Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο πολυβραβευμένος, σε μερικά από τα διασημότερα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ (Βενετίας, Κανών, Βερολίνου), Κορεάτης σκηνοθέτης Κιμ Κι-Ντουκ, που πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου από κορονοϊό, σε ηλικία μόλις 59 χρονών, ήταν από του πιο σημαντικούς δημιουργούς του σύγχρονου ασιατικού κινηματογράφου.

Δημιουργός μιας σειράς προκλητικών ταινιών («Ένας προς ένα», «Pieta», «Το νησί», «Bad Guy», «Η ακτοφυλακή», «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας… και άνοιξη», «Το κορίτσι με το αγγελικό πρόσωπο», «3-Iron», «Το τόξο»), που συχνά σόκαραν με τη βία και την ωμότητά τους, χωρίς όμως ποτέ να την εκθειάζουν, ο Κι-Ντουκ καταπιάστηκε με σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, δοσμένα πάντα με εικαστική ομορφιά και μια μαγεία που μόνο ένας αληθινός ποιητής της εικόνας μπορούσε να εκφράζει.

Γεννημένος το 1960, ο Κι-Ντουκ εργάστηκε, για ένα διάστημα, σε αποθήκες της Σεούλ, πριν πάει στο Παρίσι όπου σπούδασε ζωγραφική. Θα ξεκινήσει την καριέρα του στον κινηματογράφο ως σεναριογράφος πριν στραφεί, το 1996, στη σκηνοθεσία, με την ταινία «Crocodile».

Οι περισσότερες ταινίες του θα προβληθούν σε γνωστά διεθνή φεστιβάλ, όπου θα αποσπάσουν και διάφορα βραβεία, ενώ, το 2011, με την αυτοβιογραφική ταινία του, «Arirang», θα κερδίσει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ των Κανών. Η καριέρα του διακόπηκε πριν από δυο χρόνια όταν τρεις γυναίκες ηθοποιοί του τον κατηγόρησαν για βιασμό και κακοποίηση, αν και ο Κι-Ντούκ επέμενε πως το σεξ ήταν συναινετικό.

Η βία στη σύγχρονη, καπιταλιστική κοινωνία μας, αλλά και η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής, μαζί με τη συγχώρεση και τη λύτρωση, όπως ακριβώς και στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ήταν και το θέμα της βραβευμένης με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας, ταινίας «Pieta», που είδαμε και στην Ελλάδα. Στην ταινία του αυτή, και μια από τις πιο ώριμες, ο Κιμ Κι-Ντουκ αφηγείται τη σχέση που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ έναν μοναχικό, αδίστακτο άντρα, που ζει απειλώντας μικροεπιχειρηματίες (συχνά προκαλώντας τους σωματικά τραύματα), που χρωστάνε σε άπληστους δανειστές, και μια άγνωστη γυναίκα που ισχυρίζεται πως είναι η μητέρα που τον εγκατέλειψε μόλις γεννήθηκε.

Ταινία πάνω σε μια αδίστακτη κοινωνία εκμετάλλευσης αλλά και πάνω στη λύτρωση, δοσμένη μέσα από εικόνες δυνατές, συχνά βίαιες, με μια υποβλητική μουσική, και με δυο δυνατές ερμηνείες. Στη διάρκεια του Φεστιβάλ Βενετίας, όπου προβλήθηκε η ταινία, είχα συναντήσει, για πολλοστή φορά, τον γεμάτο ζωντάνια και ενθουσιασμό 52χρονο τότε σκηνοθέτη (αργότερα, στην απονομή του Χρυσού Φοίνικα θα τραγουδήσει, με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό, το «Arirang», που έδωσε και τον τίτλο της προηγούμενης, πρωτότυπης, αυτοβιογραφικής ταινίας του), που μου μίλησε για την ταινία, τα θέματά της αλλά και για τη σύγχρονη κορεάτικη κοινωνία. Συνέντευξη, την τελευταία που μου έδωσε (πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία») και την οποία παραθέτω εδώ για τους φίλους του site μας.

– Γιατί ονομάσατε την ταινία σας Pieta;

Επειδή σημαίνει οίκτος, λύπη. Τη λύπη αυτή την αισθάνθηκα τότε που επισκέφτηκα το Βατικανό -και το επισκέφτηκα δυο φορές- όταν είδα το εκπληκτικό άγαλμα του Μιχαήλ Αγγελου με την Παναγία που κρατά τον Χριστό αγκαλιά. Είναι σαν να αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα, να αισθάνεται και να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η αίσθηση της κατανόησης και της λύπης που τη συσχέτισα με τη σύγχρονη κοινωνία μας. Αυτή τη λύπη την αισθανόμουνα από τότε που εργαζόμουν ως εργάτης σε αποθήκες της Σεούλ…

– Αυτούς τους χώρους τούς χρησιμοποιείτε και στην ταινία σας…

Ναι, γιατί εκφράζουν ένα μέρος αυτού που ήθελα να δώσω. Αυτά τα μηχανήματα των διαφόρων εργοστασίων, που δείχνω, για μένα έχουν μεγάλη σημασία. Ετσι όπως κινούνται, πάνω-κάτω, με τους ανθρώπους να τα χρησιμοποιούν. Ολη τους η ζωή κινείται γύρω από αυτά. Δεν είναι εκπληκτικό αυτό; Είναι κομμάτι της ζωής μας, από τη ζωή μου. Είναι η καρδιά μας που χτυπά.

– Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείτε χριστιανικά σύμβολα στις ταινίες σας. Και στο «Amen» για παράδειγμα…

Ναι, βέβαια αυτό έχει σχέση με τους ήρωές μου, με τις επιλογές τους· τις λάθος, πρέπει να πω, επιλογές τους. Επιλογές που στηρίζονται στο χρήμα, στην εκμετάλλευση και που οδηγούν στη βία, συχνά και την ς Χριστό. Αυτό τουλάχιστον θα το καταλάβουν οι χριστιανοί, αλλά για όσους δεν είναι, ο ήρωας συμβολίζει κάτι το διαφορετικό, κάτι το πιο πλατύ, την αποδοχή της ζωής. Ο καθένας μπορεί έτσι να δώσει τη δική του ερμηνεία. Αυτό ακριβώς είναι που επιζητώ στις ταινίες μου.

– Σας αρέσουν τέτοια σύμβολα; Να βάζετε ερωτήματα;

Δεν ξεκινώ για να βάλω σύμβολα στις ταινίες μου. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να φτιάχνω ταινίες που μιλάνε για τη ζωή. Μπορεί να είναι ρεαλιστικές, μπορεί να είναι λυρικές, όπως το «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας… και καλοκαίρι», αλλά όλες είναι ταινίες για τη ζωή, όπως τη βλέπω, όπως την αισθάνομαι. Οσο για τη δεύτερη ερώτησή σας, ναι, πράγματι, βάζω ερωτήματα, δεν προσπαθώ όμως να δώσω απαντήσεις, αυτό το αφήνω στο θεατή, αν θέλει ο ίδιος να το συμπληρώσει… Η ζωή μας σήμερα, στην άγρια, αδυσώπητη καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε, έχει γίνει αφόρητη. Χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τα πράγματα, την πορεία μας. Να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε το χρήμα να μας κυβερνά. Υπάρχουν άλλες αξίες, πιο σημαντικές. Είναι γι’ αυτές τις αξίες που μιλώ στις ταινίες μου.

– Μιλήσατε για το χρήμα και την επίδρασή του στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτό θα λέγατε ότι επικρατεί σήμερα στην κοινωνία της Κορέας;

Δυστυχώς, ναι. Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει τις πραγματικές αξίες της ζωής. Η ζωή τους κυριαρχείται από το κυνήγι της υλικής επιτυχίας, του χρήματος, της εξουσίας που δίνει αυτό. Αυτά είναι τα αποτελέσματα του καπιταλισμού. Που καταστρέφει τη ζωή μας. Ζούμε σε μια κοινωνία που στηρίζεται στο χρήμα και στη χρήση της βίας. Ζούμε σε ένα διαρκή ανταγωνισμό που μας καταστρέφει. Καταστρέφει, αν θέλεις, την ψυχή μας. Γι’ αυτό ακριβώς μιλά η Pieta. Για μια στροφή, για κατανόηση, για συγχώρεση κι ένα νέο ξεκίνημα, για μιαν ουσιαστική αλλαγή.

– Ενα βασικό στοιχείο στις ταινίες σας είναι η φύση. Η φύση στο «Ανοιξη, καλοκαίρι…», στο «Νησί», στην «Ακτοφυλακή», στο «Τόξο» και τόσες άλλες. Κι εδώ υπάρχει η φύση, όπως τα βουνά που βλέπουμε στο φινάλε…

Αυτές οι σκηνές αποτελούν τμήμα της ζωής μας. Η φύση μάς επηρεάζει όπως και ο άνθρωπος επηρεάζει τη φύση.

– Στην ταινία σας υπάρχει και το θέμα της εκδίκησης και της λύτρωσης. Εχει κάτι από την αρχαία ελληνική τραγωδία…

Ναι, ακριβώς. Η λύτρωση είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και που συναντάμε στους μεγάλους Ελληνες τραγικούς. Αυτό είναι και το μεγάλο ερώτημα που βάζω στο θεατή. Να απαντήσει ο ίδιος πώς βλέπει τα γεγονότα. Πάντως δεν θα περιέγραφα την ταινία μου ως ταινία εκδίκησης, είναι περισσότερο ταινία γύρω από τη σχέση μιας μητέρας με τα δυο παιδιά της και της συγχώρεσης που ακολουθεί.

– Διάβασα στις σημειώσεις πως κινηματογραφήσατε ο ίδιος ορισμένες σκηνές και όχι ο κάμεραμάν σας. Γιατί αυτό;

Ναι, είναι οι σκηνές μέσα στο εργοστάσιο, με τα διάφορα ζουμ. Ηθελα να δημιουργήσω την αίσθηση του διαφορετικού. Ηταν μια ξεχωριστή πινελιά που τη δέχτηκε ο κάμεραμάν μου.