Στα 72 του «έφυγε» ο σκηνοθέτης Χρίστος Σιοπαχάς

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

«Έφυγε» προχτές από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 72 χρονών, ο Κύπριος σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, Χρίστος Σιοπαχάς, γνωστός ιδιαίτερα για τη βραβευμένη στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Μόσχας ταινία του, «Η κάθοδος των εννιά», βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού.

Γεννημένος στο Φρέναρος της Αμμοχώστου το 1947, ο Σιοπαχάς σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο και υποκριτική στη Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου πριν μεταβεί στη Μόσχα για σπουδές στο εργαστήρι του Γιούρι Γιεγκόροφ, στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας και να εξασκηθεί στην πρακτική στη ΜΟΣΦΙΛΜ κοντά στον σκηνοθέτη Μιχαήλ Σβάιτσερ. Εκεί θα διακριθεί το 1978 με το βραβείο σκηνοθεσίας για τη μεσαίου μήκους ταινία του «Κόκκινο στο άσπρο» στο 12ο Φεστιβάλ Φοιτητών Κινηματογράφου της Μόσχας.

Με την επιστροφή του στην Κύπρο θα γυρίσει μια σειρά ταινίες μικρού και μεσαίου μήκους ανάμεσά τους και το εξαιρετικό 60λεπτο ντοκιμαντέρ «Η Χαρίτα Μάντολες στέκεται δίπλα μου» (1980), ταινία που περιγράφει με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο τον εφιάλτη των χιλιάδων θυμάτων της τουρκικής εισβολής μέσα από την προσωπική μαρτυρία για τις τέσσερις πρώτες μέρες της εισβολής, από την Χαρίτα Μάντολες, γυναίκα ενός αγνοούμενου,

Στην Ελλάδα θα γίνει γνωστός με την ταινία του «Η κάθοδος των εννιά» (1984) που θα κερδίσει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1985 και, στη συνέχεια, Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ της Μόσχας (1985), καθώς και το βραβείο του Ιδρύματος της Γαλλίας στο φεστιβάλ της Εξ-αν-Προβάνς.

Από τις πρώτες ταινίες που κατάφεραν με ειλικρίνεια και τόλμη να καταπιαστούν με τους αγώνες των ανταρτών του ΕΛΑΣ, η ταινία του Σιοπαχά αφηγείται τον αγώνα μιας ομάδας κυνηγημένων από τη Δεξιά ανταρτών, στο τέλος του εμφύλιου, να φτάσουν με κάθε τρόπο στη θάλασσα και την ελευθερία. Αγώνας απελπισμένος μια και όλοι τους γνωρίζουν από την αρχή πως το παιχνίδια είναι χαμένο αφού και η Δεξιά, έχοντας από τη μια εξασφαλίσει την ουδετερότητα του Στάλιν ύστερα από τις συμφωνίες της Γιάλτας, κι από την άλλη τη βοήθεια και συμπαράσταση των Αμερικανών, βρίσκεται τώρα στην αντεπίθεση. Με μια ωραία δομημένη ρεαλιστική αφήγηση, με την έξυπνη επιλογή των σκηνών,  τους μεστούς, απέριττους διαλόγους, το σωστό ρυθμό, το κατάλληλο μοντάζ και την υποβλητική μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, ο Σιοπαχάς καταφέρνει, από τις πρώτες κιόλας σκηνές του, να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα φόβου και κλειστοφοβίας που απαιτεί η ιστορία του.

Από τις άλλες ταινίες που γύρισε στα επόμενα χρόνια, ξεχωρίζει «Το φτερό της μύγας», μ’ ένα τίτλο που αναφέρεται σ’ ένα ροκ συγκρότημα που φτιάχνουν οι νεαροί πρωταγωνιστές της ταινίας (βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1995). Ταινία που καταπιάνεται με τα υπαρξιακά προβλήματα μιας ομάδας νεαρών που προσπαθούν να κρύψουν τις ευαισθησίες τους πίσω από μια μάσκα σκληρότητας και κυνισμού. Με τον Σιοπαχά να καταγράφει με δύναμη και αυθεντικότητα το συγκεκριμένο χώρο όπου κινούνται οι νεαροί του ήρωες, σκιτσάροντας με πειστικότητα τους χαρακτήρες και τη συμπεριφορά τους.

Εκτός από τον κινηματογράφο, ο Σιοπαχάς ασχολήθηκε και με το θέατρο σκηνοθετώντας έργα στη Μόσχα, στην Κύπρο και στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας.  Για ένα διάστημα (1995-1998) διετέλεσε διευθυντής του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ), όπου σκηνοθέτησε και μια σειρά έργων, ανάμεσά τους και το «Χορεύοντας στη Λουνάσα» του Φρίελ, «Ο θείος Βάνια» του Τσέχοφ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη και «Ρινόκερος» του Ιονέσκο.

Αν και η τελευταία του ταινία «Πέντε σελίνια νάιλον» ολοκληρώθηκε το 2016, δεν έχει μέχρι στιγμής προβληθεί εξαιτίας νομικών διαφορών με τον παραγωγό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.