ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

 

Από τις απολαύσεις μιας «κακής» ταινίας ως τις καταπιέσεις συντηρητικών και διεφθαρμένων κοινωνιών

 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

*** ½ – The Disaster Artist

 

ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Τζέιμς Φράνκο. Σενάριο: Σκοτ Νόιστατερ, Μάικλ Γουέμπερ. Ηθοποιοί: Τζέιμς Φράνκο, Ντέιβ Φράνκο, Άρι Γκρέινορ, Σεθ Ρόγκεν, Άλισον Μπρι, Ζακ Έφρον. 104 λεπτά.

 

Ο Τζέιμς Φράνκο είναι πρέπει να πω από τους λιγοστούς εκείνους σύγχρονους Αμερικανούς σκηνοθέτες που κάνουν ακριβώς αυτό που θέλουν, αγωνίζονται να υλοποιήσουν το όνειρό τους και που δεν νοιάζονται για το τι θα πουν οι άλλοι γύρω τους.

Με πείσμα, αποφασιστικότητα, με συγκεκριμένο στόχο, και αδιαφορία για το τελικό αποτέλεσμα, προχώρησε τα τελευταία χρόνια σε εντελώς προσωπικές, συχνά πρωτότυπες, όχι πάντα αποδεκτές από όλους, κινηματογραφήσεις λογοτεχνικών έργων: τη μεταφορά στην οθόνη του «δύσκολου» μυθιστορήματος «Child of God» του Κόρμακ ΜακΚάρθι, μελέτη πάνω στην ωμότητα και την ανθρώπινη διαστροφή, καθώς και τη μεταφορά δυο μυθιστορημάτων του Γουίλιαμ Φόκνερ, «Καθώς ψυχορραγώ», εικόνα της απανθρωπιάς που κυριαρχεί στον αμερικανικό Νότο στη δεκαετίας του ΄30 και «Η βουή και η μανία», η ιστορία μιας υπό διάλυση πρώην αρχοντικής, ισχυρής οικογένειας του Νότου.

Σήμερα, στρέφεται σ’ έναν άγνωστο καλλιτέχνη, του Τόμι Γουάιζο, που η πορεία του θυμίζει εκείνη του Εντ Γουντ, του Αμερικανού σκηνοθέτη, ηθοποιού, συγγραφέα και παραγωγού, δημιουργού κακών από καλλιτεχνικής πλευράς ταινιών με θέματα την επιστημονική φαντασία και τον τρόμο, που όμως έγιναν ταινίες «καλτ» και που εξακολουθούν να προβάλλονται σε ειδικές (συνήθως μεταμεσονύχτιες) προβολές (υπενθυμίζω πως για τον Γουντ, το 1994 ο Τιμ Μπέρτον γύρισε ταινία με τον Τζόνι Ντεπ στο ρόλο).

Το 2003, ο Τόμι Γουάιζο, σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός, έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία «The Room» («Το δωμάτιο»), που, όπως λέγεται, στοίχισε 6 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία κανείς δεν έμαθε από πού τα βρήκε. Παρόλο που τότε την ταινία οι κριτικοί την χαρακτήρισαν τη χειρότερη όλων των εποχών, σήμερα «Το Δωμάτιο» έχει μετατραπεί σε καλτ-μούβι και, στην Αμερική, εξακολουθεί να προβάλλεται σε μεταμεσονύχτιες προβολές.

 

 

Την ιστορία του αινιγματικού Τόμι Γουάιζο, και ποιος ακριβώς ήταν (εμπνευσμένος καλλιτέχνης; σουρεαλιστής; εκκεντρικός τρελός; μοναχικός, ονειροπαρμένος άνθρωπος;), παρουσιάζει ο Τζέιμς Φράνκο στη δική του ταινία «The Disaster Artist» («Ο καλλιτέχνης της συμφοράς», υποψήφια για Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου) ο Τζέιμς Φράνκο.

Στο επίκεντρο, το γύρισμα του «Δωματίου» και η σχέση του Γουάιζο (Τζέιμς Φράνκο) με τον νεαρό Γκρεγκ Σεστέρο (στο βιβλίο που έγραψε ο ίδιος και που αναφέρεται στην παράξενη σχέση του με τον Γουάιζο στηρίζεται και το σενάριο της ταινίας), ηθοποιό που ο Τόμι γνωρίζει στα μαθήματα ηθοποιίας (τον συναντάμε αρχικά όταν στο δοκιμαστικό του επαναλαμβάνει τη λέξη «Στέλλα» από το «Λεωφορείο ο πόθος», στο στιλ του Μάρλον Μπράντο). Ο Γκρεγκ (Ντέιβ Φράνκο) παρασύρεται από τον ενθουσιασμό και το πάθος του εκκεντρικού Τόμι και τον πείθει να τον αφήσει να δουλέψει μαζί του (σε μια απολαυστική σκηνή ο Γουάιζο τον πείθει να κάνουν, με δυνατή φωνή, πρόβα μια σκηνή σ’ ένα εστιατόριο).

Εκείνο που πάνω απ’ όλα ενθουσιάζει τον Γκρεγκ και δημιουργεί ένα δυνατό δεσμό ανάμεσά τους είναι η ενθάρρυνση του Τόμι προς τον Γκρεγκ να ακολουθήσει το όνειρό του. Αυτό το όνειρο, που τελικά αποφασίζουν να ακολουθήσουν μαζί, τους οδηγεί στο να γυρίσουν οι ίδιοι μια ταινία, από τη στιγμή που, παρά τις προσπάθειές του, ο Γκρεγκ δεν κατορθώνει να προσληφθεί ως ηθοποιός στο Λος Άντζελες, όπου έχουν καταλήξει οι δυο τους.

Η ταινία βέβαια είναι κάτι το εντελώς εξωπραγματικό, βουτηγμένο σε ένα είδος τρέλας, της τρέλας όμως ενός παθιασμένου καλλιτέχνη. Ο Τόμι, χωρίς να ξέρει από σκηνοθεσία, με ένα σενάριο που γράφει στο στιλ, όπως πιστεύει, του Τενεσί Γουίλιαμς, με μηχανήματα που αντί να νοικιάσει προτιμά να αγοράσει (από τη  μυστηριώδη, αστείρευτη πηγή χρημάτων που του εξασφαλίζει τα πάντα), σε ένα τεχνητό ντεκόρ που αντιγράφει ακριβώς το πραγματικό ντεκόρ έξω από το στούντιο, με ηθοποιούς που προσλαμβάνει ύστερα από αποτυχημένες οντισιόν και με φιλμ των 35 χλστμ. αλλά ταυτόχρονα και με ψηφιακή κάμερα, αρχίζει το γύρισμα του «Δωματίου», του, όπως πιστεύει, αριστουργήματός του.

Στην πραγματικότητα, μιας συνηθισμένης φαινομενικά ιστορίας έρωτα δυο αντρών για την ίδια γυναίκα, ενός μελοδράματος όπου τα πάντα  μπορούν να συμβούν και που, στην μεγαλοπρεπή πρεμιέρα που ο Τόμι διοργανώνει, έχει μιαν αναπάντεχη επιτυχία, αν και αντίθετη με αυτήν που ο ίδιος περίμενε – το κοινό αντιμετωπίζει το δράμα του ως κωμωδία, ξεσπώντας σε ακράτητα, συνεχή γέλια, και χειροκροτώντας θερμά στο φινάλε τον σκηνοθέτη και το συνεργείο του. (Πρέπει να πω πως στην τότε διανομή της στις αίθουσες η ταινία απέτυχε παταγωδώς, με τον Γουάιζο να πληρώνει για να την κρατήσει στις αίθουσες για ένα διάστημα, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την προώθησή της μια τεράστια πινακίδα στο Λος Αντζελες που παρουσίαζε μεγεθυμένο το πρόσωπό του).

Ως κωμωδία την αντιμετωπίζουμε κι εμείς ως θεατές (με, κάπου-κάπου, κάποια πικρή γεύση και μια δόση τραγωδίας), χάρη τόσο στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης Φράνκο αναπτύσσεις τις σκηνές όσο και στον τρόπο με τον οποίο ο ηθοποιός Φράνκο ερμηνεύει το ρόλο του Γουάιζο – με την παράξενη φωνή («από τη Νέα Ορλεάνη», απαντά, όταν τον ρωτάνε), τονίζοντας την εκκεντρικότητα αλλά και τη μανία και το πάθος του, χωρίς να ξέρει ποτέ με σιγουριά τι ακριβώς θέλει (φτάνει να τον ακούσετε, σε μια σκηνή του γυρίσματος του «Δωματίου», να φωνάζει «με κάνετε κομμάτια», μιμούμενος, με το δικό του ιδιόμορφο τρόπο, τα λόγια του Τζέιμς Ντιν στο «Επαναστάτης χωρίς αιτία», που είχε δει στην τηλεόραση σε κάποια άλλη σκηνή).

Mια εκπληκτική ερμηνεία, αντάξια για Όσκαρ (ήδη γι’ αυτήν κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ερμηνείας σε κωμωδία, ερμηνεία καλύτερη για μένα και από εκείνη του Γκάρι Ολντμαν στην ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα»), που δυστυχώς όμως δεν θα του δοθεί η ευκαιρία να συναγωνιστεί γι’ αυτό, εξαιτίας της πρόσφατης κατηγορίας για σεξουαλική παρενόχληση από κάποιες ηθοποιούς, που απ’ ότι φαίνεται, είχε, ως αποτέλεσμα, την απώλεια των απαιτούμενων ψήφων.

 

*** Ένας ακέραιος άνθρωπος

Lerd/A Man of Integrity. Ιράν, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μοχάμαντ Ρασούλοφ. Ηθοποιοί: Ρεζά Αχλαγκίραντ, Σουντάμπεχ Μπελζάε, Νασίμ Αντάμπι. 117 λεπτά.

Σε μια ιρανική κοινωνία όπου κυριαρχούν η κοινωνική καταπίεση, η γραφειοκρατία και η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας του αντικαθεστωτικού Ιρανού σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ (βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα του περσινού φεστιβάλ Κανών). Ο «ακέραιος άνθρωπος» της ταινίας, ο 36χρονος Ρεζά εγκαταλείπει την Τεχεράνη για να ζήσει, μαζί με τη γυναίκα και το γιο του, σε ένα χωριό, εκτρέφοντας ψάρια σε μια μικρή φάρμα, μακριά, όπως πιστεύει, από την καταπίεση και τη διαφθορά του κράτους.

Στην κοινωνία όμως αυτή του ισλαμικού κράτους, η ακεραιότητα και η δικαιοσύνη δεν είναι εύκολο να κυριαρχήσουν. Η σύγκρουσή του με μια εταιρία που επιζητεί να αγοράσει τη γη του για να την εκμεταλλευτεί καθώς και με τον τοπικό νονό της επιχείρησης («με το χρήμα που θα δανειστείς από την τράπεζα», εξηγεί σε μια στιγμή στον Ρεζά, «θα πάρουν όλοι τη μίζα τους, από τον διευθυντή της τράπεζας και τον βοηθό του, μέχρι τον δήμαρχο και όλους τους άλλους…») θα του αποδείξουν με κάθε τρόπο πως η εξουσία και τα παρακλάδια της έχουν μακρύ χέρι.

Για να μπορέσει να επιτύχει, ο Ρεζά πρέπει να πληρώσει. Αυτός όμως αρνείται να παίξει το παιχνίδι τους και η στάση του του προκαλεί ατέλειωτα εμπόδια, κλείνοντάς του σταδιακά τους δρόμους οποιασδήποτε διαφυγής, κάνοντας συνεχώς πιο δύσκολες τις ηθικές αποφάσεις του. Κι όταν τελικά ο Ρεζά αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι τους θ’ ανακαλύψει πως ο ίδιος δεν είναι παρά ένα απλό πιόνι σ’ ένα μεγαλύτερο παιχνίδι.

Ο Ρασούλοφ (δημιουργός του εξαιρετικού «Τα χειρόγραφα δεν καίγονται» που είδαμε στις Κάνες το 2013), παρότι εξακολουθεί να βρίσκεται υπό αστυνομική επιτήρηση εξαιτίας της κριτικής του καθεστώτος που παρουσιάζει στις ταινίες του, σκηνοθέτησε κρυφά την ταινία του, χωρίς καμιά παρέμβαση από την κρατική λογοκρισία, και βέβαια χωρίς την οποιαδήποτε κρατική βοήθεια (η προβολή της ταινίας του αυτής στο Ιράν, όπως και των προηγούμενων του, έχει απαγορευτεί). Στόχος του, στην ταινία του αυτή, να ερευνήσει και να καταγράψει τον αντίκτυπο της διαφθοράς σ’ ένα έντιμο άτομο, στην οικογένειά του και γενικότερα στη ζωή του. Αντίκτυπο που τον αναγκάζει να πάρει τις αναγκαίες ηθικές αποφάσεις.

 

*** Tom of Finland

 

Φινλανδία/Σουηδία/Δανία/Γερμανία/Ισλανδία/ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Ντόμε Καρουκόσκι. Σενάριο: Αλέξι Μπάρντι. Ηθοποιοί: Πέκα Στρανγκ, Γιάκομπ Οφτέμπρο, Βέρνερ Ντάεν, Τζέσικα Γκραμπόφσκι. 115 λεπτά.

 

 

Με τη ζωή και το έργο του Τούκο Λαακσόνεν (1920-1991), γνωστού ως Tom of Finland, εμβληματικής προσωπικότητας της γκέι κουλτούρας, καταπιάνεται στην ταινία του αυτή (βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ) ο Φινλανδός σκηνοθέτης Ντόμε Καρουκόσκι.

Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τον Λαακσόνεν από τη νεανική του ηλικία, όταν, στρατιώτης, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αναγκάστηκε να μαχαιρώσει ένα Ρώσο αλεξιπτωτιστή, περίοδο που είχε σημαντική επίδραση στην κατοπινή ζωή του, περνώντας από μια σύντομη ναζιστική περίοδο (όπου θαύμαζε τις στολές των ναζί) καθώς και την όλη περίοδο των δυσκολιών και των κινδύνων που αντιμετώπιζε στην πουριτανική κοινωνία της χώρας του (η ομοφυλοφιλία στη Φινλανδία θεωρείτο έγκλημα μέχρι το 1971) και φτάνοντας μέχρι τα ταξίδια του στην Αμερική (εκείνη της δεκαετίας του ’70) όπου αντιμετωπίζει ένα φιλελεύθερο, ανοιχτό στη διαφορετικότητα, πνεύμα, αν και, για ένα σύντομο διάστημα, στην περίοδο της εξάπλωσης του AIDS, κατηγορήθηκε από πολλούς ως υπεύθυνος για τη διάδοση του ιού εξαιτίας των τολμηρών σχεδίων του.

 

Η ζωή και η εκπληκτική για την γκέι κουλτούρα ζωγραφική, που αγγίζει συχνά τα όρια του πορνό (πάντα δοσμένη με μολύβι και κάρβουνο) του Λαακσόνεν χρησιμοποιείται από τον Καρουκόσκι για μια μεγαλύτερη εξέταση του έρωτα (του Λαακσόνεν με ένα χορευτή), της ομοφοβίας, της ομοφυλοφιλίας, καθώς και της γενικότερης κοινωνικής αντιμετώπισής της, τόσο στη Φινλανδία (που την αντιμετωπίζει ως έγκλημα αλλά και αρρώστια που χρειάζεται θεραπεία), όσο και στις ΗΠΑ, με τη σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του ’70.

Τα σχέδιά του, η αγάπη του για τις στολές (στρατιωτικών, αστυνομικών, μηχανόβιων), τα κρυφά του μηνύματα, οι τρόποι διάδοσης, η σχέση του Λαακσόνεν με τη δεμένη πολύ μ’ αυτόν, αν και πουριτανή, αδερφή, οι διάφορες συναντήσεις του, επικίνδυνες στην επίσκεψή του στο Βερολίνο, διασκεδαστικές στην επίσκεψή του στο Μπέβερλι Χιλς (κάποια στιγμή, ενώ ο Λαακσόνεν διασκεδάζει με φίλους και θαυμαστές σε μια καλιφορνέζικη αυλή με πισίνα, εμφανίζονται ένοπλοι αστυνομικοί όχι για να τους συλλάβουν αλλά για να ζητήσουν πληροφορίες για κάποιον καταζητούμενο ληστή), δίνονται από τον σκηνοθέτη με τολμηρότητα, ελλειπτικότητα και ξεχωριστή φροντίδα, τόσο στην ανάπλαση της εποχής (ακόμη και στην επιλογή των χρωμάτων, διαφορετικών για την ατμόσφαιρα της Δανίας από εκείνη, πιο φωτεινή, της Καλιφόρνιας και του Σαν Φρανσίσκο) όσο και στην  καταγραφή των καταστάσεων και στη σωστή ανάπτυξη των χαρακτήρων.