Το σχέδιο οδηγίας που παρουσίασε η Επιτροπή για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, ως μια πολύ καλή και κοινωνικά δίκαιη νομοθεσία, που χρόνια θα έπρεπε να έχει δημιουργήσει η ΕΕ.

Μιλά για σύγκλιση των επιπέδων των μισθών μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ, ώστε να περιοριστούν οι μεγάλες, σε πολλές περιπτώσεις διαφορές που παρατηρούνται, επαναφέρει το θέμα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, που σχεδόν είχε ξεχαστεί, και στα 17 άρθρα του σχεδίου οδηγίας προβλέπει συγκεκριμένες ρυθμίσεις, Στο κείμενο που ακολουθεί, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σημεία του αιτιολογικού μέρους του σχεδίου οδηγίας, και οι επεξηγήσεις των επιμέρους άρθρων

Για την εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, αλλά και για την οικοδόμηση δίκαιων και ανθεκτικών οικονομιών και κοινωνιών, είναι ουσιαστικό να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι στην Ένωση αμείβονται με επαρκείς μισθούς, σύμφωνα με την Ατζέντα του 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, αναφέρει η Επιτροπή. Οι επαρκείς μισθοί, προσθέτει, αποτελούν ουσιώδες συστατικό στοιχείο του μοντέλου της ΕΕ για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς. Η σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα αυτό συμβάλλει στην εκπλήρωση της υπόσχεσης για επίτευξη κοινής ευημερίας στην ΕΕ.

Τον Νοέμβριο του 2017 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διακήρυξαν τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων (στο εξής: πυλώνας) με στόχο να υλοποιήσουν την υπόσχεση της Ευρώπης για ευημερία, πρόοδο και σύγκλιση και να καταστήσουν την κοινωνική Ευρώπη πραγματικότητα για όλους. Σύμφωνα με την αρχή 6 του πυλώνα, η οποία έχει τίτλο «Μισθοί», θα πρέπει να διασφαλίζονται επαρκείς ελάχιστοι μισθοί και ο καθορισμός των μισθών να γίνεται με τρόπο διαφανή και προβλέψιμο, σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές και με σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων. Με το στρατηγικό θεματολόγιο για την περίοδο 2019-2024 , το οποίο συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2019, ζητήθηκε η εφαρμογή του πυλώνα σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο.

Στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την περίοδο 2019-2024 εξαγγέλθηκε σχέδιο δράσης για την πλήρη εφαρμογή του πυλώνα, συμπεριλαμβανομένης μιας πρωτοβουλίας για δίκαιους κατώτατους μισθούς. Η ανακοίνωση της 14ης Ιανουαρίου 2020 για την οικοδόμηση μιας ισχυρής κοινωνικής Ευρώπης για δίκαιες μεταβάσεις 1 παρουσίασε χάρτη πορείας για την εκπόνηση του σχεδίου δράσης και επιβεβαίωσε τη δέσμευση για την ανάληψη πρωτοβουλίας για τους κατώτατους μισθούς, ως μίας από τις βασικές δράσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν σε ενωσιακό επίπεδο στο πλαίσιο αυτό. Την ίδια ημέρα δρομολογήθηκε το πρώτο στάδιο διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με το πώς μπορούν να διασφαλιστούν επαρκείς κατώτατοι μισθοί για τους εργαζομένους στην Ένωση .

Στην ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης τον Σεπτέμβριο του 2020, η πρόεδρος εης Επιτροπής von der Leyen δήλωσε τα εξής: «Η αλήθεια είναι όμως ότι για υπερβολικά μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας οι αποδοχές τους δεν επαρκούν. Το ντάμπινγκ στις μισθολογικές αποδοχές καταστρέφει την αξιοπρέπεια της εργασίας, τιμωρεί τον επιχειρηματία που πληρώνει λογικούς μισθούς και διαστρεβλώνει τον θεμιτό ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά. Γι’ αυτό η Επιτροπή θα προτείνει ένα νομικό πλαίσιο, ώστε να στηρίξει τα κράτη μέλη με σκοπό τη θέσπιση ενός πλαισίου κατώτατων μισθών. Ο καθένας πρέπει να διαθέτει πρόσβαση σε έναν κατώτατο μισθό μέσω συλλογικών συμφωνιών ή μέσω νόμιμων κατώτατων μισθών.»

Καλό για όλους

Η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, μεταξύ άλλων μέσω επαρκών κατώτατων μισθών, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωφελεί τόσο τους εργαζομένους όσο και τις επιχειρήσεις της Ένωσης. Η αντιμετώπιση των μεγάλων διαφορών όσον αφορά την κάλυψη και την επάρκεια των κατώτατων μισθών συμβάλλει στην ενίσχυση της δικαιοσύνης στην αγορά εργασίας της ΕΕ, στην παροχή κινήτρων για βελτίωση της παραγωγικότητας και στην προαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Ο ανταγωνισμός στην ενιαία αγορά θα πρέπει να βασίζεται στην καινοτομία και τη βελτίωση της παραγωγικότητας, καθώς και σε υψηλά κοινωνικά πρότυπα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, σε πολλά κράτη μέλη οι χαμηλοί μισθοί δεν ακολούθησαν τον ρυθμό αύξησης των άλλων μισθών. Διαρθρωτικές τάσεις που αναδιαμορφώνουν τις αγορές εργασίας, όπως η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση και η αύξηση των άτυπων μορφών απασχόλησης, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, έχουν οδηγήσει σε αυξημένη πόλωση των θέσεων εργασίας, με συνακόλουθο αποτέλεσμα ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό χαμηλόμισθων και χαμηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας, και έχουν προκαλέσει τη διάβρωση των παραδοσιακών δομών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερα ποσοστά φτωχών εργαζομένων και μισθολογική ανισότητα.

Ο ρόλος των κατώτατων μισθών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε περιόδους οικονομικής κάμψης. Η κρίση που προκλήθηκε από τη νόσο Covid-19 έχει πλήξει ιδιαίτερα τομείς στους οποίους απασχολείται υψηλότερο ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων, όπως το λιανικό εμπόριο και ο τουρισμός, και έχει ισχυρότερο αντίκτυπο στις ομάδες του πληθυσμού που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Η διασφάλιση της πρόσβασης των εργαζομένων της Ένωσης σε ευκαιρίες απασχόλησης και σε επαρκείς κατώτατους μισθούς είναι ουσιαστικής σημασίας για τη στήριξη μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάκαμψης.

Προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού μπορεί να παρέχεται με συλλογικές συμβάσεις (όπως συμβαίνει σε 6 κράτη μέλη) ή με νόμιμους κατώτατους μισθούς που καθορίζονται νομοθετικά (όπως συμβαίνει σε 21 κράτη μέλη).

Η προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού, όταν ο εν λόγω μισθός καθορίζεται σε επαρκές επίπεδο, διασφαλίζει στους εργαζομένους αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, συμβάλλει στη στήριξη της εγχώριας ζήτησης, ενισχύει τα κίνητρα για εργασία και μειώνει τη φτώχεια των εργαζομένων και την ανισότητα στο χαμηλότερο άκρο της μισθολογικής κατανομής. Η προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού στηρίζει επίσης την ισότητα των φύλων, καθώς είναι περισσότερες οι γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή με μισθό κοντά στο επίπεδο του κατώτατου.

Ωστόσο, σήμερα, πολλοί εργαζόμενοι στην ΕΕ δεν προστατεύονται από επαρκή κατώτατο μισθό.

Στα περισσότερα κράτη μέλη με εθνικό νόμιμο κατώτατο μισθό, ο κατώτατος μισθός είναι υπερβολικά χαμηλός σε σύγκριση με τους άλλους μισθούς ή υπερβολικά χαμηλός για να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ακόμη και αν έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Οι εθνικοί νόμιμοι κατώτατοι μισθοί 3 είναι χαμηλότεροι από το 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και/ή από το 50 % του ακαθάριστου μέσου μισθού σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη .

Το 2018, σε εννιά κράτη μέλη, ο νόμιμος κατώτατος μισθός δεν εξασφάλιζε σε εργαζόμενο που ζούσε μόνος και αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό εισόδημα επαρκές για να ξεπεράσει το όριο του κινδύνου φτώχειας. Επιπροσθέτως, συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων αποκλείονται από την προστασία που παρέχουν οι εθνικοί νόμιμοι κατώτατοι μισθοί. Τα κράτη μέλη με υψηλό ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις τείνουν να έχουν χαμηλότερο ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς. Ωστόσο, και σε κράτη μέλη που βασίζονται αποκλειστικά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις ορισμένοι εργαζόμενοι δεν έχουν πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού. Το ποσοστό των εργαζομένων που δεν καλύπτονται ανέρχεται μεταξύ του 10 % και του 20 % σε τέσσερις χώρες, ενώ σε μία χώρα ανέρχεται στο 55 %.

Στο πλαίσιο αυτό, η προτεινόμενη οδηγία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι στην Ένωση προστατεύονται από επαρκείς κατώτατους μισθούς, που επιτρέπουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, όπου και αν εργάζονται. Για την επίτευξη του γενικού αυτού στόχου, η πρόταση θεσπίζει πλαίσιο για τη βελτίωση της επάρκειας των κατώτατων μισθών και την αύξηση της πρόσβασης των εργαζομένων σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού. Οι στόχοι αυτοί είναι σημαντικοί τόσο για τα συστήματα νόμιμου κατώτατου μισθού όσο και για τα συστήματα που βασίζονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Η προτεινόμενη οδηγία επιδιώκει την επίτευξη των εν λόγω στόχων λαμβάνοντας υπόψη και σεβόμενη απόλυτα τις ιδιαιτερότητες των εθνικών συστημάτων, τις εθνικές αρμοδιότητες και την αυτονομία και συμβατική ελευθερία των κοινωνικών εταίρων. Επιπλέον, επιδιώκει να διαφυλάξει την πρόσβαση στην απασχόληση, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανταγωνιστικότητα, μεταξύ άλλων και για τις ΜΜΕ. Παρέχει επαρκή ευελιξία ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων των τάσεων στην παραγωγικότητα και την απασχόληση.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών, η προτεινόμενη οδηγία αποσκοπεί στην προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών σε όλα τα κράτη μέλη. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις διαδραματίζουν κομβικό ρόλο για τη διασφάλιση προστασίας με τη μορφή επαρκούς κατώτατου μισθού. Οι χώρες στις οποίες η κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι υψηλή τείνουν να εμφανίζουν χαμηλότερο ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων, υψηλότερους κατώτατους μισθούς σε σχέση με τον διάμεσο μισθό, μικρότερη μισθολογική ανισότητα και υψηλότερους μισθούς σε σύγκριση με τις άλλες χώρες.

Στα κράτη μέλη όπου η προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού παρέχεται αποκλειστικά από συλλογικές συμβάσεις, η επάρκεια του εν λόγω μισθού και το ποσοστό των προστατευόμενων εργαζομένων εξαρτώνται άμεσα από τα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ασκούν επίσης ισχυρή επιρροή στην επάρκεια των κατώτατων μισθών. Επηρεάζοντας τις γενικές μισθολογικές εξελίξεις, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εξασφαλίζουν μισθούς άνω του κατώτατου ορίου που καθορίζεται από τον νόμο και οδηγούν σε βελτιώσεις του εν λόγω ορίου. Παράλληλα, προωθούν την αύξηση της παραγωγικότητας.

Για τις χώρες στις οποίες υφίστανται νόμιμοι κατώτατοι μισθοί, η προτεινόμενη οδηγία επιδιώκει να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη θα εκπληρώνουν τους όρους ώστε οι νόμιμοι κατώτατοι μισθοί να καθορίζονται σε επαρκές επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες καθώς και τις περιφερειακές και κλαδικές διαφορές. Κριτήρια, τα οποία καθορίζονται με σαφή και σταθερό τρόπο και τα οποία επιδιώκουν την προώθηση της επάρκειας, μαζί με ένα πλαίσιο διακυβέρνησης που προβλέπει την τακτική και έγκαιρη επικαιροποίηση και την ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, συμβάλλουν στην εξασφάλιση της επάρκειας των νόμιμων κατώτατων μισθών.

Η προτεινόμενη οδηγία επιδιώκει επίσης να βελτιώσει περαιτέρω την επάρκεια των κατώτατων μισθών μέσω του περιορισμού στο ελάχιστο της εφαρμογής διαφοροποιήσεων στους νόμιμους κατώτατους μισθούς για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων ή κρατήσεων από τις αποδοχές.

Τέλος, ορισμένοι εργαζόμενοι ενδέχεται να μην προστατεύονται επαρκώς από κατώτατους μισθούς λόγω της μη τήρησης των ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων ή των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. Η διασφάλιση της συμμόρφωσης και της αποτελεσματικής επιβολής είναι ουσιαστικής σημασίας για να επωφελούνται οι εργαζόμενοι από αποτελεσματική πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού και να προστατεύονται οι επιχειρήσεις από τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη οδηγία επιδιώκει την προώθηση της συμμόρφωσης, καθώς και την ενίσχυση της επιβολής και της παρακολούθησης, σε όλα τα κράτη μέλη, με τρόπο αναλογικό, ώστε να μην προκαλείται υπερβολική και δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των μικρών, μεσαίων και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

•Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Κεφάλαιο Ι – Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1 – Αντικείμενο

Η διάταξη αυτή ορίζει το αντικείμενο της οδηγίας, το οποίο συνίσταται στη θέσπιση ενός πλαισίου σε ενωσιακό επίπεδο ώστε να διασφαλίζεται τόσο ότι οι κατώτατοι μισθοί καθορίζονται σε επαρκές επίπεδο όσο και ότι οι εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού, έχοντος χαρακτήρα νόμιμου κατώτατου μισθού ή μισθού καθοριζόμενου από συλλογική σύμβαση.

Το εν λόγω άρθρο διευκρινίζει επίσης ότι η οδηγία δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να καθορίζουν νόμιμους κατώτατους μισθούς ή να προωθούν την πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού η οποία παρέχεται από συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και με πλήρη σεβασμό της συμβατικής ελευθερίας των κοινωνικών εταίρων. Διευκρινίζει περαιτέρω ότι η οδηγία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη στα οποία δεν υπάρχει νόμιμος κατώτατος μισθός υποχρέωση θέσπισης τέτοιου ή υποχρέωση να καθιστούν τις συλλογικές συμβάσεις καθολικά εφαρμοστέες.

Άρθρο 2 – Πεδίο εφαρμογής

Το άρθρο αυτό διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνει τους εργαζομένους που εργάζονται με σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας, όπως οι εν λόγω έννοιες ορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή τις πρακτικές σε κάθε κράτος μέλος, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προσέγγιση αυτή όσον αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας ακολουθήθηκε και για τους σκοπούς των οδηγιών 2019/1152 και 2019/1158. Επιτρέπει να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας του ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης, όπως το οικιακό προσωπικό, οι κατά παραγγελία εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι διαλείπουσας απασχόλησης, οι εργαζόμενοι βάσει δελτίου, οι ψευδοαυτοαπασχολούμενοι, οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, οι ασκούμενοι και οι μαθητευόμενοι. Η προτεινόμενη οδηγία θα εφαρμόζεται στους εν λόγω εργαζομένους εφόσον πληρούν τα κριτήρια που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο όσον αφορά τον ορισμό του «εργαζομένου».

Άρθρο 3 – Ορισμοί

Η διάταξη αυτή ορίζει μια σειρά αναγκαίων όρων και εννοιών για την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας.

Άρθρο 4 – Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών

Η διάταξη αυτή έχει στόχο να αυξήσει την κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη καλούνται να αναλάβουν δράση για να προωθήσουν την ικανότητα των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, καθώς και για να ενθαρρύνουν τις εποικοδομητικές, ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες διαπραγματεύσεις επί των μισθών.

Επιπλέον, απαιτεί από τα κράτη μέλη στα οποία η κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις (όπως ορίζεται στο άρθρο 3) δεν φτάνει τουλάχιστον το 70 % των εργαζομένων να θεσπίσουν πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να εκπονήσουν σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Κεφάλαιο II – Νόμιμοι κατώτατοι μισθοί

Οι διατάξεις του εν λόγω κεφαλαίου εφαρμόζονται μόνο στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς.

Άρθρο 5 – Επάρκεια

Για να διασφαλίζεται η επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, η διάταξη αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη που διαθέτουν νόμιμους κατώτατους μισθούς να προβλέπουν τα ακόλουθα στοιχεία: εθνικά κριτήρια για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών, τα οποία καθορίζονται κατά τρόπο σταθερό και σαφή· τακτικές και έγκαιρες επικαιροποιήσεις· και τη συγκρότηση συμβουλευτικών οργάνων.

Τα εθνικά κριτήρια θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον την αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών, το γενικό επίπεδο των ακαθάριστων μισθών και την κατανομή τους, τον ρυθμό αύξησης των ακαθάριστων μισθών και τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας. Θα πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές, είτε με σχετική εθνική νομοθεσία, είτε με αποφάσεις των αρμόδιων φορέων, είτε με τριμερείς συμφωνίες. Τα κράτη μέλη καλούνται επίσης να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο 33 .

Άρθρο 6 – Διαφοροποιήσεις και κρατήσεις

Για την προώθηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών για όλες τις ομάδες εργαζομένων, η διάταξη αυτή ζητεί από τα κράτη μέλη, σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, να περιορίσουν τη χρήση διαφοροποιήσεων στους νόμιμους κατώτατους μισθούς, καθώς και τον χρόνο και την έκταση της εφαρμογής των υφιστάμενων.

Το άρθρο αυτό προβλέπει επίσης την προστασία των νόμιμων κατώτατων μισθών από αδικαιολόγητες ή δυσανάλογες κρατήσεις. Ορισμένες κρατήσεις από τους νόμιμους κατώτατους μισθούς μπορεί πράγματι να δικαιολογούνται από θεμιτό στόχο, για παράδειγμα όταν έχουν διαταχθεί από δικαστική αρχή. Άλλες, όπως οι κρατήσεις που σχετίζονται με τον εξοπλισμό που απαιτείται για την εκτέλεση της εργασίας ή οι κρατήσεις για παροχές σε είδος, όπως η στέγαση, μπορεί να είναι αδικαιολόγητες ή δυσανάλογες.

Άρθρο 7 – Συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών

Η διάταξη αυτή απαιτεί την ουσιαστική και έγκαιρη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών, μεταξύ άλλων μέσω συμμετοχής τους στα συμβουλευτικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 5. Απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν για τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 5, στις επικαιροποιήσεις των κατώτατων μισθών, στη θέσπιση των διαφοροποιήσεων και των κρατήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, καθώς και στη συλλογή δεδομένων και την εκπόνηση μελετών στον τομέα αυτόν.

Εκτός από τη συμβολή τους στη διασφάλιση και τη διατήρηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών, η έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων αποτελεί επίσης στοιχείο χρηστής διακυβέρνησης, που καθιστά δυνατή μια τεκμηριωμένη και χωρίς αποκλεισμούς διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Άρθρο 8 – Πραγματική πρόσβαση των εργαζομένων στους νόμιμους κατώτατους μισθούς

Η διάταξη αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, για να διασφαλίζουν την πραγματική πρόσβαση των εργαζομένων σε προστασία με τη μορφή νόμιμου κατώτατου μισθού. Τα απαιτούμενα μέτρα θα συνίσταται κυρίως στην ενίσχυση του συστήματος ελέγχων και επιτόπιων επιθεωρήσεων, στην κατάρτιση κατευθυντήριων οδηγιών για τις αρχές επιβολής των κανόνων και στην παροχή στους εργαζομένους κατάλληλων πληροφοριών σχετικά με τους ισχύοντες νόμιμους κατώτατους μισθούς.

Κεφάλαιο III – Οριζόντιες διατάξεις

Άρθρο 9 – Δημόσιες συμβάσεις

Η διάταξη αυτή απαιτεί, κατά την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης, οι οικονομικοί φορείς (συμπεριλαμβανομένης της αλυσίδας υπεργολαβίας που ακολουθεί) να τηρούν τους εφαρμοστέους μισθούς που έχουν συμφωνηθεί συλλογικά και τους νόμιμους κατώτατους μισθούς, όπου υφίστανται. Πράγματι, κατά την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ενδέχεται να υπάρξουν φαινόμενα μη τήρησης των διατάξεων για τους νόμιμους κατώτατους μισθούς ή των όρων για τους μισθούς που καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αμείβονται με αμοιβές χαμηλότερες από τον καταβλητέο κατώτατο μισθό.

Η υποχρέωση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη εμπίπτει στις ισχύουσες υποχρεώσεις εργατικού δικαίου που προβλέπονται από το άρθρο 18 παράγραφος 2 και το άρθρο 71 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 36 παράγραφος 2 και το άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, και το άρθρο 30 παράγραφος 3 και το άρθρο 42 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης. Η συναφής αποσαφήνιση και η ρητή παραπομπή στις εν λόγω διατάξεις αποσκοπεί στη στήριξη και την ενίσχυση της εφαρμογής τους στον τομέα των κατώτατων μισθών.

Άρθρο 10 – Παρακολούθηση και συλλογή δεδομένων

Η διάταξη αυτή αναφέρεται στη δημιουργία αποτελεσματικού συστήματος παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναθέσουν στις αρμόδιες αρχές τους την ανάπτυξη αποτελεσματικών και αξιόπιστων εργαλείων συλλογής δεδομένων, τα οποία θα πρέπει να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να υποβάλλουν ετησίως στην Επιτροπή τα σχετικά δεδομένα που αφορούν την κάλυψη και την επάρκεια.

Η διάταξη απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις και τους μισθολογικές τους όρους είναι διαφανείς και δημοσίως προσβάσιμες.

Για την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας, η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης την υποβολή από την Επιτροπή ετήσιας έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εκ μέρους της αξιολόγηση των εξελίξεων όσον αφορά την επάρκεια και την κάλυψη των κατώτατων μισθών, βάσει των πληροφοριών που θα παρέχουν τα κράτη μέλη. Επιπλέον, με βάση την έκθεση της Επιτροπής, η Επιτροπή Απασχόλησης θα εξετάζει την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και την επάρκεια των κατώτατων μισθών στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της διαδικασίας συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης σε επίπεδο ΕΕ.

Άρθρο 11 – Δικαίωμα σε επανόρθωση και προστασία από δυσμενή μεταχείριση ή συνέπειες

Η διάταξη αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι, χωρίς να θίγονται οι ειδικές μορφές επανόρθωσης και επίλυσης διαφορών που τυχόν προβλέπονται σε συλλογικές συμβάσεις, οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικό και αμερόληπτο μηχανισμό επίλυσης διαφορών και δικαίωμα σε επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένης επαρκούς αποζημίωσης, καθώς και αποτελεσματική προστασία από κάθε μορφή βλάβης σε περίπτωση που αποφασίσουν να ασκήσουν το δικαίωμα άμυνάς τους όταν προσβάλλονται τα δικαιώματά τους που απορρέουν από ισχύουσα προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους από δυσμενή μεταχείριση ή συνέπειες από τον εργοδότη, οι οποίες θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν τους εργαζομένους από την υποβολή καταγγελιών όταν παραβιάζονται τα δικαιώματά τους.

Άρθρο 12 – Κυρώσεις

Η διάταξη αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζουν προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού.

Κεφάλαιο IV – Τελικές διατάξεις

Άρθρο 13 – Εφαρμογή

Η διάταξη αυτή τονίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της οδηγίας, εφόσον το ζητήσουν οι κοινωνικοί εταίροι και υπό τον όρο ότι τα κράτη μέλη έχουν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιδιώκει η οδηγία.

Άρθρο 14 – Διάδοση πληροφοριών

Η διάταξη αυτή έχει στόχο να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει ευαισθητοποίηση στα κράτη μέλη σχετικά με τα δικαιώματα που χορηγεί η οδηγία, καθώς και με τις άλλες υφιστάμενες διατάξεις στον ίδιο τομέα.

Άρθρο 15 – Αξιολόγηση και επανεξέταση

Η διάταξη αυτή ορίζει ότι η Επιτροπή θα διεξαγάγει αξιολόγηση της οδηγίας πέντε έτη μετά τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Ακολούθως, η Επιτροπή θα υποβάλει στους συννομοθέτες έκθεση εξέτασης της εφαρμογής της οδηγίας και, αν το κρίνει αναγκαίο, θα υποβάλει προτάσεις για την αναθεώρηση και την επικαιροποίησή της.

Άρθρο 16 – Απαγόρευση της υποβάθμισης και ευνοϊκότερες διατάξεις

Πρόκειται για τυποποιημένη διάταξη που επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας από αυτό που εγγυάται η προτεινόμενη οδηγία και που αποτρέπει τη χρήση της για την υποβάθμιση των υφιστάμενων προτύπων στους ίδιους τομείς.

Άρθρο 17 – Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Πρόκειται για τυποποιημένες διατάξεις που καθορίζουν το ανώτατο χρονικό περιθώριο (δύο έτη) που έχουν τα κράτη μέλη για να μεταφέρουν την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο και να κοινοποιήσουν τις σχετικές διατάξεις στην Επιτροπή, καθώς και την υποχρέωση των κρατών μελών να διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας.

Πηγή: pelazkarabo blogspot