Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Οι αφίξεις και τα απρόοπτα του φετινού φεστιβάλ της Βενετίας συνεχίζονται, με τελευταίο τον κεραυνό που ακολούθησε την άφιξη της Lady Gaga στο Λίντο της Βενετίας, όταν, πραγματικός κεραυνός χτύπησε, στη διάρκεια μιας τεράστιας νεροποντής, τη Μεγάλη Αίθουσα (τη Sala Grande) όπου προβαλλόταν η ταινία της, «Ένα αστέρι γεννιέται», που σκηνοθέτησε ο Μπράντλεϊ Κούπερ, και την οποία παρακολουθούσε η μόλις αφιχθείσα στο Λίντο διάσημη τραγουδίστρια μαζί με τον σκηνοθέτη της, με αποτέλεσμα να καεί η λάμπα της μηχανής προβολής και να προκληθεί καθυστέρηση που κράτησε περίπου 15 λεπτά.

Στη  συνέντευξη Tύπου που έδωσε η Lady Gaga, μαζί με τον Κούπερ, η διάσημη  τραγουδίστρια και ηθοποιός μίλησε για την παγκοσμιότητα της ιστορίας της ταινίας (σ.σ. αυτό είναι το τέταρτο ριμέικ της ταινίας που πρωτογυρίστηκε το 1937 από τον Γουίλιαμ Γουέλμαν), τονίζοντας πως «η ταινία το πέτυχε όλα αυτά τα χρόνια επειδή  πρόκειται για μια ιστορία έρωτα … Αυτό που για μένα ήταν μια εξαιρετική εμπειρία».

Στην ταινία «Ένα αστέρι γεννιέται», τοποθετημένη στη δεκαετία του ‘70, ο ίδιος ο Κούπερ ερμηνεύει το ρόλο του ροκ εν ρολ σταρ, που το έχει ρίξει στο ποτό και τα ναρκωτικά, ενώ η Λέιντι Γκάγκα  ερμηνεύει την πρωτοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια που τον ερωτεύεται και που σταδιακά καταφέρνει να φτάσει στην κορφή, ενώ εκείνος αρχίζει να παίρνει την κατιούσα. Χωρίς να φτάνει στο ύψος της ταινίας που γύρισε το 1954 ο Τζορτζ Κιούκορ με τη Τζούντι Γκάρλαντ και τον Τζέιμς Μέισον, ο Κούπερ έφτιαξε ένα αρκετά συγκινητικό ποπ μελόδραμα, που αν δεν προσφέρει τίποτα καινούριο στην ιστορία σίγουρα είναι καλύτερο από εκείνο που γύρισε το 1976 ο Φρανκ Πίαρσον με την  Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Κρις Κριστόφερσον.

 

Δυο πλευρές της Άγριας Δύσης μας έδωσαν τα γουέστερν «The Sister Brothers» του Γάλλου Ζακ Οντιάρ και «Η μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» των αδερφών Ίθαν και Τζόελ Κοέν που είδαμε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 75ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας. Δυο ταινίες που αλληλοσυμπληρώνονται, από τη μια, με τη φρέσκια ματιά ενός Ευρωπαίου, στην ταινία του Οντιάρ, κι από την άλλη, με την πλούσια πινακοθήκη διάφορων, συχνά απολαυστικών, χαρακτήρων του Ουέστ, στην ταινία των Κοέν.

Η ταινία του Οντιάρ, τοποθετημένη στο Όρεγκον του 1851, περίοδο της ξέφρενης αναζήτησης χρυσού, ξεκινά σαν ένα κλασικό γουέστερν, με τους αδερφούς Σίστερ (Τζον Ράιλι και Γιοακίν Φίνιξ), δυο πληρωμένους δολοφόνους, να αναλαμβάνουν μιαν αποστολή για λογαριασμό του πανίσχυρου Κομοντόρε: να ανακαλύψουν και να σκοτώσουν έναν άντρα, τον Γουόρμ, αφού του αποσπάσουν μια μυστική φόρμουλα για το φτιάξιμο χρυσού.

Σταδιακά όμως ο Οντιάρ μας εισάγει σε μια Δύση ιδιαίτερα άγρια και αληθινή (που αναπτύσσουν με σκηνές της ζωής στα αφιλόξενα, έρημα τοπία της Δύσης), ενώ παράλληλα, προχωρά σε άλλα πιο γενικά θέματα που αφορούν την οικογένεια, την αδελφική φιλία, την απληστία, αλλά και την ηθική, τον ιδεαλισμό και τις ιδέες για μια καλύτερη, στην πραγματικότητα ουτοπιστική, κοινωνία, με το τελευταίο αυτό θέμα να εκπροσωπείται από τον ιδεαλιστή (Ριζ Αχμέντ) και τον ερευνητή (Τζέικ Γκίλενχαλ).

 

Ο Οντιάρ ακολουθεί το δρόμο του νέο-γουέστερν, που άνοιξαν με τις ταινίες τους σκηνοθέτες όπως ο Αρθουρ Πεν και ο Σαμ Πέκινπα, για να διαλύσει την ιδέα της αναζήτησης και υλοποίησης του άπιαστου στην πραγματικότητα αμερικανικού ονείρου μέσα από την παράλογη, καταστροφική αναζήτηση του χρυσού, αλλά και της παράλογης χρήσης της βίας που τελικά, όπως θα ανακαλύψουμε προς το φινάλε, δεν οδηγεί πουθενά.

Παράλληλα του δίνεται η ευκαιρία να αναπτύξει σε βάθος τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες (σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκηνές συζητήσεων, στοιχείο που δεν συναντάμε στο κλασικό γουέστερν), ιδιαίτερα εκείνο του Τζον Ράιλι, που σταδιακά αρχίζει να κουράζεται και να αναζητά μια πιο ήσυχη, ειρηνική ζωή.  Με τη φωτογραφία του Μπενουά Ντεμπί να αναπλάθει με ξεχωριστή αγάπη την άγρια ομορφιά της αμερικανικής Δύσης (παρόλο που, όπως μαθαίνω, οι σκηνές γυρίστηκαν στην Ισπανία).

 

 

Ήδη, με το ριμέικ της ταινίας «Αληθινό θράσος», οι αδερφοί Κοέν είχαν δείξει την αγάπη τους για το είδος. Με τη νέα τους ταινία, «Η μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς», οι Κοέν ασφηγούνται έξι διαφορετικές ιστορίες (η κάθε μια με τη δική της, ξεχωριστή, διάρκεια), που αρχικά θα γυρίζονταν ως τηλεοπτική σειρά για τη Netflix, με διάφορους γραφικούς χαρακτήρες του Φαρ Ουέστ: ένα τραγουδιστή πιστολά που κάποια στιγμή χάνει τη γρηγοράδα στο πιστόλι, που τον ερμηνεύει ο Τιμ Μπλέικ Νέλσον (αναφορά σε παλιούς τραγουδιστές καουμπόηδες των δεκαετιών του ’30 και  ’40, όπως ο Ρόι Ρότζερς), ένα ληστή τραπεζών (Τζέιμς Φράνκο), που η τύχη του αλλάζει, ένα γέρο καουμπόη που απολαμβάνει τη ζωή στην άγρια φύση (απολαυστικός ο Τομ Γουέιτς σε ρόλο που θυμίζει τον Γουόλτερ Χιούστον στο ¨Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε»), τον οδηγό μιας ομάδας πιονιέρων που ταξιδεύουν στη Δύση και τους επιβάτες μιας ταχυδρομικής άμαξας.

Με σκηνές ωμότητας, με χιούμορ και με ωραίο ρυθμό, οι Κοέν περιγράφουν τους γραφικούς τους χαρακτήρες, για να φτιάξουν την πέρα για πέρα διασκεδαστική αυτή ταινία τους, ταυτόχρονα φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους σκηνοθέτες που στράφηκαν στο είδος για να το αναπλάσουν και να το σχολιάσουν πάντα με ενθουσιασμό, φαντασία και αγάπη.