«Αυλή των θαυμάτων», του  Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μορφή μιούζικαλ, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, δραματουργία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου και στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου. Στο πιάνο ο καταξιωμένος διεθνώς σολίστ Στέφανος Κορκολής που υπογράφει και τη μουσική σύνθεση της παράστασης. Μουσική διδασκαλία – επιμέλεια μουσικού υλικού Σάββας Ρακιντζάκης. Διεύθυνση δεκαμελούς ορχήστρας Αναστάσιος Συμεωνίδης.

Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του πολιτιστικού οργανισμού «Λυκόφως» και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1911 – 2011).

Ένα έργο του 1957, επίκαιρο ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά του μηνύματα, γίνεται μιούζικαλ. Αυτό από μόνο του φαντάζει «ριψοκίνδυνο», καθώς η ελληνική θεατρική κουλτούρα δεν είναι και πολύ συνηθισμένη σε αυτό το είδος.

Η καταρράκωση μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τη διάψευση των ιδανικών για μια δικαιότερη ζωή, η ανασφάλεια, η φτώχεια, η πολιτική αστάθεια, οι μετεμφυλιακές πληγές, συνιστούν το μύθο αυτής της ιστορίας, με τον Έλληνα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων να διαψεύδεται καθημερινά, σε όλα τα επίπεδα, αναζητώντας την ονειροπόληση, τον ελάσσονα συναισθηματισμό και τη φυγή της μετανάστευσης, ως τη μόνη λύση.
Ωστόσο η προσπάθεια αυτή, να παρασταθεί ως μιούζικαλ, η «Αυλή των θαυμάτων», ένα έργο εμβληματικό στη διαδρομή του ελληνικού θεάτρου, ευοδώθηκε αρκετά ικανοποιητικά.

Η δομή της παράστασης:

Τα «θαύματα» λειτούργησαν έτσι ώστε να υπηρετηθούν οι βασικοί νοηματικοί κώδικες, αλλά με ένα τρόπο που δεν ακούμπησαν βαθιά το θεατή, παρότι η διανομή των ηθοποιών είναι ενδιαφέρουσα στην πλειονότητά της.

Κάποιες σκηνές ήταν δυνατές με προσωπικό ερμηνευτικό στίγμα, κάποιες ήταν χλιαρές που σε ορισμένα σημεία άγγιζαν το «μελό». Το αποτέλεσμα ήταν διττό, και η πλατεία δεν ταρακουνήθηκε συναισθηματικά, αφού η διεκπεραίωση κάποιων σκηνών εμπόδιζε τη ροή, αλλά και η κούραση από ένα μεγάλης χρονικής διάρκειας έργο, δεν ήταν υποστηρικτής της σύλληψης ενός τόσο φιλόδοξου εγχειρήματος.

Το συγκεκριμένο θεατρικό εγχείρημα «σώθηκε», λόγω της εξαιρετικής μουσικής του Στέφανου Κορκολή και της ορχήστρας, ορισμένων ερμηνειών που ξεχώρισαν και οπωσδήποτε από τις χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού.

Ερμηνείες:

Η Ρούλα η Πατεράκη, ως χήρα Αννετώ, καταπληκτική, άμεση, αφοπλιστική, συγκροτημένη, χωρίς υπερβολή, σε στενή επαφή με τον πυρήνα του ρόλου της. Το συγκινησιακό φορτίο μιας μόνης στη ζωή γυναίκας που παλεύει να επιβιώσει, «ακουμπάει» το κοινό, με ένα τρόπο λυρικά ποιοτικό.

Η Όλγα της Κατερίνας Παπουτσάκη αληθινή, η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως Ντόρα χυμώδης, ο Μάνος Βακούσης ως Ιορδάνης αυθεντικός και η Καίτη της Φιλαρέτης Κομνηνού ήρεμη δύναμη.

Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Μαρίζα Τσάρη, Γιώργος Τσιαντούλας, Κόρα Καρβούνη, Δημήτρης Πιατάς, Ηλέκτρα Σαρρή, Αλέξανδρος Βάρθης, η διεθνής μέτζο σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη και ο Γιώργος Γάλλος, εύστομοι και ακριβείς, στην υπόκρισή τους. Συνολικά όλος ο θίασος υπηρέτησε τους ρόλους με γονιμότητα και ευθυβολία.

Σκηνοθεσία:

Η σκηνοθετική γραμμή ακολούθησε μια κλασική φόρμα, χωρίς ιδιαίτερες ευρηματικές δράσεις, εστιάζοντας περισσότερο στο λόγο και την έκφραση. Παρότι υπάρχουν αδυναμίες στη κεντρική δραματουργική ιδέα, ο προβληματισμός παραμένει πολιτικός, διανθισμένος με τις ανάγκες, τα αδιέξοδα, τα απωθημένα και τα όνειρα της λαϊκής τάξης, της δεκαετίας του 1960, αλλά και κάθε εποχής, όπου ο ανθρώπινος παράγοντας πνίγεται ή παραγκωνίζεται κατάφωρα και ελεεινά από τα ημεδαπά και διεθνή κέντρα εξουσίας. Αυτό το θεατρικό/ μουσικό έργο είναι μία συμπαθητική θεατρική δουλειά που φωτίζεται ευστόχως από τον Αλέκο Αναστασίου και αναδεικνύεται από τα εντυπωσιακά σκηνικά και τα κατάλληλα για την εποχή κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου.

Αξιολόγηση:
«Αυλή των θαυμάτων», ένα προσεγμένο μιούζικαλ, με ονειρεμένη μουσική, μεστές ερμηνείες, καλαίσθητη ρυθμική κίνηση, ευέλικτο πάθος και συμβολισμούς διαχρονικούς.