Της Ζωής Τόλη
Όταν η υποκειμενικότητα των ανθρώπων επισκιάζει τη δυναμική της ορθότητας και της σαφήνειας στην αξιολόγηση των πραγμάτων, τότε αμφισβητείται αυτόματα και η κραταιότητα της Αλήθειας. «Οι 12 ένορκοι», του Reginald Rose, στο θέατρο «Αλκμήνη», σε μετάφραση/σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη και δραματουργική επεξεργασία της ίδιας και του Νότη Παρασκευόπουλου.

Ο συγγραφέας το έγραψε το 1954, αφού ο ίδιος είχε παρευρεθεί ως ένορκος σε δίκη ανθρωποκτονίας, μεταφέρθηκε πρώτα στην τηλεόραση τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και βραβεύτηκε με Εmmy για το σενάριο.

«12 angry men», ο τίτλος της ταινίας του Sidney Lumet (το 1957), μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία που έφερε στο φως αυτόν τον προβληματισμό για την αξία της δικαιοσύνης, πόσο ανεξάρτητα δρα απαλλαγμένη από στερεότυπα και ιδεοληψίες -τότε αλλά και τώρα, που στην παγκόσμια πραγματικότητα βλέπουμε να ξεπηδούν έντονα φασιστικά μανιφέστα. Καθόλου αμελητέα δεν είναι η ευκολία με την οποία κρίνουμε τους πάντες, γινόμενοι αυτόκλητα δικαστές του αλλότριου, υμνώντας (ευτυχώς όχι όλοι) την επιβολή του ρατσισμού απέναντι στη διαφορετικότητα.

Νέα Υόρκη, ένα αλλοδαπό δεκαεξάχρονο αγόρι κατηγορείται για το φόνο του πατέρα του και οι ένορκοι συνεδριάζουν για το αν θα εφαρμοστεί η θανατική ποινή, αφού έχουν κληθεί να αποφασίσουν ομόφωνα για τη ζωή ενός νέου ανθρώπου, κλειδωμένοι σ’ ένα δωμάτιο. Δώδεκα θυμωμένοι άντρες, δώδεκα πεντακάθαρα ψυχογραφήματα, που ξετυλίγονται «βίαια» μπροστά μας.

Δικαστικό δράμα ή θρίλερ, η παράσταση, αφού απέσπασε δύο βραβεία κοινού (καλύτερου ανδρικού ρόλου και καλύτερης παράστασης) και το 34ο Κορφιάτικο βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας για την περίοδο 2014-2015, έπειτα από δύο sold-out σεζόν συνεχίζει για τρίτη χρονιά στο «Αλκμήνη».

Η σκηνοθέτιδα μετέφερε στη σκηνή αυτό το έργο εξασφαλίζοντας εκείνη την κλειστοφοβική και εκρηκτική ατμόσφαιρα που ταιριάζει σε μια τέτοια θεατρική παραγωγή. Μας προσφέρει με πιστότητα το κάδρο του ιδεολογικού συστήματος της εποχής, σε μια κοινωνία που «βράζει» διακείμενη εχθρικά απέναντι σε διαφοροποιήσεις φυλής, κοινωνικής τάξης, θρησκείας, σεξουαλικής προτίμησης, φύλου και τα συναφή στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’50. Τα μηνύματα -διαχρονικά- αφορούν άμεσα και την εποχή μας που γεννά τη περιχαράκωση γύρω από το «κανονικό» και αποδεικνύει μέσα στην τραγικότητά της πόσο σχετική είναι η αξιοπιστία και το επισφαλές απότοκο της αμφισβήτησης.

Η παράσταση, σφιχτοδεμένη, πυκνή, μεστή νοημάτων και συμβολισμών, μας μεταφέρει αμέσως στο δωμάτιο όπου οι λάβροι αρσενικοί (εκτός εξαιρέσεων) μετέτρεψαν σε «αρένα του μποξ», όπου ανάλογα με το χαρακτήρα και την ιδεολογική απόχρωση του καθενός, επιδίδονται σε ρατσιστικές δηλώσεις, που όμως απλώνονται και σε σωματική βιαιοπραγία. Η σύγκρουση αφορά εκτός των άλλων την ορθολογιστική ή την ιδεαλιστική αντίληψη της ζωής, δηλαδή τον προβληματισμό σε σχέση με την έννοια της προτεραιότητας στο προσωπικό μας χάρτη.

Όλη η «συζήτηση» περιστρέφεται γύρω από το τι είναι ουσιώδες για το άτομο, στηρίζοντας την ετυμηγορία του αποκλειστικά στα γεγονότα ή στην ενδελεχή έρευνα των στοιχείων. Η τελευταία εκδοχή ενσπείρει την αμφισβήτηση και στους θεατές, που μαζί με τους ενόρκους σταδιακά μπαίνουν σε μια οπτική, αρμόζουσα σε σκεπτόμενους πολίτες και όχι σε υποταγμένους ετερόφωτους.

Την αμφιβολία και την έλλειψη βεβαιότητας ενστερνίζεται και υπερασπίζεται μέχρι τέλους, επηρεάζοντας και τους υπόλοιπους, που τους φέρνει αντιμέτωπους με τη συνείδησή τους, ο Χριστόδουλος Στυλιανού (ένορκος 8), ένας αυτόφωτος, συνετός, συγκροτημένος πολίτης με πανεπιστημιακές σπουδές και με συναίσθηση ευθύνης απέναντι στο εύκολο της πλάνης. Ερμηνεύει με μέτρο, δύναμη ψυχής και πνευματικότητα που καθηλώνει το θεατή. Εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα πέρα από προσωπικές προβολές και ταυτίσεις (όπως κάνει ο πολύ θυμωμένος Θανάσης Κουρλαμπάς, ένορκος 3).

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος (ένορκος 10), μαζί με τον Θ. Κουρλαμπά εκπροσωπούν την κυνικότητα των μονολιθικών αντιλήψεων, κάθε τι «πραγματικό», και με όχημα τα εμμονικά τους απωθημένα σκιαγραφούν τα ταμπού της εποχής και όχι μόνο, επιδεικνύοντας την ηθική τους χρεοκοπία. Ο πρώτος μάλιστα με την ωμότητα του δογματισμού του σημειώνει για τους μειονοτικούς που δεν είναι λευκοί: «αυτοί γεννοβολάνε παιδιά σαν τα σκυλιά» (υπαινιγμός για το αγόρι της δίκης, που ζούσε σε φτωχογειτονιά και ανήκε σε μειονότητα). Οι ερμηνείες και των δύο εύστοχες, πειστικές, με τις σωστές κορυφώσεις, ανέδειξαν την ευρεία γκάμα του αδιαμφισβήτητου ταλέντου τους ενισχύοντας τη δραματική ένταση.

Ο Παντελής Παπαδόπουλος (ένορκος 9), ο γηραιότερος της παρέας με τη βιωματική του σοφία, σεμνός, ευγενής, έξυπνος, χωρίς ιδεοληψίες, φανερώνει το φάσμα των ενοχών αν βιαστούν να στείλουν στην ηλεκτρική καρέκλα ένα νέο και ίσως αθώο πλάσμα.

Ο Βασίλης Παλαιολόγος (ένορκος 4) υποδύεται έναν εύστροφο χρηματιστή, εκπρόσωπο μιας ανερχόμενης τάξης που μελλοντικά στηρίχτηκε στον ορθολογισμό των πραγμάτων, καλλιεργημένο, που στη ρατσιστική έκρηξη του Γιαννόπουλου αντέδρασε δυναμικά λέγοντάς του «τώρα κάτσε και μην ξανανοίξεις το στόμα σου».

Τον ένορκο 7 παίζει ο Αλέξανδρος Πέρρος με υποκριτική συνέπεια για ένα χαρακτήρα της νέας γενιάς, με γνώμονα το χρήμα (πωλήσεις μαρμελάδας), βιαστικό στις αποφάσεις του, επιρρεπή στην πρακτικότητα, εμφανές δείγμα μιας κοινωνικής τάξης στην οικονομικά υποσχόμενη Αμερική.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί εξαιρετικοί, ο Κωνσταντίνος Μουταφτσής (ένορκος 1), συντονιστής του «διαλόγου», σοβαρός, πειθαρχημένος, ο Χάρης Μαυρουδής (ένορκος 2) με σκηνική αυτοτέλεια και εύπλαστη τεχνική, ο Περικλής Λιανός (ένορκος 11) με πάθος και ρεαλισμό, ο Ορέστης Τρίκας (ένορκος 5), γέννημα των φτωχογειτονιών της μεγαλούπολης, εκφράζει καταπληκτικά το συναισθηματικό νέο παράλληλα με το τσαγανό ενός ατόμου που δεν ανέχεται προσβολές σοβινιστικής διάστασης, ο Απόλλωνας Μπόλλας (ένορκος 12), ο πλέον αμφιταλαντευόμενος ως πρόσωπο, παίζει με σεβασμό και επιδεξιότητα, και ο Μάνος Ιωνάς (ένορκος 6), αυθόρμητος, άμεσος, απλοϊκός, λαϊκός τύπος, λάτρης του παρασκηνίου, ενσαρκώνει με ωριμότητα και στιβαρότητα μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο ένα δύσκολο ρόλο, αν και η συμμετοχή του, όπως και των προαναφερθέντων ηθοποιών, ήταν μικρότερη χρονικά. Συμμετέχει ο Αλέξης Σταυριανός.

Τη φωνή της χαρίζει η Νένα Μεντή.

Όλο το θεατρικό δρώμενο διαδραματίζεται σε συγκρουσιακό, αλληλοσπαρακτικό και κλειστοφοβικό σύμπαν, με έντονο το στοιχείο της διαλεκτικής, πράγμα που αφορά την αξιακή εμβέλεια του κειμένου όσο και την αβανταδόρικη σκηνοθετική ματιά της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη. Διαχειρίστηκε το υλικό αριστοτεχνικά, στέκεται με σεβασμό στα συστατικά του λόγου και της δομής του έργου βοηθούμενη από φωτισμούς (Αλέξανδρος Αλεξάνδρου), κοστούμια (Κική Μήλιου), πρωτότυπη μουσική (Γιώργος Περού), κίνηση (Χριστίνα Φωτεινάκη). Όλα τα παραπάνω βοήθησαν στο άρτιο αποτέλεσμα, μαζί με τα σκηνικά, τα οποία εξασφαλίζουν τα απαιτούμενα επίπεδα δράσης που αναδεικνύουν το σκηνικό και παρασκηνιακό υπόβαθρο του εγχειρήματος.

Μια αξιοθαύμαστη συλλογική δουλειά, μία παράσταση που οφείλει κάποιος να την παρακολουθήσει.