ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Μια απολαυστική, με σατιρικές αιχμές, κωμωδία από την Αργεντινή

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Επίσημη συμμετοχή

Competencia oficial. Ισπανία/Αργεντινή, 2021. Σκηνοθεσία: Γκαστόν Ντιπράτ,  Αντρέ Ντιπράτ, Μαριάνο Κον. Ηθοποιοί: Πενέλοπε Κρουζ, Αντόνιο Μπαντέρας, Όσκαρ Μαρτίνεθ, Χοζέ Λουίς Γκομέθ. 115´

Μια απολαυστική, με σατιρικές αιχμές, κωμωδία των Αργεντινών σκηνοθετών Γκαστόν Ντιπράτ και Μαριάνο Κον, που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα της περσινής 78ης Μόστρας του κινηματογράφου.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος του κινηματογράφου παρουσιάζεται μέσα από τον κινηματογράφο με χιούμορ, και καυστική συχνά, σάτιρα, με τα πρωτεία να τα κατέχει το Χόλιγουντ (ποιός έχει ξεχάσει ταινίες όπως «Η λεωφόρος της Δύσεως» του Γουάιλντερ, τις διαφορετικές εκδόσεις του «Ένα αστέρι γεννιέται» με επικεφαλής εκείνη του Κιούκορ, ή το «Η ωραία και το κτήνος» του Βινσέντε Μινέλι, για να αναφέρω μερικές από τις πιο γνωστές).

Η ταινία αναφέρεται σε ένα ηλικιωμένο πάμπλουτο Αργεντινό επιχειρηματία που για να τον θυμούνται αποφασίζει να κάνει δυο πράγματα: να κτίσει μια γέφυρα στο όνομά του (και μετά να τη χαρίσει στο κράτος) και να χρηματοδοτήσει μια ταινία με διάσημους συντελεστές, τόσο από σκηνοθετικής πλευράς όσο και από πλευράς ερμηνειών. Έτσι, η σκηνοθεσία ανατίθεται στη διάσημη σκηνοθέτρια Λόλα Κουέβας (Πενέλοπε Κρουζ), ενώ η ερμηνεία ανατίθεται σε δύο μεγάλα αστέρια της χώρας, τον Φέλιξ Εϊβέρο (Αντόνιο Μπαντέρας) και τον Ιβάν Τόρες (Όσκαρ Μαρτίνεθ).

Ευκαιρία για τους δυο σκηνοθέτες να σατιρίσουν τόσο τον εγωκεντρισμό, τη φιλαυτία, τη ματαιοδοξία, τη ζηλοφθονία και την ανταγωνιστικότητα των ηθοποιών αλλά και τις έμμονες ιδέες και τους διάφορους τρόπους που σκαρφίζονται οι σκηνοθέτες για να βγάλουν στο φως την ερμηνεία που θέλουν από τον ηθοποιό τους, μαζί όμως και τις υποχωρήσεις τους για χάρη της ολοκλήρωσης των φιλοδοξιών τους. Από το στόχο των σκηνοθετών δεν λείπουν και οι παραγωγοί, ιδιαίτερα οι άσχετοι σημερινοί, που χωρίς να έχουν καμία γνώση ή σχέση με τον κινηματογράφο, αποφασίζουν για δικούς τους καθαρά λόγους να χρηματοδοτήσουν μια παραγωγή.

Φτάνει να αναφέρουμε πως υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που το γέλιο είναι από τα πιο σπαρταριστά από την εποχή των κωμωδιών του Τζέρι Λούις και των Μόντι Πάιθον: εκείνη με τη σκηνοθέτρια η οποία, αποζητώντας τον ρεαλισμό στην ερμηνεία μιας συγκεκριμένης σκηνής όπου χρειάζεται να εκφράσουν αληθινό άγχος και φόβο, ανεβάζει ψηλά με γερανό ένα τεράστιο βράχο και αναγκάζει τους δυο ηθοποιούς της να καθίσουν από κάτω, όπου παίζουν τη σκηνή τους τρέμοντας. Σκηνή που δεν σταματά εδώ αλλά έχει και μια, το ίδιο κωμική, σπαρταριστή κατάληξη.

Κι άλλα ωραία, απολαυστικά ευρήματα εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια με τους δυο πρωταγωνιστές να κάνουν πρόβες διάφορες σκηνές τους, με τον καθένα να μην αναγνωρίζει την αξία του άλλου, όπως το εύρημα όπου η σκηνοθέτρια τους «αναγκάζει» να παραδεχτούν την αξία του άλλου. Κι αν κάποια στιγμή τα πράγματα δείχνουν να οδηγούνται στην τραγωδία αυτό δεν είναι παρά ένα ακόμη εύρημα που, με παρόμοιο χιουμορ οι σκηνοθέτες το ανατρέπουν και το διακωμωδούν. Χωρίς βέβαια τους δυο πρωταγωνιστές, Μπαντέρας και Τόρες, αλλά και την επίσης εξαιρετική ερμηνεία της Κρουζ, ίσως η ταινία να μην είχε το ίδιο εξαίρετο αποτέλεσμα.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Ατλάντικ Σίτυ

Atlantic City. Καναδάς.Γαλλία, 1980. Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ. Σενάριο: Τζον Γκουέαρ. Ηθοποιοί: Μπαρτ Λάνκαστερ, Σούζαν Σάραντον, Μισέλ Πικολί, Κέιτ Ριντ. 104´

Την αναζήτηση του αμερικανικού ονείρου μέσα από τον απελπιστικό αγώνα μιας υπαλλήλου του καζίνου στο Ατλάντικ Σίτυ του Νιού Τζέρσι, σε μια ιστορία που συνδυάζει τον έρωτα, τα ναρκωτικά και το κυνήγι του χρήματος, παρουσιάζει η βραβευμενη με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας και υποψήφια για πέντε Όσκαρ (ανάμεσα τους και ταινίας και σκηνοθεσίας) ταινία που ο Γάλλος σκηνοθέτης, από τους βασικούς δημιουργούς της νουβέλ βαγκ, Λουί Μαλ γύρισε στην Αμερική.

Στο επίκεντρο οι προσπάθειες τριών ανθρώπων που ζουν στο ίδιο ετοιμόρροπο κτίριο: της φιλόδοξης Σάλι (Σούζαν Σάραντον), σερβιτόρας σε μπαρ που ονειρεύεται να γίνει γκρουπιέρισσα στο καζίνο της πόλης και «να βρει την καλή», του ηλικιωμένου, πρώην μικροσπατεώνα Λου (Μπαρτ Λάνκαστερ), που ονειρεύεται να γίνει διάσημος γκάνγκστερ, και της χήρας Γκρέις (Κέιτ Ριντ), που είχε έρθει κάποτε στην πόλη για να γίνει διάσημη και που έχει ξεπέσει και στηρίζεται στη βοήθεια του Λου για τις ερωτικές τις «αποδράσεις».

Μαζί τους θα μπλέξουν ο διευθυντής του καζίνο (Μισέλ Πικολί), ο πρώην σύζυγος της Σάλι και η αδελφή της και ερωμένη του, δυο κακομοίρηδες χίπηδες (βρισκόμαστε στη δεκαετία του ‘70), που έχουν έρθει στην πόλη για να πουλήσουν κλεμμένα ναρκωτικά.

Ο Μαλ καταφέρνει να συνδυάζει το θρίλερ με την ερωτική ιστορία (που αγγίζει τα όρια του παραμυθιού), μέσα από ένα σενάριο (γραμμένο από τον θεατρικό συγγραφέα Τζον Γκουέαρ), για να μας δώσει την εικόνα μιας Αμερικής σε πολιτιστική παρακμή (που τονίζει μέσα από εικόνες μισό-ερειπωμένων, υπό κατεδάφιση, σπιτιών, σε μια πόλη όπου κυριαρχεί η φθορά. Με τον Μπαρτ Λάνκαστερ εξαιρετικό στο ρόλο του με μεγάλα όνειρα, μικρό-γκάνγκστερ και που τελικά του δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσει τον αυτοσεβασμό του.

**** Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού

Obchod na korze/The Shop on the High Street. Τσεχοσλοβακία, 1965. Σκηνοθεσία: Γιάν Καντάρ, Έλμαρ Κλος. Σενάριο: Γιάν Καντάρ, Έλμαρ Κλος, Λαντοσλάβ Γκρόσμαν. Ηθοποιοί: Ίντα Καμίσκα, Γιόζεφ Κρόνερ, Φράντισεκ Σβάρι. 128´

Ένα από τα πρώτα, εξαιρετικά, δείγματα του τσέχικου νέου κύματος είναι η βραβευμένη με ξενόγλωσσο Όσκαρ αυτή ταινία του δίδυμου Γιάν Καντάρ και Έλμαρ Κλός. Η ιστορία με φόντο τη γερμανοκρατούμενη Σλοβακία, στη διάρκεια του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου, αφηγείται την ιστορία του Τόνο, ενός κακομοίρη και άβουλου ξυλουργού, που, χάρη στην παρέμβαση του φιλόδοξου φασίστα γαμπρού του, αναλαμβάνει τη διαχείριση του μαγαζιού μιας γριάς χήρας Εβραίας.

Μιας γυναίκας στην πραγματικότητα κουφής, που πιστεύει πως ο Τόνο ψάχνει για δουλειά και τον διορίζει βοηθό της. Η καλή τους συνεργασία όμως θα δοκιμαστεί όταν οι φασίστες αρχίζουν να μαζεύουν τους Εβραίους για να τους στείλουν στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Οι σκηνοθέτες πετυχαίνουν να μας δώσουν την ανθρωπινη πλευρά του Ολοκαυτώματος, ενώ εκμεταλλεύονται με έξυπνο τρόπο το σενάριο για να δημιουργήσουν αρχικά την κωμική ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους, γύρω από τις λεπτομέρειες στις καθημερινές σχέσεις ανάμεσα στον Τόνο και τη γριά Εβραία (Ίντα Καμίσκα, υποψήφια για Όσκαρ ερμηνείας για το ρόλο της αυτό), η οποία δεν δείχνει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της, για να προχωρήσουν σε ένα ειδος νεορεαλισμού στη μέση, με την περιγραφή της ζωής των διάφορων προσώπων στην επαρχιακή πόλη και να καταλήξουν στην τραγωδία, στο τρίτο μέρος, όταν οι φασίστες έρχονται να συλλάβουν την Εβραία.