ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Η ώρα των φούρνων»: ένα επικό, αξεπέραστο πολιτικό ντοκιμαντέρ από τη Λατινική Αμερική

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Η ώρα των φούρνων

La hora de los hornos: Notas y testimonios sobre el neocolonialismo, la violencia y la liberacion. Αργεντινή, 1968. Σκηνοθεσία-σενάριο: Οκτάβιο Γκετίνο, Φερνάντο Ε. Σολάνας. Ηθοποιοί: Μαρία ντε λα Παζ, Φερνάντο Ε. Σολάνας, Εντγκάρντο Σουάρεζ. 260 λεπτά.

Στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη ίσως αποκάλυψη στα νέα κινήματα στον κινηματογράφο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ήταν αναμφισβήτητα η εμφάνιση μιας σειράς ταινιών από χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα από τη Βραζιλία (το «τσίνεμα νόβο») και την Αργεντινή. Στις πιο σημαντικές ταινίες από την Αργεντινή παραμένει το εκπληκτικό, επικό ντοκιμαντέρ, «Η ώρα των φούρνων» (La Hora de los hornos) των Οκτάβιο Γκετίνο και Φερνάντο Εζεκίελ Σολάνας. Η ταινία διαρκεί 4 ώρες και 20 λεπτά, χωρίς να λογαριάσουμε τα δυο διαλείμματα, αναπόσπαστο μέρος στην παρουσίαση της, και είναι χωρισμένη σε τρία μέρη, που καλύπτουν την ιστορία της Αργεντινής τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, μέχρι το 1967 που τέλειωσε το γύρισμά της.

Στο πρώτο μέρος, που τιτλοφορείται «Νεοαποικισμός και βία» (Neocolonialismo y violencia), και είναι αφιερωμένο στον Τσε Γκεβάρα και όλους τους πατριώτες που έπεσαν για την απελευθέρωση των Ινδιάνων, οι δημιουργοί της ταινίας εξετάζουν την ιστορία της χώρας τους και τη δημιουργία των δυο διαφορετικών της τάξεων, εκείνης που κατοικεί βασικά στην παραθαλάσσια πόλη του Μπουένος Άιρες (τους «πορτένιος») και εκείνης που ζει στις απέραντες «πάμπες» (τους «γκάουτσο»): οι πορτένιος με τους ευρωπαϊκούς δεσμούς τους και την εξάρτησή τους από το ξένο κεφάλαιο και οι «γκάουτσο», ένα είδος καουμπόηδων ινδιάνικης καταγωγής, που η ζωή τους εξαρτιόταν από τα γελάδια και τα άγρια άλογα που ήταν σκορπισμένα στα λιβάδια. Πέρα όμως από την ιστορική εξέλιξη της χώρας, η ταινία εξετάζει τον νεορατσισμό, την καθημερινή και πνευματική βία, τον ιδεολογικό πόλεμο και τη μόνη διέξοδο που απομένει στον λαό, διέξοδο που θα εξεταστεί σε βάθος στο τρίτο μέρος της ταινίας.

Το δεύτερο μέρος της ταινίας, «Πράξη για απελευθέρωση», αρχίζει με ένα απόσπασμα του Φραντζ Φάνον που είναι και βασικό κλειδί στο όλο θέμα της: «Αν όλοι μας πρέπει να πάρουμε μέρος στον αγώνα για την κοινή σωτηρία, δεν υπάρχουν καθαρά χέρια, δεν υπάρχουν αθώοι, δεν υπάρχουν θεατές. Όλοι μας λερώνουμε τα χέρια μας στους βάλτους της γης μας και την κενότητα του μυαλού μας. Όποιος είναι θεατής, είναι είτε δειλός είτε προδότης». Αφιερωμένο στο προλεταριάτο, το μέρος αυτό εξετάζει την κοινωνική συνειδητοποίηση που απέκτησαν οι λαϊκές μάζες την περίοδο της εξουσίας του Περόν (1945-55), καθώς και τους αγώνες των «περονιστών» ύστερα από την πτώση του αρχηγού τους (1955-65).

Ο περονισμός, και η δύναμη που είχε στις μάζες του λαού, δύναμη που όλα τα άλλα κόμματα προσπάθησαν να μειώσουν, παρουσιάζεται από τους Γκετίνο και Σολάνας κάτω από καινούριο φως, που, αν και τα συμπεράσματα του μπορούν να προκαλέσουν αντιγνωμίες, οι βασικές του θέσεις είναι για τη Λατινική Αμερική αναμφισβήτητες. Το μέρος αυτό που οι δημιουργοί του ονομάζουν «φιλμ-πράξη» περιέχει ενδιαφέροντα ντοκουμέντα από τον αγώνα του προλεταριάτου της Αργεντινής τη δεκαετία 1955-65, συνεντεύξεις με ανθρώπους του λαού, αντιπροσώπους των συνδικάτων, σκηνές από την κατάληψη εργοστασίων από εργάτες κλπ.

Η «πράξη για απελευθέρωση» του δεύτερου μέρους συνεχίζεται και αναλύεται σε βάθος στο τρίτο μέρος, που τιτλοφορείται «Βία και Απελευθέρωση» (Violencia y liberatión) και είναι αφιερωμένο στον νέο άνθρωπο, που θα γεννηθεί μετά από τον απελευθερωτικό πόλεμο. Χρησιμοποιώντας γράμματα, συνεντεύξεις, καταθέσεις και άλλες περιγραφές γύρω από το θέμα της βίας ως μέσο απελευθέρωσης, η ταινία φτάνει στο μόνο σωστό και αναγκαίο συμπέρασμα, που το προαναγγέλλει και ο τίτλος του τρίτου μέρους.

Οι καταλήψεις εργοστασίων, οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες είναι πια μέσα ξεπερασμένα. Η εκμετάλλευση των χωρών της Λατινικής Αμερικής από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις –ιδιαίτερα τις ΗΠΑ– μόνο με τη βία μπορεί να σταματήσει. Εκείνο που τώρα είναι αναγκαίο, μας λένε οι δημιουργοί της «Ώρας των φούρνων», είναι η ολοκληρωτική επανάσταση. Όπως έγραψε και ο Τσε Γκεβάρα «έφτασε η ώρα των φούρνων και το μόνο που χρειάζεται να δούμε είναι το φως τους».

Οι Γκετίνο και Σολάνας χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που τους προσφέρει ο κινηματογράφος για να φτιάξουν τη συγκλονιστική αυτή ταινία: συνθήματα που γράφονται με πλατιά γράμματα στην οθόνη, σκηνές από ντοκιμαντέρ, αφήγηση, παύσεις χωρίς κανένα ήχο ή εικόνα, συζήτηση με το κοινό , λαϊκή μουσική –συνδέοντας τα με καταπληκτική μαεστρία και ωριμότητα, έτσι ώστε η εντύπωση που κάνει η ταινία στον θεατή να είναι το ίδιο συγκλονιστική μ’ εκείνη ενός «Ποτέμκιν» ή μιας «Χρυσής εποχής». Με την «Ώρα των φούρνων» ο Τρίτος Κόσμος απέκτησε μια πολιτική ταινία που είναι ταυτόχρονα και ένα τέλειο κινηματογραφικό αριστούργημα, ανοίγοντας έτσι καινούργιους δρόμους στην ιστορία του πολιτικού φιλμ.

** ½ – Η ιερότητα του βουνού

The Sanctity of Space. ΗΠΑ, 2021. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Ρέναν Οζτούρκ, Φρέντι Γουίλκινσον. Σενάριο: Τσαντ Έρβιν, Φρέντι Γουίλκινσον. Ηθοποιοί: Ρέναν Οζτούρκ, Ζακ Σμιθ, Φρέντι Γουίλκινσον. 101΄

Εμπνευσμένοι από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του διάσημου εξερευνητή Μπραντ Γουόσμπερν, τρεις εξερευνητές αποφασίζουν να κατακτήσουν μια σειρά από δύσβατες, πανύψηλες, χιονισμένες κορυφές της Αλάσκας, στο καλοφτιαγμένο αυτό, εικαστικά συναρπαστικό, ντοκιμαντέρ των Ρέναν Οζτούρκ και Φρέντι Γουίλκινσον, χρησιμοποιώντας για τίτλο ένα στίχο από το ποίημα «Υψηλή πτήση» του Τζον Γκιλέσπι Μαγκί.

Παρά τα ατυχήματα και τους θανάτους προηγούμενων ορειβατών, οι τρεις ορειβάτες – οι δυο σκηνοθέτες της ταινίας μαζί με τον έμπειρο Καναδό ορειβάτη Ζακ Σμιθ – συνεχίζουν με πείσμα και αποφασιστικότητα το τολμηρό τους εγχείρημα αντιμετωπίζοντας διάφορους κινδύνους (ιδιαίτερα από χιονοστιβάδες) για να φτάσουν στις πανύψηλες κορφές του Ντενάλι, γνωστού παλιότερα ως Βιουνό Μακίνλεϊ, της Αλάσκας – ένα βουνό που οι εναέριες φωτογραφίες του πρωτοπόρου Γουόσμπερν στάθηκαν η αρχική έμπνευση για τους τρεις ορειβάτες. Με τους δυο σκηνοθέτες να συνδυάζουν τις δοσμένες με σασπένς σκηνές από την τολμηρή δική τους αναρρίχηση, με μαυρόασπρο υλικό από τη ζωή του εξερευνητή και χαρτογράφου Γουόσμπερν (1910-2007), καθώς και μια συνέντευξή, που Γουόσμπερν έδωσε προς το τέλος της ζωής του.

** ½ – Αδάμ, που ει;

Where Are You, Adam? Ουκρανία/Ελλάδα, 2019. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-φωτογραφία: Αλεξάντερ Ζαποροσένκο. 80΄

Την καθημερινή ζωή στη Μονή Δοχειαρίου, από τα παλαιότερα μοναστήρια στη χερσόνησο του Άθω, καταγράφει στο ντοκιμαντέρ του αυτό ο Ουκρανός σκηνοθέτης Αλεξάντερ Ζαποροσένκο. Η ασκητική αυτή ζωή, ανθρώπων απομονωμένων από τον «πολιτισμό» και τους πειρασμούς του 21ου αιώνα, που αναζητούν την ορθόδοξη πνευματικότητα, δίνεται μέσα από απλές, καθημερινές σκηνές από τον Ζαποροσένκο που δημιουργούν μια όμορφη ισορροπία ανάμεσα στην καθημερινή δουλειά και τις προσευχές των μοναχών, και τη φύση γύρω τους, μια φύση που μοιάζει μ’ ένα γήινο παράδεισο. Εκτός, από τη σκηνοθεσία, ο Ζαποροσένκο επιμελήθηκε τη φωτογραφία και το μοντάζ.

** ½ – Ενθύμιον

Ελλάδα, 2021. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-φωτογραφία: Νίκος Ζιώγας. Σενάριο: Νίκος Ζιώγας, Μίμης Χρυσομάλλης. 79΄

«Ακούνε άραγε οι νεκροί τα τραγούδια που παίζονται για αυτούς πάνω από τα μνήματα κάθε Δευτέρα του Πάσχα στο Γιρομέρι;», διερωτάται το ντοκιμαντέρ του Νίκου Ζιώγα, που πραγματεύεται ένα ηπειρώτικο έθιμο για την ζωή και τον θάνατο τις ημέρες του Πάσχα στο Γιρομέρι Θεσπρωτίας. Την επομένη της Λαμπρής, οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονται στο νεκροταφείο και με μια τοπική μπάντα που περιφέρεται από τάφο σε τάφο, παίζοντας το τραγούδι του κάθε πεθαμένου, πιστεύουν πως ίσως οι νεκροί τους μπορέσουν ν’ ακούσουν τα τραγούδια τους.

Ένα παλιό έθιμο που ξεκίνησε την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν τις ημέρες του Πάσχα, ο τουρκικός στρατός σφαγίασε όλους τους άντρες του χωριού. Με τα τραγούδια και μέσα από τα λόγια τους, με τη λύπη να σμίγει με τη νοσταλγία και τη χαρά, με τα μοιρολόγια για τη ξενιτιά, τις έγχρωμες εικόνες του παρελθόντος να σμίγουν με τις μαυρόασπρες εικόνες του παρόντος, ο Ζιώγας έφτιαξε ένα ωραίο, λυρικό, νοσταλγικό, εθνογραφικό ντοκιμαντέρ, που μας δίνει την εικόνα μιας Ελλάδας που χάνεται και που αξίζει να διαφυλάξουμε.