Της Ζωής Τόλη

Το έργο «Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Rilke», του Rainer Maria Rilke,  παίζεται στο θέατρο 104, από την ομάδα Ubuntu, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη και σκηνοθεσία ΕλεάναςΤσίχλη. Την έρευνα και τη δραματουργία φρόντισαν οι Ελεάνα Τσίχλη και Άρης Λάσκος.

Η ομάδα Ubuntu μετά τη βράβευση με το βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, ως πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης (2013-2014, παρουσιάζει το εξαιρετικό αυτό ποίημα και εισάγει στοιχεία του θεάτρου -ντοκουμέντου.

Ο ίδιος ο ποιητής θεωρεί «το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Rilke», ως ένα «πεζό μολυσμένο από στίχους».

Μια ωδή για τον έρωτα, την ψυχική αντοχή και τον ηρωικό θάνατο, γεμάτη ποίηση, συνδυασμένη με πρόζα, συναίσθημα και δραματική ένταση.

Το κείμενο χωρίζεται σε 26 στροφές / εικόνες, οι οποίες εμπεριέχουν τη μέθη ενός ηρωικού θανάτου και την παραισθησιακή εμπειρία της γυναικείας μορφής. Μιας θηλυκής τρισδιάστατης ύπαρξης άλλοτε ως μητέρα / Παναγία και άλλοτε ως ερωτική σύντροφος. Λατρεμένη αναπόληση, ιερή οπτασία και πόθος, κατακλύζουν την ψυχή του, εικόνες συγκινησιακές που κάνουν το θεατή συμμέτοχο. Με όχημα το δρόμο της αγάπης και του έρωτα που αποτελούν το ελιξήριό του, βαδίζει «πάνω από σκοτωμένους χωρικούς», γεμάτος πύρινο ενθουσιασμό για ζωή.

Η αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο του θανάτου και το φως της ζωής, στοιχειοθετεί τον καμβά μιας δυνατής ενσυναίσθησης και εκτυφλωτικού λυρισμού.

Νεανικό αριστούργημα του αυστρογερμανού Rainer Maria Rilke και το δημοφιλέστερο έργο του που γράφτηκε το 1906. Αφορμή ο ηρωικός θάνατος ενός μακρινού συγγενή του, του ιππότη Χριστόφορου σε μια απόπειρα του ποιητή να διερευνήσει το γενεαλογικό του δέντρο.

Το έργο αφηγείται τη διαδρομή ενός δεκαοχτάχρονου το 1662 που μέσα στη δίνη του πολέμου, ανακαλύπτει την ταυτότητά του.

Δοκιμαζόμενος στο κλειστοφοβικό πολεμικό περιβάλλον και αναζητώντας την ομορφιά μέσα στη σκοτεινιά και τη βία, συναντά τον έρωτα.

Άγουρος και έχοντας άγνοια του εαυτού του, οδεύει προς το μέτωπο, ενάντια σε έναν άδηλο εχθρό, βιώνοντας ένα περιβάλλον ολέθρου και ερειπίων.

Όλο αυτό το σκηνικό τον ωριμάζει, εξαφανίζοντας το φόβο και τις αναστολές.

Έτσι λιτά και ουσιαστικά ο ποιητής μεταποιεί το θέμα του θανάτου σε μία όαση χαράς και απόλαυσης με έντονες ερωτικές εικόνες του σημαιοφόρου με την ερωτική του παρτενέρ, που δείχνουν την ποιότητα και την εμβέλεια της ποιητικής του δημιουργίας.

«Η κάμαρα του πύργου σκοτεινή. Όμως φωτίζουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου με το χαμόγελό τους. Ψηλαφούν μπροστά τους σαν τυφλοί και βρίσκουν ο ένας τον άλλον σαν μια πόρτα. Σχεδόν σαν παιδιά που φοβούνται τη νύχτα, σφίγγονται ο ένας μέσα τον άλλο. Κι όμως δεν φοβούνται . Δεν υπάρχει τίποτα να τους εναντιωθεί. Μήτε το χτες, μήτε το αύριο – γιατί ο χρόνος κατέρρευσε . Κι εκείνοι ανθίζουν μέσα από τα συντρίμμια του».

Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μη συμβατικό χρόνο, σε σκηνικό πολέμου, όπου τόπος και χρόνος δεν λειτουργούν παρά μόνο σε άχρονο πεδίο δράσης. Κάτι που διασφαλίζει τη διαχρονικότητα του συγγράμματος.

Η κατάληξη της ιστορίας είναι ο ηρωικός θάνατος του σημαιοφόρου ενώ προελαύνει μέσα στις γραμμές του εχθρού, υπερασπιζόμενος σημαία και πατρίδα. Η γενναία ορμή του είναι ακριβώς ίδια με την ορμή του έρωτα που ένιωσε πριν από λίγο μέσα στον πύργο. Θάνατος και σφοδρή επιθυμία για τη γυναίκα ενώνονται, αποτελώντας ένα εκρηκτικό, φλογερό μίγμα που διώχνει το φόβο. Ένας φωτεινός συνδυασμός που τον μεταφέρει σε ένα υπερβατικό επίπεδο άξιο για έναν ιππότη του 17ου αιώνα με το αντίστοιχο σύστημα αξιών της εποχής.

Ο Rainer Maria Rilke αφηγούμενος μια ιστορία ενηλικίωσης θέτει το θέμα του ηρωισμού προβληματιζόμενος για το διαμέτρημα και την «τιμή», μιας τέτοιας πράξης. Αν αξίζει κανείς να μάχεται στην καθημερινότητα που είναι ο «πόλεμος» της ζωής του καθένα, με όποιο τίμημα, σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο.

Οι δύο ηθοποιοί / αφηγητές προκαλούν μία σημειολογική σκηνική αναδόμηση εκείνων των στοιχείων / απόψεων που ο ποιητής για τους δικούς του λόγους δεν ανέφερε. Με την παράθεση μαρτυριών επιζώντων πολέμου, συνεντεύξεων και αποσπασμάτων από βιογραφίες σημερινών «ηρώων», επικοινωνούν διαλεκτικά με την ιστορία του χθες και τη ζωή του τώρα.

Εγείρονται απορίες σχετικά με τον ορισμό μιας ηρωικής πράξης και τον αντίστοιχο αντίκτυπο στη σύγχρονη εποχή με τις έκπτωτες αξίες και τα τελείως διαφορετικά κριτήρια. Σε μια παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα με τις γνωστές συνέπειες για τους λαούς, ποιος θα τολμούσε να ηρωοποιηθεί;

Η Ελεάνα Τσίχλη στήνει μια παράσταση, ένα δύσκολο θεατρικό παζλ, επιλέγοντας τα κατάλληλα κομμάτια που ολοκληρώνουν το δημιούργημά της.

Όλο αυτό το κλίμα, η σκηνοθέτιδα εμπνευσμένη από τα αντιπροσωπευτικά σκηνικά / κοστούμια της Τίνας Τζόκα και τους υποβλητικούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, το αποδίδει με ατμοσφαιρική αριστοτεχνία, ρυθμό και λυρικότητα. Στο όλο εγχείρημα συμμετέχει καθοριστικά και ο Κορνήλιος Σελαμσής με την ένθερμη / υπαινικτική μουσική του.

Οι Άρης Λάσκος και η Ελεάνα Καυκαλά ερμηνεύουν εύστοχα, κεντραρισμένοι στους ρόλους τους, με υποκριτική πειθαρχία και σύνεση, χωρίς υπερβολές ή υπερβάσεις. Ταλαντούχοι και οι δυο αποτελούν ένα δίδυμο ταιριαστό που παράγει ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό προϊόν.

Πετυχαίνουν τη δημιουργία μίας συγκινησιακής κατάστασης καταλυτικής στη διάθεση του κοινού, το οποίο μεταφέρεται στην εποχή και βιώνει μαζί με τους ηθοποιούς μία επαφή ψυχικοπνευματικής ευρύτητας.

Μία άκρως ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση που αξίζει.