Πώς να ζωγραφίσεις την φυσιογνωμία του Κυριάκου Κατζουράκη, όταν τα χρώματα του θανάτου είναι πιo σκοτεινά κι από το κιαροσκούρο του εναπομείνατος φωτεινού που καταυγάζει την δραματικότητα στο πλαίσιο ενός πίνακα;

Εκτός εικαστικών ορίων λειτούργησε την τέχνη του, γιατί καθώς τελετουργούσε εντός του εργαστηρίου του, το μάτι του σε διαρκή διαφυγή εκινείτο, εκεί όπου τελούνται τα έργα των ανθρώπων: στους δρόμους, στις λεωφόρους, στις πλατείες, στους χώρους μνήμης, είτε της καταυγάζουσας αρχαιοελληνικής, είτε της κατασκότεινης μνήμης των ερειπίων.

Τα ωραία ερείπια των ξένων περιηγητών, τα εξιδανικευμένα στην φαντασία, όπως επιβλήθηκαν για την εμπέδωση της αρραγούς διαχρονίας του ελληνισμού, γίνονται φορείς ενοχής, καθώς συνδέθηκαν με το ιδεολόγημα του μεταπολεμικού κράτους ως συστηματική επιβολή του τρόπου θεάσθαι και σκέπτεσθαι. Τα άλλα ήταν, τα γκρεμισμένα ερείπια της Μακρονήσου και της Γυάρου, όπου βασανίστηκαν οι ιδεολογικοί απόκληροι από το φάντασμα τού ορθώς εθνικού με την ράβδο του αστυφύλακα και του χωροφύλακα.

Η ξανακερδισμένη παράδοση

Ο Κυριάκος Κατζουράκης προσπάθησε να αποτυπώσει αυτές τις αφομοιωμένες ενοχές στο μεγάλο έργο, το οποίο συντίθεται από την ζωγραφική, την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Προσπάθησε να δημιουργήσει σε μία χώρα που δεν υποστηρίζει το ολικό με την έννοια της σύλληψης της μακράς δραματικής αφήγησης, αλλά το μερικό ως απόσπασμα μιας ελλιπούς συνειδητότητας που αφήνεται να εκφραστεί αποσπασματικά με τον λυρισμό στις καλύτερες στιγμές της ατομικότητας της.

Η επιλογή του να ανατρέξει στον Θεόφιλο, στον Κόντογλου και στον Τσαρούχη, χωρίς να έχει την φόρτιση του διαλόγου που αναπτύχθηκε περί ελληνικότητας ιδιαίτερα από την γενιά του ΄30, δεν αποτελεί μία επιγονική ματιά στην εργασία των μεγάλων της παράδοσης, αλλά μιά νέα ματιά σ’ αυτό που δεν πάλιωσε, γιατί περνούσε από την εικαστική χειρονομία του βλέμματος που κοιτάζει κατάματα τον θεατή, όπως κοιτούν τα πρόσωπα στις βυζαντινές εικόνες και τοιχογραφίες. Η στάση ενώπιος ενωπίω κυρίως ως στάση ζωής.

Αυτό το ορφανό από μητέρα, στην ηλικία των έξι ετών, βίωσε την ασφυξία του έκθετου, του απορριμμένου, του εγκαταλελειμμένου. Κι αυτή η αλγεινή εμπειρία δεν εξαγοράστηκε, ούτε με συναισθηματικές προβολές στο μέλλον υπέρ της επιβίωσης, ούτε ποτέ ακούστηκε ως δημόσιος κλαυθμός, παίζοντας με το συλλογικό συναισθηματικό ενοχικό συνειδητό και ασυνείδητο.

Συμπόνια για τους αδύνατους

Αυτό που δεν έχασε, ούτε όταν βρέθηκε στην έδρα του καθηγητή Καλών Τεχνών στο Αριστοτέλειο, ήταν η αδιάπτωτη του συμπόνια του για τους ανήμπορους, τους κυνηγημένους, τους ανέστιους. Από τις πρώτες νεορεαλιστικές προτάσεις-παρεμβάσεις του, σαφώς επηρεασμένες από τα συμφραζόμενα της εποχής (δικτατορία, Βιετνάμ, Πράγα ’68), ως τις ακροτελεύτιες αποπειράθηκε να συμφιλιώσει τον χρωστήρα της τέχνης με την κραυγή της διαμαρτυρίας: με τον κύκλο «Γκουέρνικα» -φόρος τιμής στον Πικάσο και στην πόλη που τον ενέπνευσε-παρέμεινε ο μαχητής του αλειτούργητου οράματος. Και δεν χρειάζεται να του δώσουμε κανενός είδους ιδεολογικό χρωματισμό, αφού η καλλιτεχνία είναι η αναγνώριση του εαυτού μέσα στον άλλον με όρους φιλότητας.

Και δεν μπορούσε να μην αφήσει την συλλογική μνήμη να εκτεθεί στο «ιερόσυλο» «Τέμπλο», δημιουργία της δεκαετίας του ’90, που προφήτεψε τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς που θα ισοπέδωναν την υπό διάλυση πρώην Γιουγκοσλαβία. Με αφορμή την περιπέτεια της Ελληνίδας γυναίκας σε πολλαπλούς ρόλους (μητέρας, συζύγου, αγωνίστριας, νοικοκυράς) που εξακολουθεί να ενεργεί ως ενεργό υποκείμενο υπέρ της αντάρτισσας μητριαρχίας, δημιούργησε μια τοιχογραφία ατομικών επιλογών και συλλογικών διεκδικήσεων. Η αυτοβιογραφία με την θερμοκρασία του εγώ συναντά την αποτύπωση του βίου του εμείς.

Ο χρωματικός του καμβά

Ο Κυριάκος Κατζουράκης ανήκει στους χρωματικούς του καμβά, που ανέπνευσαν με τους παλαιότερους δασκάλους, από τους οποίους δεν έλειπε ο κανόνας της εγκύκλιας παιδείας, όμως έθεσαν το πρόβλημα της επαναφοράς της ελληνικής τέχνης στα εικαστικά συμφραζόμενα του ελληνικού εικοστού αιώνα, που μεταπολεμικά παρέμεινε δέσμιος της κατανάλωσης.

Η κατανάλωση αποτέλεσμα της ψευδεπίγραφης ευημερίας, άλλαξε το νόημα των ονομάτων και των πραγμάτων. Τα ονόματα ηχούσαν κενά νοήματος και τα πράγματα, κι ιδίως τα βιομηχανικά αντικείμενα αντικατέστησαν τις αξίες με την επίδειξη του πλουτισμού. Και οι ζωγραφιές έπρεπε να ξαναδώσουν αξία στον ελληνικό βίο, που είχε καταντήσει έρμαιο του νεοπλουτισμού, απεμπολώντας την οντολογία του σκέπτεσθαι και του πράττειν μετά λογισμού κι ονείρου.