Ο αναρχισμός και η θλίψη της πανκ και μια μούμια χωρίς ζωή

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

*** Sid and Nancy

Βρετανία, 1986. Σκηνοθεσία: Άλεξ Κοξ. Σενάριο: Άλεξ Κοξ, Άλμπι Γουλ. Ηθοποιοί: Γκάρι Όλντμαν, Κλόε Γουέμπ, Ντέιβιντ Χέιμαν, Κόρτνεϊ Λαβ, Ντρου Σκόφιλντ. 102’

Με τον κόσμο της πανκ μέσα από την ιστορία του Sid Vicious, αρχηγού του διάσημου βρετανικού πανκ γκρουπ, The Sex Pistols, και της καταστροφικής σχέσης του με τη τζάνκη φιλενάδα του, Nancy Spungen, παρουσιάζει στην, υπό επανέκδοση, αυτή ταινία του, ο Άλεξ Κοξ, που είχε κάνει μιαν εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση το 1984 με την ταινία Repo Man.

Την ιστορία την παρακολουθούμε μέσα από την αφήγηση που κάνει στην αστυνομία ο Sid που είχε μαχαιρώσει τη Νάνσι και ο οποίος σχεδόν ένα χρόνο αργότερα θα πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, σε ηλικία μόλις 21 χρόνων. Η ιστορία ξεκινά απ τη γνωριμία του Σιντ με την Αμερικανίδα τζάνκι, Νάνσι, το κορίτσι που εισάγει τον Σιντ στον κόσμο της ηρωίνης.

Ο Κοξ κατάφερε να αναπλάσει τον αναρχικό κόσμο της πανκ μέσα από τη με επιμονή στη λεπτομέρεια καταγραφή του περιβάλλοντος (στη δημιουργία της ατμόσφαιρας συμβάλλει και η φωτογραφία του εξαίρετου Ρότζερ Ντίκινς), αλλά και τη συμπεριφορά των χαρακτήρων, ιδιαίτερα του Σιντ, έτοιμου για κάθε είδους εκκεντρικής συμπεριφοράς, από τη οποία δεν λείπουν το, συχνά παράλογο, χιούμορ, διανθισμένο με σουρεαλιστικές πινελιές – χαρακτηριστική είναι η σκηνή του βίντεο-κλιπ για το εξώφυλλο του δίσκου “My Way”.

Από τις καλύτερες ταινίες γύρω από τον κόσμο της μουσικής πανκ, η οποία, ακόμη και σήμερα, τριάντα τόσα χρόνια μετά το γύρισμα της, εξακολουθεί να έχει την ίδια φρεσκάδα.

* Η μούμια

The Mummy. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Άλεξ Κούρτζμαν. Σενάριο: Ντέιβιντ Κεπ, Κρίστοφερ ΜακΚουόρι, Ντίλαν Κούσμαν. Ηθοποιοί: Τομ Κρουζ, Σοφία Μπουτέλα, Ράσελ Κρόου, Άναμπελ Γουόλις, Τζέικ Τζόνσον. 110’

Η “Μούμια” του Άλεξ Κούρτζμαν είναι δείγμα της φτώχειας και του αδιεξόδου του σύγχρονου Χόλιγουντ. Μια βιομηχανία σε κρίση εδώ και μερικές δεκαετίες, κρίση σεναρίου, με τους παραγωγούς να στρέφονται σε franchise των επιτυχημένων στο παρελθόν μπλοκ-μπάστερ, ή σε ριμέικ παλιών κλασικών επιτυχιών. Έτσι, ύστερα από τα κάπως διασκεδαστικά  ριμέικ του 1999 από τον Στίβεν Σόμερς της κλασικής “Μουμιας” του 1932, η ειδικευμένη στις ταινίες τρόμου Γιουνιβέρσαλ στράφηκε και πάλι σε ενα καινούριο ριμέικ (ή, πιο σωστά, σε νέα εκδοχή) της ιστορίας της μούμιας που ανασταίνεται μετά από χιλιετίες για να προκαλέσει τον Αρμαγεδδώνα!

Τη φορά όμως αυτή, ελλείψει ιδεών – ή έχοντας υπόψη μόνο δωδεκάχρονους νεαρούς – οι παραγωγοί και οι τρεις (ναι, τρεις!) σεναριογράφοι τους, μαζί με άλλους δυο συγγραφείς της βασικής ιστορίας, προσπάθησαν να συνδυάσουν τα στοιχεία εκείνα που θεωρούν εμπορικά: Έναν τυχοδιώκτη ήρωα, τον στρατιώτη και αρχαιοκάπηλο Νικ Μόρτεν του Τομ Κρουζ, κάτι μεταξύ Ιντιάνα Τζόουνς και τους σούπερ-ήρωες των κόμικς, σκηνές από κάποιον πόλεμο (εδώ του Ιράκ), από ταινίες με βαμπίρ και ζόμπι, και ατέλειωτες περιπέτειες, με κύριο πρωταγωνιστή τα εντυπωσιακά CGI.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, πρόσθεσαν και έναν άλλο “ήρωα”, τον Δρ. Τζέκιλ (Ράσελ Κρόου), που κάποια στιγμή, όπως το περιμένει κάνεις, μετατρέπεται και σε κύριο Χάιντ! Με άλλα λόγια ένα συνονθύλευμα ιδεών και καταστάσεων ούτε σε κάνει να διερωτάσαι αν πράγματι δούλεψαν πέντε συνολικά άτομα για να γράψουν ένα τέτοιο σενάριο!

Η Μούμια της Αμανέτ, αχόρταγη για έρωτα και ανυπόμονη για τη δημιουργία του θεού του θανάτου (που, όπως πιστεύει, τα εκπροσωπεί ο Κρουζ), αποκτά σάρκα και ζωή όταν μια βόμβα, στη διάρκεια μιας αμερικανικής επίθεσης σε ιρανικό χωριό, αποκαλύπτει το βαθιά στη γη κρησφύγετο όπου οι Αιγύπτιοι έθαψαν, μακριά από τη χώρα τους, τη δολοφόνο του Φαραώ πατέρα της και του μικρού αδερφού της, η οποία, για να πραγματοποιήσει τα δολοφονικά της σχέδια είχε συνάψει συμφωνία με τις “δυνάμεις του σκότους”.

Ειναι ακριβώς με αυτές τις δυνάμεις του σκότους που η Αμανέτ θα διεισδύσει στο μυαλό του Νικ, αν και, για χάρη του απίθανου αυτού σεναρίου, και για να μπορέσει να συνεχιστεί το ειδύλλιο ανάμεσα στον Κρουζ και την αρχαιολόγο της Άναμπελ Γουόλις, το σενάριο αφήνει μέσα του και μια πλευρά καλή το καλό και το κακό που μένει δυστυχώς ανεκεμετάλλευτο. Ενδιάμεσα, η στρατιά των ζόμπι της Αμανέτ θα καταστρέψουν το μισό Λονδίνο (αποκορύφωση των CGI), πριν ο σούπερ-ήρωας του Κρουζ καταφέρει να βγει νικητής, αφήνοντας μας με το ερώτημα: πώς θα καταφέρει να επιστρέψει στον αληθινό εαυτό του.

Μη στεναχωριέστε όμως: η Γιουνιβέρσαλ ετοιμάζεται, όπως πληροφορούμαι, να γυρίσει ριμέικ όλων των κλασικών της τεράτων: της “Μνηστής του Φρανκενστάιν”, του “Δράκουλα” και του “Τέρατος της γαλάζιας λίμνης”, εκτός και αν οι “δυνάμεις του σκότους” μας λυπηθούν και μας σώσουν!!! Στο μεταξύ διερωτάσαι τι ήταν εκείνο που έκανε ηθοποιούς όπως ο Τομ Κρουζ και ο Ράσελ Κρόου να παίξουν σε μια “Μούμια” που θα ήταν καλύτερα για όλους να παρέμενε θαμμένη στη σαρκοφάγο της.

** Όλα όσα αγαπήσαμε

Mal de pierres. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Νικόλ Γκαρσιά. Σενάριο: Μιλένα Αγκίς, Ζακ Φιεσκί, Νίκολ Γκαρσία. Ηθοποιοί: Μαριόν Γκοτιγιάρ, Λουί Γκαρέλ, Αλέξ Μπρεντεμίλ. 120’

Με την ανεξέλεγκτη δύναμη του ερωτικού πάθους στη συντηρητική γαλλική επαρχία της δεκαετίας του 1950, με βάση μια νουβέλα της Μιλένα Αγκίς, Mal de Pietre (“Πέτρα στα νεφρά”), καταπιάνεται στη νέα της ταινία η γνωστή Γαλλίδα σκηνοθέτρια Νικόλ Γκαρσία (“Ο αντίζηλος”).

Η πέτρα στα νεφρά του γαλλικού τίτλου αναφέρεται τόσο στην αρρώστια με την οποία υποφέρει η πρωταγωνίστρια Γκαμπριέλ (μια πολύ καλή Μαριόν Γκοτιγιάρ) όσο και στη μεταφορική της έννοια (τον πόνο ενός ανικανοποίητου έρωτα), μια και η Γκαμπριέλ, αναγκασμένη από τη μητέρα της να παντρευτεί έναν Ισπανό πρόσφυγα, για τον οποίο δεν αισθάνεται καμία ερωτική έλξη, αποφασισμένη όμως να γνωρίσει τον απόλυτο έρωτα, θα ερωτευτεί παράφορα, χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση, έναν τραυματισμένο σοβαρά από τον πόλεμο της Ινδοκίνας, αξιωματικό, που γνωρίζει στη διάρκεια της παραμονής της σε σανατόριο των Άλπεων.

Στο νου έρχεται η “Μαντάμ Μποβαρί” (καθώς και άλλες παρόμοιες ρομαντικές ιστορίες από λογοτεχνικά έργα), η σκηνοθεσία όμως της Γκαρσία περιορίζεται σε μια κλασική, παραδοσιακή, με αρκετές κοινοτοπίες,  αντιμετώπιση, χωρίς ιδιαίτερη φρεσκάδα (με ένα απρόσμενο, όχι ιδιαίτερα πετυχημένο φινάλε). Στα συν της ταινίας η καλή ερμηνεία του Αλέξ Μπρεντεμίλ στο ρόλο του συζύγου.