ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 

Αυτογνωσία και απελευθέρωση στο ερωτικό τρίγωνο «Ο πάγος που καίει» του Άντονι Τσεν – η ζήλεια και ο ναρκισσισμός στα δοσμένα με λεπτό χιούμορ «Περάσματα» του Άιρα Σάκς

**** Ο πάγος που καίει

The Breaking Ice/Ran dong. Κίνα/Σιγκαπούρη, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άντονι Τσεν. Ηθοποιοί: Ντόνγκιου Ζου, Χάοραν Λίου, Τσουκσιάο Κου,  Μπαϊσα Λίου. 97´

Σε μια συνοριακή (με τη Βόρειο Κορέα) πόλη της Κίνας, τρία εικοσάχρονα άτομα προσπαθούν να βάλουν τάξη στα συναισθηματικά τους προβλήματα στην όμορφη, δοσμένη με ευαισθησία και βουτηγμένη σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, ταινία «Ο πάγος που καίει», του Κινέζου (από τη Σιγκαπούρη) σκηνοθέτη Άντονι Τσεν.

Στο επίκεντρο της ταινίας οι σχέσεις που φέρνουν κοντά τα πρόσωπα και δημιουργούν δεσμό, ίσως και τρόπο αυτογνωσίας και απελευθέρωσης, θέματα που συναντάμε και  στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη («Η εποχή της βροχής», «Ilo, Ilo»), θυμίζοντας με τον τρόπο της αφήγησης, του χιούμορ, των ξαφνικών ξεσπασμάτων, της διασκέδασης, με τη μουσική, το ποτό και τους χορούς, δείχνουν την επίδραση της γαλλικής νουβέλ βαγκ στο έργο του Τσεν.

Τα τρία νεαρά πρόσωπα στην ταινία αυτή του Τσεν ψάχνουν τρόπο να βγουν από τα προσωπικά τους προβλήματα: ο Λι Χάοφενγκ, επισκέπτης από άλλη πόλη, είναι ένα ντροπαλό, αναποφάσιστο, με αυτοκτονικές τάσεις και ψυχολογικά προβλήματα πρόσωπο (κάθε φορά αποφεύγει να απαντήσει στο τηλεφώνημα για αλλαγή του ραντεβού για ψυχολογική θεραπεία, υποκρίνεται πως έκαναν λάθος στο τηλέφωνο, κι είναι ίσως ο λόγος που αργότερα «χάνει» το τηλέφωνο του), πρόσωπο που φτάνει στην απομακρυσμένη αυτή, συνοριακή με τη Βόρεια Κορέα πόλη, η Νανά, που λόγω ατυχήματος δεν μπορεί να επιστρέψει στο αγαπημένο της Ολυμπιακό χορευτικό πατινάζ,  είναι τώρα τουριστικός οδηγός κι είναι στο τουριστικό λεωφορείο που θα γνωρίσει τον κλεισμένο στον εαυτό του Λι, και θα τον καλέσει να πιουν ένα ποτό στο εστιατόριο που φέρνει τους τουρίστες και που ανήκει στη θεία του τρίτου νεαρού, του Χαν Ξιάο, τρελά ερωτευμένου με τη Νανά, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το Σετσουάν όπου ζούσε για να γλιτώσει από μια καταπιεστική οικογένεια για να εργαστεί μάγειρας στο εστιατόριο της θείας. 

Οι τρεις τους, απογοητευμένοι από δουλειές που δεν τους ικανοποιούν, αποφασίζουν να ξεκινήσουν μαζί ένα ταξίδι διασκέδασης, ταξίδι σταυτόχρονα φιλίας που μετατρέπεται σε έρωτα, που δείχνει να μοιράζονται πρόθυμα, και τρόπος φυγής από μια καταπιεστική, χωρίς διέξοδο, πραγματικότητα. Οι τρεις τους τρέχουν, διασκεδάζουν, χορεύουν, κάνουν έρωτα (τουλάχιστο ο Λι και η Νανά), προσπαθούν να κλέψουν βιβλία από ένα βιβλιοπωλείο, όπως το τρίο στο «Ζιλ και Τζιμ» του Τριφό, φωτογραφίζοντας άγρια ζώα σε κλουβιά (αναφορά στο δικό τους εγκλωβισμό – η ιστορία αξίζει να αναφέρω εκτυλίσσεται στην περίοδο της πανδημίας), φτάνοντας συχνά σε τολμηρές, απρόσμενες πράξεις (όπως στη συνάντηση στο παγωμένο βουνό με μια τεράστια αρκούδα), προσπαθώντας να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους και ν’ ανοίξουν ένα καινούριο δρόμο, ακόμη κι όταν οι αυτοκτονικές τάσεις, όπως στην περίπτωση του Χάοφενγκ, μοιάζουν να επικρατούν («για να πεθάνεις χρειάζεται έχει θάρρος», θα του πει η Νανά), με την τοπική τηλεόραση να παρουσιάζει κάθε τόσο το κυνηγητό ενός κατά συρροή Βορειοκορέστη κλέφτη των σούπερ-μάρκετ (κυνηγητό που ο Τσεν παρουσιάζει περιστασιακά και που προσωπικά θα προτιμούσα  να είχε αναπτύξει).

Ο Τσεν στήνει τις σκηνές του με ξεχωριστή μαεστρία, συνδυάζοντας το ρεαλιστικό με το φανταστικό (όπως στην ονειρική σκηνή με τους τρεις τους να ψάχνει ο ένας τον άλλο σ’ ένα λαβύρινθο φτιαγμένο από πάγο), χρησιμοποιώντας τους χώρους και τα όμορφα τοπία της περιοχής, ιδιαίτερα εκείνα στο τρίτο μέρος της ταινίας, όταν αποφασίζουν να ταξιδέψουν ως την Ουράνια Λίμνη, διασχίζοντας και σκαρφαλώνοντας στο χιονισμένο βουνό (με την εξαιρετική φωτογραφία της Τζιν-Πινγκ Γιού), τελικά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σπάσουν τον πάγο («The Breaking Ice», όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας), για να τρέξει το νερό που θα τους απελευθερώσει από την αποτελμάτωση στην οποία βρίσκονται.

Για να φτιάξει τελικά αυτό το συναρπαστικό, ασυνήθιστο ερωτικό τρίγωνο, ταυτόχρονα ρόουντ-μούβι, καταφέρνοντας να συνδυάσει την ιστορία των τριών νεαρών πρωταγωνιστών του με τον κοινωνικό πολιτικό περίγυρο, ιδιαίτερα σε μια περιοχή, με σημαντική κορεατική κοινότητα, που προσπαθεί να κρατήσει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα κι όπου οι τρεις νεαροί ίσως να αισθάνονται και ξένοι.

*** ½ – Περάσματα

Passages. Γαλλία/Γερμανία, 2023. Σκηνοθεσία: Άιρα Σάκς. Σενάριο: Μαουρίτσιο Ζακαρίας,  Αρλέτ Λάμγκμαν, Άιρα Σακς. Ηθοποιοί: Μπεν Γουίσο, Φραντς Ρογκόβσκι, Αντέλ Εξαρχόπουλος. 91´

Η σχέση ανάμεσα σε δυο άντρες που ζουν μαζί εδώ και δέκα πέντε χρόνια ανατρέπεται όταν ο ένας από αυτούς αρχίζει μια παθιασμένη  ερωτική σχέση με μια γυναίκα στην ταινία «Passages» του Αμερικανού  σκηνοθέτη Άιρα Σακς («Η αγάπη είναι παράξενη»), που προβληθηκε αρχικά στο ανεξάρτητο φεστιβάλ του Σάντανς και που είδαμε πέρσι στο τμήμα «Πανόραμα» της 73ης Μπερλινάλε.

 

Η ταινία αρχίζει σ’ ένα μπαρ στο Παρίσι, στη διάρκεια της τελευταίας μέρας του γυρίσματος μιας ταινίας με τον τίτλο «Passages» («Περάσματα»), με τον Γερμανό σκηνοθέτη Τόμας (Φραντς Ρογκόβσκι) να επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά  μια σκηνή. Με το τέλος του γυρίσματος ο Τόμας θα επιστρέψει στον Γάλλο σύντροφό του, Μαρτέν (Μπεν Γούισο), που παρακολουθεί τα γυρίσματα. Αργότερα, στο πάρτι της ταινίας, ο Τόμας θα χορέψει με τη νεαρή Γαλλίδα δασκάλα, την Αγκάτ (πολύ καλή στο ρόλο η ελληνικής καταγωγής Αντέλ Εξαρχόπουλος), με την οποία στη συνέχεια θα αρχίσει μια παθιασμένη ερωτική σχέση. 

Σχέση, με μερικές από τις πιο τολμηρές ερωτικές σκηνές που έχουμε δει σε ταινία, που θα προκαλέσει ρήξη ανάμεσα στους δυο άντρες και θα φέρει στην επιφάνεια, τη ζήλια, το ναρκισσισμό αλλά και τις απογοητεύσεις και το δράμα των προσώπων. Αισθήματα που ο Σακς αναπτύσσει, συχνά με λεπτό χιούμορ και κομψότητα, σκάβοντας μεθοδικά κάτω από την επιφάνεια για να μας αποκαλύψει την αληθινή, εγωιστική συμπεριφορά και την έλλειψη αληθινών σχέσεων των χαρακτήρων του.

** ½ – Άκουσέ με 

Ελλάδα, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μαρία Ντούζα. Ηθοποιοί: Ευθαλία Παπακώστα, Δημήτρης Κίτσος, Γιώργος Πυρπασόπουλος. 105´

Ταινία ενηλικίωσης σε μια συντηρητική επαρχιακή κοινωνία προκαταλήψεων είναι η δεύτερη αυτή ταινία της Μαρίας Ντούζα, που είχε κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη εμφάνιση το 2013 με την ταινία «Το δέντρο και η κούνια». Η παρουσία της Βαλμίρας, μιας «ξένης», και μάλιστα κωφής, έφηβης, που, αναγκασμένη να εγκαταλείψει τη σχολή κωφών στην Αθήνα και τα σχέδια της για μια καριέρα χορεύτριας,  επιστρέφει στο νησί του πατέρα της, θα φέρει στην επιφάνεια τη ξενοφοβία, την ομοφοβία, τη μετανάστευση και την υποκρισία της «κλειστής», πατριαρχικής κοινωνίας του νησιού, που η Ντούζα καταφέρνει να σκιαγραφήσει με αρκετή λεπτομέρεια και πειστικότητα.

Παρά την ανισότητα τόσο στην ανάπτυξη του σεναρίου όσο και στο ντεκουπάζ και την όλη σκηνοθετική αντιμετώπιση ορισμένων σκηνών, η σκηνοθέτρια καταφέρνει να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα (με τη βοήθεια της πολύ ωραίας φωτογραφίας του Ζαφείρη Επαμεινώνδα) και να χρησιμοποιήσει τα διάφορα στοιχεία, ακόμη και σύμβολα (το χταπόδι στη γυάλα που διατηρεί ένας από τα αγόρια), μαζί και τις διάφορες ανατροπές, μέσα από τις οικογενειακές και άλλες συγκρούσεις (ιδιαίτερα στην εχθρική αντιμετώπιση της Βαλμίρας από τους συμμαθητές και συμμαθήτριες της αλλά και την επιμονη και την τόλμη με την οποία τους/τις αντιμετωπίζει η Βαλμίρα), με την Ευθαλία Παπακώστα να ερμηνεύει με δύναμη και  αυθεντικότητα (παρόλο που η ίδια δεν είναι κωφή) ένα ρόλο που πέρα από την εχθρότητα του περιβάλλοντος έχει να αντιμετωπίσει και τα καθημερινά, βασανιστικά προβλήματα ακοής.