τα όργια (το σοδομισμό, την κοπρολαγνεία, τα βασανιστήρια, τα εγκλήματα), ακούμε τις περιγραφές των τριών ώριμων γυναικών (στους «κύκλους των παθών, των κοπράνων και του αίματος», όπως τιτλοφορεί τα τρία μέρη της ταινίας του), περιγραφές μεταφερμένες ατόφιες από τον Σαντ, για να εξάψουν τη φαντασία των 4 βασανιστών και των συνενόχων τους.

Μέσα από τα επεισόδια αυτά ξεπετάγονται σταδιακά οι εφιάλτες και οι φόβοι του ανθρώπου που ξέρει πως κάπου μέσα του κρύβεται το κακό, που είναι πάντα έτοιμο, μόλις του δοθεί η ευκαιρία,, να βγει στην επιφάνεια. Και δεν είναι μόνο ένα καθεστώς όπως εκείνο του Χίτλερ ή του Μουσολίνι (ή, για ν’ αναφερθούμε σε πιο πρόσφατα παραδείγματα, εκείνο της Χιλής του Πινοσέτ ή της Ελλάδας των Συνταγματαρχών), που εκκολάπτει αυτό το κακό μ’ όλες τις επιπτώσεις του αλλά και τα σύγχρονα καθεστώτα του «δυτικού» πολιτισμού, εκείνα των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών και γενικά μιας καταναλωτικής κοινωνίας, που παρουσιάζει ένα ψεύτικο πρόσωπο ανοχής, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την εκμετάλλευση και τη μισαλλοδοξία.

Ας μη ξεχνάμε, οδήγησε τον ομοφυλόφιλο Παζολίνι, λίγους μόνο μήνες μετά το γύρισμα του «Σαλό», σ’ ένα φρικτό θάνατο – μια δολοφονία που αποδόθηκε σε σεξουαλικά μόνο κίνητρα, ενώ ξέρουμε πόσο είχε προκαλέσει την αστική κοινωνία και την εξουσία ο Ιταλός σκηνοθέτης, όχι μόνο με τον τρόπο της ζωής του αλλά και με τα γραφτά του και την όλη αριστερή πολιτική στάση του. (πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», 20 Οκτωβρίου 1980).