ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

«The Ferryman»: στην Ιρλανδία του Τζεζ Μπάτεργουερθ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Τι γυρεύουμε σ’ αυτό τον κόσμο, ποιος ειναι ο στόχος μας, πώς ζούμε, ιδιαίτερα σε μια εποχή που κυριαρχούν η βία και η τρομοκρατία; αυτά είναι τα ερωτήματα που βάζει στο νέο του θεατρικό έργο, «The Ferryman» («Ο βαρκάρης»), που είδα πρόσφατα στο θέατρο «Guilgud» του Λονδίνου, ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας («Ο ερωδιός της νύχτας», «Parlour Song», «Ιερουσαλήμ») και σεναριογράφος («Στα όρια του αύριο», «Παιχνίδια συνωμοσίας») Τζεζ Μπάτεργουερθ.

Ένα έργο δυνατό, όλο ζωντάνια, με άφθονο χιούμορ και ξέφρενο, λεκτικό, αν μου επιτρέπεται να πω, ρυθμό, σκηνοθετημένο με φαντασία και σθένος από τον Σάμ Μέντες, γνωστό τόσο για τις θεατρικές (ανέβασε στη λονδρέζικη σκηνή από Τσέχοφ και Τενεσί Γουίλιαμς μέχρι μιούζικαλ όπως το «Καμπαρέ» και «Όλιβερ») όσο και τις κινηματογραφικές του επιτεύξεις (με την πρώτη κιόλας ταινία, «American Beauty» κέρδισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας, ενώ αργότερα θα σκηνοθετήσει και ταινία του Τζέιμς Μποντ).

Τοποθετημένο το 1981, στην κομητεία του Άρμακ της Βόρειας Ιρλανδίας, την περίοδο που ο Μπόμπι Σαντς είχε αρχίσει την απεργία πείνας, το έργο παρακολουθεί τα διαφορα μέλη της οικογένειας των Κάρνι, στη κουζίνα, στο αγρόκτημά τους, στην περίοδο του θερισμού, σε μια Ιρλανδία που συνδυάζει τα παραμύθια και τη μαγεία με τον αγώνα του ΙRA, μια Ιρλανδία όπου ο ιδεαλισμός συγκρούεται με τη σκληρή και απάνθρωπη πραγματικότητα κι όπου το χιούμορ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ζωής.

Ο Μπάτεργουερθ παρακολουθεί τα διάφορα μέλη της οικογένειας με συμπάθεια, από την οποία όμως δεν λείπει και η κριτική ματιά: από τον αρχηγό της οικογενειας, πρώην μέλος του ιρλανδέζικου επαναστατικού στρατού (IRA) και την άρρωστη, κάπως απόμακρη γυναίκα του, τη γυναίκα του νεκρού αδερφού του, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος, τα έφηβα παιδιά τους, μια γιαγιά με άνια, που κάπου-κάπου συνέρχεται για να πει μερικές αλήθειες και η οποία, όπως ανακαλύπτουμε, γνωρίζει πολύ περισσότερα από τα υγιή μέλη γυρω της, καθως και τα δυο ζωηρά παιδάκια που πηγαινοέρχονται σκορπώντας την ευθυμία αλλά και την αναταραχή, χωρίς να παραγνωρίζουμε τον παράξενο, μη Ιρλανδό, επισκέπτη, ίσως βαρκάρη (διάβαζε Χάροντα που κάποια στιγμή θα τους περάσει στην απέναντι όχθη).

Πλάι τους περιφέρονται κι ενα αληθινό μωρό, κι ένα ζωντανό κουνέλι και μια ζωντανή πάπια, που τονίζουν ακόμη περισσότερο την όλη ζωντανή πλευρά, μαζί και το χιούμορ και τους φιλόδοξους στόχους του καταπληκτικού αυτού έργου.

Πίσω από τη φαινομενικά γιορτινή ατμόσφαιρα, το χορό και τα τραγούδια, κρύβεται η θλίψη για ενα νεκρό αδερφό, μαζι και όλη η τρομακτική ψυχή και το αχαλίνωτο πάθος μιας όλο μυστήριο Ιρλανδίας. Και παρά τη μεγάλη διάρκεια του έργου (διαρκεί τρεισίμισι περίπου ώρες), και τη διάλεκτο που κάπου-κάπου δυσκολεύεσαι να καταλάβεις, ο εκρηκτικός ρυθμός του, η αστείρευτη ζωντάνια του, η συγκροτημένη, σε κάθε στιγμή της, σκηνοθεσία του Μέντες, που δεν αφήνει λεπτό ανεκμετάλλευτο, οι εξαιρετικές ερμηνείες του, και το αναπάντεχο, εκπληκτικό, βίαιο φινάλε του, σε αποζημειώνουν και με το παραπάνω.