Η φωτιά ξεκίνησε από το νεκροταφείο της Πύλου και από την περιοχή του παλιού Νοσοκομείου. Εξαιτίας των ισχυρών  ανέμων επεκτάθηκε και κατά μήκος της εξωτερικής δυτικής πλευράς των τειχών του φρουρίου και στη συνέχεια εισέβαλε στο δυτικό εσωτερικό τμήμα του κάστρου απειλώντας άμεσα και τα μνημεία του. Οι ισχυροί άνεμοι  δυσχέραιναν το έργο των πυροσβεστικών δυνάμεων (25 πυροσβέστες και 10 οχήματα) αλλά χάρις στις προσπάθειες επίγειων και εναέριων μέσων κατάφεραν να την θέσουν υπό έλεγχο.

Το πύρινο μέτωπο απειλούσε τον αρχαιολογικό χώρο, τα νοτιανατολικά του κάστρου όπου είναι η είσοδος του φρουρίου και η επιβλητική πύλη, η «Ζεματίστρα». Ο χώρος  εκκενώθηκε προληπτικά, όταν διαπιστώθηκε η αρχική εκδήλωση της πυρκαγιάς. Οι αντιπυρικές ζώνες εντός του μνημείου, σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και οι συντονισμένες προσπάθειες  των πυροσβεστικών δυνάμεων της Πύλου και του Δήμου Πύλου-Νέστορος, αλλά και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Μεσσηνίας, απέτρεψαν τα χειρότερα. Ακόμη και το προσωπικό του φρουρίου βοήθησε για τον περιορισμό της πυρκαγιάς και την κατάσβεση των εστιών της. Μεγάλες φθορές δεν έγιναν, εκτιμά το ΥΠΠΟΑ. Καλύφθηκαν βέβαια με αιθάλη τμήματα των περιμετρικών τειχών, αλλά οι φλόγες δεν έφθασαν μέχρι τον Ι.Ν Μεταμόρφωσης Σωτήρος και τα κτήρια που φιλοξενούν μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις εντός του φρουρίου.

Λίγα λόγια για την ιστορία του κάστρου της Πύλου

   Το Νιόκαστρο κτίστηκε το 1573 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μετά πέρασε στα χέρια των Ενετών (1686-1715) και το 1770 κατελήφθη από τους αδελφούς Ορλώφ. Το 1821, οι Έλληνες το κατέλαβαν και το κράτησαν μέχρι το 1825. Υστερα από σθεναρή αντίσταση παραδόθηκε στον Ιμπραήμ. Το 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου, το 1827 οι Μεγάλες Δυνάμεις ναυμάχησαν και νίκησαν τον Ιμπραήμ. Το 1830 ιδρύθηκε εκτός των τειχών η νέα πόλη, η Πύλος και τότε το κάστρο εγκαταλείφθηκε, ενώ ο χώρος της ακρόπολης μετατράπηκε σε φυλακές. Το Νεόκαστρο (ή Νέο Ναβαρίνο) ήταν κατασκευασμένο για αμυντικό και επιθετικό πόλεμο. Είχε τείχη παχιά, χαμηλά και ισχυρούς προμαχώνες. Οι δύο σημαντικότεροι προμαχώνες βρίσκονται στην πλευρά της θάλασσας (ο λεγόμενος Έβδομος και ο Santa Maria) και προστάτευαν την είσοδο και το λιμάνι. Στο υψηλότερο και πιο ευάλωτο σημείο του κάστρου κτίστηκε η ακρόπολη η οποία ενισχύθηκε με άνυδρη τάφρο εξωτερικά, έξι πεντάπλευρους προμαχώνες και σχεδόν εξήντα κανόνια στις επάλξεις. Εντυπωσιακό είναι το νότιο τείχος του κάστρου, η λεγόμενη Μεγάλη Βέργα, που συνδέει την ακρόπολη με τον Έβδομο. Η είσοδος στο κάστρο γινόταν από την νοτιοανατολική πλευρά, όπου στέκεται η επιβλητική πύλη, η «Ζεματίστρα». Μέσα στο κάστρο συναντά κανείς μόνο τα ερείπια των κατοικιών, και των δημόσιων κτηρίων, καθώς και το επιβλητικό τζαμί, το οποίο με την απελευθέρωση μετατράπηκε στην ορθόδοξη εκκλησία της Μεταμορφώσης του Σωτήρος.