ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Μια άλλη, συναρπαστική ματιά πάνω στην Άγρια Δύση

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Οι αδερφοί Σίστερς

The Sister Brothers. Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ. Σενάριο: Ζακ Οντιάρ, Τόμας Μπίντρεγκεϊμ. Ηθοποιοί: Γιοακίν Φίνιξ, Τζον Σι Ράιλι, Τζέικ Τζίλενχαλ, Ριζ Άχμεντ, Ρούτγκερ Χάουερ, Ρεμπέκα Ρουτ, Κάρολ Κέιν. 122΄

Μια φρέσκια ματιά ενός Ευρωπαίου πάνω στην αμερικανική Άγρια Δύση μας δίνει με το γουέστερν του, «The Sister Brothers», ο του Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ. Η ταινία, τοποθετημένη στο Όρεγκον του 1851, περίοδο της ξέφρενης αναζήτησης χρυσού, ξεκινά σαν ένα κλασικό γουέστερν, με τους αδερφούς Σίστερ (έξοχοι στους ρόλους οι Τζον Ράιλι και Γιοακίν Φίνιξ), δυο πληρωμένους δολοφόνους, να αναλαμβάνουν μια αποστολή για λογαριασμό του πανίσχυρου Κομοντόρε (Ρούτγκερ Χάουερ): να ανακαλύψουν και να σκοτώσουν έναν άντρα, τον Γουόρμ (Ριζ Άχμεντ), αφού του αποσπάσουν μια μυστική φόρμουλα για το φτιάξιμο χρυσού.

Σταδιακά όμως ο Οντιάρ μας εισάγει σε μια Δύση ιδιαίτερα άγρια και αληθινή (που αναπτύσσονται με σκηνές της ζωής στα αφιλόξενα, έρημα τοπία της Δύσης), ενώ παράλληλα, προχωρά σε άλλα πιο γενικά θέματα που αφορούν την οικογένεια, την αδελφική φιλία, την απληστία, αλλά και την ηθική, τον ιδεαλισμό και τις ιδέες για μια καλύτερη, στην πραγματικότητα ουτοπιστική, κοινωνία, με το τελευταίο αυτό θέμα να εκπροσωπείται από τον ιδεαλιστή χημικό (Ριζ Αχμέντ) και τον ερευνητή/ντετέκτιβ (Τζέικ Τζίλενχαλ).

Ο Οντιάρ ακολουθεί το δρόμο του νέο-γουέστερν, που άνοιξαν με τις ταινίες τους σκηνοθέτες όπως ο Αρθουρ Πεν και ο Σαμ Πέκινπα, για να διαλύσει την ιδέα της αναζήτησης και υλοποίησης του άπιαστου στην πραγματικότητα αμερικανικού ονείρου μέσα από την παράλογη, καταστροφική αναζήτηση του χρυσού, αλλά και της παράλογης χρήσης της βίας που τελικά, όπως θα ανακαλύψουμε προς το φινάλε, δεν οδηγεί πουθενά, ενώ παράλληλα του δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξει σε βάθος τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες (σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκηνές συζητήσεων, στοιχείο που δεν συναντάμε στο κλασικό γουέστερν), ιδιαίτερα εκείνο του Τζον Ράιλι, που σταδιακά αρχίζει να κουράζεται και να αναζητά μια πιο ήσυχη, ειρηνική ζωή.

Με βάση ένα γνωστό βιβλίο του Πάτρικ ΝτεΓουίτ, με την υποστήριξη στο ρόλο των παραγωγών, τους αδερφούς Νταρντέν και τον Κριστιάν Μουντζίου, με ένα ήρεμο, χωρίς να βιάζεται, ρυθμό, με εύστοχες παρατηρήσεις πάνω στους χαρακτήρες, με χιουμοριστική συχνά διάθεση, και με την ωραία φωτογραφία του Μπενουά Ντεμπί, ο Οντιάρ αναπλάθει με ξεχωριστή αγάπη την άγρια ομορφιά της αμερικανικής Δύσης (παρόλο που, όπως μαθαίνω, οι σκηνές γυρίστηκαν στην Ισπανία, σε χώρους που μοιάζουν με το αμερικανικό Ουέστ – εκεί που γύριζε τις ταινίες του και ο Σέρτζιο Λεόνε) για να μας δώσει το όμορφο αυτό, αρκετά πρωτότυπο, νέο-γούεστερν του.

*** Οι αγώνες μας

Nos batailles. Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Σενέζ. Σενάριο: Ραφαέλ Ντεπλεσέν, Γκιγιόμ Σενέζ. Ηθοποιοί: Ρομέν Ντιρίς, Μπαζίλ Γκρουμπερζέρ, Λένα Ζιράρ Βος, Λουσίλ Ντεπέ. 98΄

Την προσπάθεια ενός άντρα να ισορροπήσει τους αγώνες του σωματείου του στο εργοστάσιο όπου εργάζεται με εκείνους που αντιμετωπίζει στην καθημερινή φροντίδα των δυο μικρών παιδιών του (έναν 7χρονο γιο και μια 5χρονη κόρη), όταν η μητέρα τους, χωρίς καμιά εξήγηση, τα εγκαταλείπει, καταγράφει στη γυρισμένη με ξεχωριστή αγάπη αλλά και απλότητα και ακρίβεια στην προσέγγιση, δεύτερη αυτή ταινία του «Οι αγώνες μας», ο Βέλγος σκηνοθέτης Γκιγιόμ Σενέζ (η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στην Εβδομάδα της Κριτικής στις Κάνες).

Για τον Σενέζ και τον συν-σεναριογράφο του, Ραφαέλ Ντεπλεσέν, οι άθλιες συνθήκες στο χώρο εργασίας και η κακομεταχείριση και εκμετάλλευση των εργατών από τα αφεντικά του εργοστασίου (ένας 50άρης, που έχει χαραμίσει όλη του τη ζωή στο εργοστάσιο απολύεται εξαιτίας της ηλικίας του, το συμβόλαιο μιας νεαρής γυναίκας δεν ανανεώνεται όταν οι υπεύθυνοι ανακαλύπτουν αυτή είναι έγκυος), είναι, όπως παράλληλα παρακολουθούμε, και ο κύριος λόγος της διάβρωσης της οικογένειας. Διάβρωση που φαίνεται, από τα πρώτα πλάνα της ταινίας, μέσα από τη σχέση του άντρα τόσο με τη σύζυγο όσο και με τα παιδιά του.

Εκείνο που πετυχαίνει ο Σενέζ είναι να καταγράψει με συνέπεια, με ξεχωριστή αγάπη για τα πρόσωπά του, χωρίς στολίδια ή άσχετες παρεμβάσεις, με μια απλή, ρεαλιστική γραφή, τους καθημερινούς αγώνες του Ολιβιέ (Ρομέν Ντιρίς), τόσο στη δουλειά του όσο και στην οικογενειακή ζωή του: από τη μια να προσπαθεί να υποστηρίξει όσο μπορεί τις αδικίες σε βάρος των συντρόφων του κι από την άλλη να βοηθήσει τα δυο παιδιά του να αντιμετωπίσουν την απουσία της μητέρας (εξαφάνιση που μάλλον οφείλεται σε κατάθλιψη), απουσία που αρχικά ο ίδιος αρνείται να παραδεχτεί μπροστά στα παιδιά και που σταδιακά, στο δεύτερο και καλύτερο μέρος της ταινίας, αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη δική του απουσία και να παίρνει τις κατάλληλες αποφάσεις. Ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές, αναφέρω εκείνες με την Μπέτι, την αδερφή του Ολιβιέ, που έρχεται για να βοηθήσει, για ένα διάστημα, τα παιδιά, ή εκείνη με τα δυο παιδιά, όταν ο Ολιβιέ παραδέχεται την αδικαιολόγητη μέχρι τότε σιωπή του ή ακόμη εκείνη προς το φινάλε όταν προσπαθεί να τους μάθει, με το δικό του τρόπο, την έννοια της δημοκρατίας για να τους οδηγήσει στη σωστή λύση.

Με το μεγαλύτερο βάρος της ταινίας να πέφτει στον Ρομέν Ντιρίς, ο οποίος κατορθώνει να δώσει τις δυο πολύ διαφορετικές πλευρές του χαρακτήρα του Ολιβιέ, άλλοτε σιωπηλού, μίζερου και αναποφάσιστου να προσπαθεί με διάφορους τρόπους να γεμίσει το κενό που δημιούργησε η απουσία της συζύγου, και άλλοτε έτοιμου να βρει τις κατάλληλες λύσεις όχι μόνο για τους συντρόφους του στο εργοστάσιο αλλά και για να μπορέσει να έρθει σε επαφή με τα παιδιά του, μετατρέποντας τη φαινομενικά μπανάλ ζωή του σε μια συγκινητική, συναρπαστική μικρή οδύσσεια.

** ½ – Η χήρα

Greta. Βρετανία, 2018. Σκηνοθεσία: Νιλ Τζόρνταν. Σενάριο: Νιλ Τζόρνταν, Ρέι Ράιτ. Ηθοποιοί: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κλόε Γκρέις Μόρετζ, Μάικα Μόνρο, Τζέιν Πέρι. 98΄

Στη μαύρη ατμόσφαιρα αλλά και το δοσμένο με ξεχωριστή ακρίβεια και ρυθμό σασπένς, των ταινιών του, «Η παρέα των λύκων», «Το παιχνίδι των λυγμών» και «Εφιαλτικές νύχτες», επιστρέφει ο Βρετανός σκηνοθέτης Νιλ Τζόρνταν στην ταινία του «Η χήρα», με την Γαλλίδα ηθοποιό Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο μιας επικίνδυνης γυναίκας. Όλα βέβαια, όπως θα το περίμενε κανείς, αρχίζουν σε μια πολύ ήρεμη ατμόσφαιρα, με τη νεαρή Φράνσις (Κλόε Γκρέις Μόρετζ), υπάλληλο σε πολυκατάστημα να βρίσκει ακριβή τσάντα και να αποφασίζει να την επιστρέψει στην ιδιοκτήτρια της, την Γκρέτα, τη μοναχική χήρα του τίτλου. Επιστροφή που θα οδηγήσει σε φιλία ανάμεσα στις δυο γυναίκες, ώσπου, κάπως όμως αργά, η Φράνσις θα αντιληφθεί πως έπεσε σε μια θανάσιμη παγίδα από τη οποία δεν μπορεί να γλιτώσει.

Περνάει αρκετό διάστημα πριν φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, ο Τζόρνταν όμως αναπτύσσει με μεθοδικότητα και σωστά ελεγχόμενο ρυθμό (που θυμίζει τα παλιά b-mouvies) τη σχέση ανάμεσα στις δυο γυναίκες, με την Φράνσις να στηρίζεται και να εξαρτιέται από την Γκρέτα, δημιουργώντας σταδιακά μιαν απειλητική ατμόσφαιρα που τονίζεται ιδιαίτερα με την εμπνευσμένη χρήση του παράξενου, γεμάτο μυστικά, που μοιάζει να βγήκε από ταινία τρόμου (στο νου έρχετσι το «Ψυχών»), σπιτιού στο οποίο ζει η Γκρέτα, για να μας οδηγήσει σε ένα, που σου κόβει την αναπνοή σασπένς, φινάλε.