Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ: Η αξία της τέχνης και οι απλές ομορφιές μιας ζωής που μας ξεφεύγει, στην όμορφη ταινία του Νοτιοκορεάτη Χονγκ Σανγκ-Σου.  

**** Η ιστορία μιας μυθιστοριογράφου 

So-Seoul-ga-ui yeong-hwa/The Novelist’s Film. Νότια Κορέα, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χονγκ Σανγκ-Σου. Ηθοποιοί: Λι Χίε-Γέονγκ, Κιμ Μιν-Χι, Σέο Γιούνγκ-Γα, Κβον Χάε-Χίο, Γιου-Μπονγκ Γκι. 92´

Τα παιχνίδια της τύχης, οι συμπτώσεις, ο ρόλος της τέχνης, και ιδιαίτερα του κινηματογράφου, η ίδια η ζωή και ο θάνατος, μαζί πάντα με ελκυστικές παραλλαγές, είναι θέματα με τα οποία καταπιάνεται και πάλι στη νέα του αυτή, βραβευμένη με την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Βερολίνου, ταινία, ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Χονγκ Σανγκ-Σου.

Στη, γυρισμένη σε μαυρόασπρη (εκτός από μια μικρή παρέμβαση με χρώμα) φωτογραφία, περιπλάνηση της μυθιστοριογράφου Τζουν-Χι (Λι Χίε-Γέονγκ), παρακολουθούμε την ηρωίδα να μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο για να συναντήσει, ύστερα από χρόνια, την ιδιοκτήτρια και παλιά της φίλη, Σέγον (Σέονγκ Γιούνγκ-Γα), που τώρα έχει εγκαταλείψει το γράψιμο για να αφιερωθεί σε ένα μικρό, απόμερο βιβλιοπωλείο.

Στη βόλτα που θα ακολουθήσει στο γειτονικό πάρκο, η καθιερωμένη μυθιστοριογράφος θα συναντήσει μια διάσημη ηθοποιό, την Κιλ-Σου (Κιμ Μιν-Χι) κι αργότερα ένα γνωστό της σκηνοθέτη, τον Χίο-Τζιν (Κβον Χάε-Χίο). Οι τυχαίες συναντήσεις θα ξαναφέρουν την Τζούν-Χι στο βιβλιοπωλείο, όπου, τη φορά αυτή, θα συναντήσει τον παλιό της φίλο, ποιητή Μαν-Σου (Κι Τζου-Μπονγκ), και τον νεαρό, μελετητή της νοηματικής γλώσσας, Χίουν-Γου (Παρκ Μι-Σο).

Η κατοπινή, στη συνέχεις, γνωριμία της Τζουν-Χι με τον νεαρό ανιψιό της Κιλ-Σου, και μαθητευόμενο κινηματογραφιστή, Γκίονγκ-Γου, την κάνει να εμπνευστεί μια ιδέα για το γύρισμα μιας μικρού μήκους ταινίας, στην οποία πείθει την Κιλ-Σου να πρωταγωνιστήσει, εφόσον σ´ αυτήν δεχτεί να πάρει μέρος και ο άντρας της.

Εκείνο που ενδιαφέρει βασικά τον Χονγκ Σανγκ-Σου, όπως μας είχε κιόλας δείξει σε ταινίες όπως «Η επόμενη μέρα μιας σχέσης» (2017) και «Η γυναίκα που έφυγε» (2020), είναι τόσο οι συζητήσεις  ανάμεσα στα πρόσωπα του, όσο και οι χώροι όπου αυτά κινούνται. Κάτι που ξέρει να φτιάχνει με πλάνα πάντα εικαστικά εκπληκτικά, πλάνα πανέμορφα, που καταγράφουν πρόσωπα και λεπτομέρειες με την ποίηση και το λυρισμό που μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να συλλάβει.

Οι αναμνήσεις και οι συζητήσεις για τη ζωή και τις απλές αξίες της, για μικρά, καθημερινά πράγματα (σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ταινίας, παρακολουθούμε την Τζουν-Χι να προσπαθεί να μάθει να εκφράζεται στη νοηματική γλώσσα, κάτι που οι υπόλοιποι συνδαιτημόνες προσπαθούν να μιμηθούν), ανταλλάσσοντας αστεία γύρω από το αν πάχυναν ή όχι, καθώς και οι συζητήσεις για τους στόχους και το χαμένο χρόνο σε πράγματα τελικά ασήμαντα.

Όπως η ηθοποιός που σταμάτησε να γυρίζει εμπορικές ταινίες, ή η συγγραφέας που δεν βρίσκει πια θέματα με τα οποία να ασχοληθεί, έτοιμη όμως πάντα για κάτι διαφορετικό, και που τελικά  στρέφεται, για άλλο τρόπο έκφρασης, στον κινηματογράφο, ή ακόμη η επιθετική στάση της Τζούν-Χι απέναντι στον σκηνοθέτη που δείχνει να αντιμετωπίζει την ηθοποιό σαν παιδί (του ζητάει να τους εξηγήσει τι εννοεί πως αυτή «σπαταλάει» τη ζωή της χωρίς να γυρίζει άλλες ταινίες), παρουσιάζονται μέσα από συζητήσεις γύρω από διάφορα φαγητά που αγαπούν και επιλέγουν τα διάφορα πρόσωπα, μαζί με το ποτό που τους χαλαρώνει, οδηγώντας τους σε απρόσμενες εξομολογήσεις.

Συζητήσεις που ο Σανγκ-Χου αναμιγνύει με τους χώρους, τη φύση και τις χυμώδεις μυρωδιές της, με άσκοπους ευχάριστους περιπάτους, με τις απλές, πάντα όμορφες και αποκαλυπτικές στιγμές από μια ζωή που πολύ συχνά μας ξεφεύγει. Κι αν τελικά δεν βλέπουμε τίποτα από την ταινία που καταφέρνει να γυρίσει η Τζουν-Χι, εκείνο που μένει είναι η όλη προετοιμασία, προετοιμασία που έχει να κάνει με το πως βλέπει κανείς την τέχνη και τη ζωή. Προετοιμασία μέσα από μικρά, που συχνά μας ξεφεύγουν, πράγματα. Μικρά, αν και τελικά σημαντικά, πράγματα από τη ζωή, που της δίνουν τη ξεχωριστή ομορφιά και την όλη αξία της και που ο Χονγκ Σανγκ-Χου ξέρει να αναπαριστά με το δικό του μοναδικό τρόπο.

** ½ – Στη σκιά του Καραβάτζιο 

L’ ombra di Caravaggio. Ιταλία, 2022. Σκηνοθεσία: Μικέλε Πλασίντο. Σενάριο: Σάντρο Πετράλια, Μικέλε Πλασίντο, Φιντέλ Σινιορίλε. Ηθοποιοί: Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Λουί Γκαρέλ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μικαέλα Ραματσότι, Μικέλε Πλασίντο. 120´

Τη ζωή και το θάνατο του Μικελάντζελο Μερίζι, γνωστού ως Καραβάτζιο, ενός από τους πιο εμπνευσμένους επαναστατικούς, και με τη μεγαλύτερη επιρροή, καλλιτέχνες στην ιστορία της ζωγραφικής, που αναζητούσε με πάθος, όπως τόνιζε ο ίδιος, να «απεικονίσει την αλήθεια», ερμηνεύοντας τους Αγίους και την Παναγία μέσα από πραγματικά, ρεαλιστικά πρόσωπα, παρουσιάζει στην ταινία του αυτή ο γνωστός, ηθοποιός/σκηνοθέτης Μικέλε Πλασίντο («Ο σκοπευτής», «Ο αλιγάτορας»).

Ταινία δοσμένη μέσα από την έρευνα που είχε αναλάβει για λογαριασμό του Βατικανού ο Ιεροεξεταστής, γνωστός ως «Σκιά» (το μόνο φανταστικό πρόσωπο στην ταινία), με αφορμή την κατηγορία για φόνο ενάντια στον ζωγράφο, με πραγματικό όμως στόχο να εμποδίσουν τον Καραβάτζιο να χρησιμοποιεί πόρνες, εγκληματίες και παρίες της κοινωνίας για τα πρόσωπα Αγίων και της Παναγίας στους πίνακές του.

Ευκαιρία για τον Πλασίντο να καταγράψει τα τελευταία χρόνια της ζωής του Καραβάτζιο (ένα πολύ καλός Ρικάρντο Σκαμάρτσιο στο ρόλο), ανάμεσα στη Ρώμη και τη Νάπολη, και τον μυστηριώδη θάνατο του στο Πόρτο Έρκολε της Τοσκάνης. Ενώ αναμένεται να του δοθεί χάρη από τον Πάπα, η ταινία παρακολουθεί τη Σκιά (Λουί Γκαρέλ) ενώ συναντά και εξετάζει διάφορα άτομα που γνώρισαν τον Καραβάτζιο, από την όμορφη, ερωτευμένη με τον Καραβάτζιο, πόρνη, Λένα (Μικαέλα Ραματσότι), το μοντέλο του για τον πίνακα της Μαντόνα, μέχρι την πανίσχυρη και προστάτιδα του ζωγράφου, Μαρκησία Κονστάνζα (Ιζαμπέλ Ιπέρ).

Ο Πλασίντο έφτιαξε μια αρκετά πιστή βιογραφία του ζωγράφου, που αν και δεν φτάνει πάντα στο επίπεδο που περιμένεις (σκηνές και διάλογοι συχνά δεν ξεφεύγουν από τις συνταγές του εμπορικού σινεμά), παραμένει μια πολύ ενδιαφέρουσα, ιδιαίτερα για ένα πλατύ κοινό, ταινία, με ωραίες σκηνές, με εικόνες εμπνευσμένες από τους πίνακες του Καραβάτζιο (η ωραία φωτογραφία είναι του Μικέλε Ντ’ Ατανάσιο), ταινία, που αναπλάθει την όλη περίοδο του 17ου αιώνα, με τα κοστούμια (όχι πάντα καθαρά και σιδερωμένα, όπως μας έχει συνηθίσει το Χόλιγουντ), με τις πόρνες και τον υπόκοσμο της Ρώμης, με τους βρώμικους δρόμους και τα κτίρια, αλλά και την όλη ατμόσφαιρα της εποχής, με τις ανακρίσεις, τις εξαφανίσεις (η πόρνη που είχε δώσει τη μορφή της στον πίνακα «Ο θάνατος της Παρθένας» και που το πτώμα της ανασύρεται από το ποτάμι) και τα διάφορα βασανιστήρια από τα μέλη της Ιεράς Εξέτασης.