Του Γιάννη Παγουλάτου 

Μια λυτρωτική απόδραση από την καθημερινότητα στα παιδικά μας χρόνια από διαφορετικές διαδρομές.

Ο συλλέκτης–αγοραστής

Έχει ειπωθεί ότι πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Είναι κάτι με το οποίο θα συμφωνούσαν πολλοί. Περισσότερο όμως φαίνεται ότι το έχουν εμπεδώσει οι συλλέκτες παλιών παιχνιδιών, οι οποίοι δίνουν άλλες διαστάσεις στην αγαπημένη τους ασχολία. Για εκείνους είναι μια διεργασία λυτρωτική και θεραπευτική και όχι απλώς κάποιο «χόμπι» προκειμένου να περνούν ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο τους. Ένας από αυτούς είναι και ο Βασίλης Κούλογλου, επαγγελματίας μουσικός και συνθέτης. Το πατρικό του σπίτι στο Αιγάλεω φιλοξενεί όχι μόνο το στούντιο ηχογράφησής του αλλά και μια μεγάλη συλλογή από παλιά παιχνίδια κάθε κατηγορίας.

 

Στρατιωτάκια από τη δεκαετία του ΄40 μέχρι του ΄80. Τσίγκινα παιχνίδια (αυτοκινητάκια, μινιατούρες κ.ά.) από Έλληνες κατασκευαστές, όπως ο Πρίφτης και ο Ανανιάδης. Ιταλικές κούκλες καναπέ από τη δεκαετία του ΄50. Ξύλινα παιχνίδια με ρόδες και ελατήρια του Κουβαλιά. Αυτοκινητάκια μεταλλικά και πλαστικά εταιρειών όπως η Matchbox και η Polfi. Επίσης, κουρδιστά παιχνίδια, μινιατούρες μουσικών οργάνων, οχήματα της Mister-P, πλαστικά παιχνίδια του Απέργη κ.α. Τα παλιότερα κομμάτια της συλλογής του Βασίλη είναι κάποια στρατιωτάκια από το 1940 περίπου, ενώ τα πιο πρόσφατα χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Πέρυσι πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση με παλιά και συλλεκτικά παιχνίδια.

 

«Μάχη» Γερμανών και Βρετανών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στρατιωτάκια από τη συλλογή του Βασίλη Κούλογλου 

Ο Βασίλης συλλέγει παλιά παιχνίδια συστηματικά τα τελευταία 4 με 5 χρόνια. Η βασική αιτία είναι η νοσταλγία για την παιδική του ηλικία. Έζησε την εποχή που τα παιδιά στις γειτονιές μαζεύονταν και έπαιζαν όλα μαζί στο πεζοδρόμιο. Όπως παραδέχεται ο ίδιος: «Πέρασα φτωχά αλλά καλά παιδικά χρόνια και προπαντός με πολύ παιχνίδι». Αφορμή όμως στάθηκε ένα μάλλον τυχαίο περιστατικό: «Κάποια στιγμή φόρτωσα τόσο πολύ από την ένταση της δουλειάς και βγήκα να περπατήσω. Βρέθηκα σε ένα μαγαζί με παλιά αντικείμενα και μπήκα μέσα. Το πρώτο που είδα ήταν ένα τραινάκι της Mister-P, σε ένα κουτί και αμέσως, ενώ ήμουν στο τώρα βρέθηκα στο τότε. Είχα συγκινηθεί πάρα πολύ. Δεν το πίστευα». Αργότερα προστέθηκε και μια δεύτερη αφορμή: η κόρη του Μαρίνα, τριών ετών σήμερα, στην οποία ο πατέρας της θέλει να καλλιεργήσει την αίσθηση του καλού παιχνιδιού από μικρή. Ο συλλέκτης βλέπει το παιχνίδι από την καλλιτεχνική του πλευρά. Το αντιμετωπίζει σαν έργο τέχνης. Εξετάζει αν ο κατασκευαστής έχει κάνει πολλή και ποιοτική δουλειά και επιζητά παιχνίδια που βρίσκονται σε όσο το δυνατόν καλύτερη κατάσταση. «Όταν βλέπω κάποιο παιχνίδι στα χέρια ενός μαγαζάτορα που δεν καταλαβαίνει την αξία του, νιώθω υποχρέωση να το αγοράσω για να το σώσω», λέει χαρακτηριστικά ο Βασίλης.

 

Ο Βασίλης Κούλογλου με ένα μικρό μέρος της συλλογής του, στην έκθεση που διοργάνωσε 

Στη συλλογή του κυριαρχούν τα εγχώρια προϊόντα. Οι πρώτες ελληνικές εταιρείες παιχνιδιών άρχισαν να εμφανίζονται μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αρχικά επρόκειτο για ανθρώπους οι οποίοι ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ασχολούνταν με την κατασκευή παιχνιδιών από μεράκι, όπως ο Κουβαλιάς που ήταν ξυλουργός. Με τον καιρό σχηματίστηκαν οι πρώτες μικρές βιοτεχνίες που αργότερα εξελίχθηκαν σε μεγάλες κατασκευαστικές μονάδες, απασχολώντας ακόμα και 100 άτομα. Πρίφτης, Ανανιάδης, Κουβαλιάς, Απέργης, έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα στον παιχνιδόκοσμο. Οι εταιρείες τσίγκινων παιχνιδιών ξεκίνησαν από ανθρώπους που μάζευαν τα πεταμένα, άδεια κουτιά κονσέρβας και τα πουλούσαν σε τορναδόρους. Εκείνοι, με τη σειρά τους έφτιαχναν αυτοκινητάκια, μινιατούρες κ.α. Ο Βασίλης διαβεβαιώνει ότι μέσα από ανοίγματα στην επιφάνεια ορισμένων τσίγκινων κομματιών της συλλογής του είναι ακόμα ορατή η μάρκα της σαρδέλας, στο εσωτερικό του παιχνιδιού.

 

Τσίγκινα παιχνίδια, από τη συλλογή του Βασίλη Κούλογλου

 

Οι κορυφαίοι κατασκευαστές στο συγκεκριμένο είδος ήταν ο Πρίφτης και ο Ανανιάδης. Τα τσίγκινα παιχνίδια βόλευαν τόσο τους πλούσιους όσο και τους φτωχούς, καθώς ήταν φανταχτερά και καλοδουλεμένα, σε προσιτές τιμές. Με το πέρασμα των χρόνων προέκυψαν και οι πολύ γνωστές εταιρίες παιχνιδιών όπως η Lyra και η Ελ Γκρέκο, οι οποίες μεσουράνησαν στη δεκαετία του ’80 και έφτασαν σε σημείο να κάνουν ανοίγματα και στο εξωτερικό. Η Lyra συνεργαζόταν με τη γερμανική Playmobil, φέρνοντας τα προϊόντα της τελευταίας στην Ελλάδα. 

Πώς αντιδρούν οι ενήλικοι μπροστά στη συλλογή του Βασίλη; Πολλοί είναι εκείνοι που εκπλήσσονται ή συγκινούνται, βλέποντας κάποια παιχνίδια με τα οποία είχαν παίξει κι αυτοί μικροί. Ένας φίλος του Βασίλη δάκρυσε όταν είδε στη συλλογή ένα περιπολικό της Mister-P, ίδιο με εκείνο που του είχαν αγοράσει οι δικοί του κάποια Χριστούγεννα, όταν ήταν παιδί, από το περίφημο πολυκατάστημα «Μινιόν». Αλλά το θέμα δεν σταματά εκεί. Το παιχνίδι μπορεί να γίνει αφορμή για βαθύτερες σκέψεις και για απολογισμούς. «Κάνοντας μια βόλτα σε παιχνιδάδικα, αναλογίζομαι τι έχει αλλάξει, τι πήγε στραβά, τι έκανα λάθος», ομολογεί ο Βασίλης και συμπληρώνει «Βλέποντας ένα τραινάκι να γυρίζει στις ράγες, δεν φαντάζεσαι τι σκέψεις κάνω σε κάθε κύκλο». Επίσης προτρέπει τους μεγάλους να παίρνουν παιχνίδια για τα παιδιά τους, αλλά πού και πού να παίρνουν κάποιο και για τους ίδιους, ώστε να μη χάσουν για πάντα τα παιδικά τους χρόνια. Για το Βασίλη τα παιχνίδια διαθέτουν αντισώματα που μας βοηθούν να γίνουμε σωστοί άνθρωποι μεγαλώνοντας και να αντέχουμε στις δυσκολίες τις ενήλικης ζωής. Πρόκειται για μια διαδικασία σχεδόν νομοτελειακή. Οι μεγάλοι μπορούν να βρουν στα παιχνίδια αυτό που είχαν στην παιδική τους ηλικία: ότι έπεφταν, χτυπούσαν, μάτωναν τα γόνατά τους, αλλά συνέχιζαν να παίζουν. 

Ποια θέση όμως κατέχουν τα παιχνίδια στις καρδιές των μικρών σήμερα; Για το Βασίλη τα παιδιά της εποχής μας έχουν μια διαφορετική προσέγγιση και γι αυτό ευθύνονται και οι γονείς. Οι παλιές γενιές όταν έπαιρναν το παιχνίδι που ήθελαν ένιωθαν ότι είχαν τα πάντα, καθώς οι δικοί τους δεν μπορούσαν να τους κάνουν δώρα συχνά. Έτσι τα παιδιά σέβονταν τα παιχνίδια τους περισσότερο και τους έδιναν άλλες διαστάσεις, σχεδόν μεταφυσικές. Σήμερα η βιομηχανοποίηση οδήγησε στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων σε προσιτές τιμές και σε δυνατότητα υπερκατανάλωσης. Τα παιδιά βαριούνται εύκολα το παιχνίδι τους γιατί ξέρουν ότι πολύ σύντομα μπορούν να έχουν ένα καινούργιο.

 

Παράλληλα, η βιομηχανοποίηση είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη ποιοτικών, κακόγουστων παιχνιδιών. «Ποιοτικό είναι το παιχνίδι που ξεκλειδώνει τη φαντασία του παιδιού. Είναι το παιχνίδι που θα το θυμάσαι και στα 40 και στα 50 σου. Τα καινούργια δε νομίζω ότι μπορούν να πετύχουν κάτι τέτοιο. Η παιδικότητα δεν εμπορευματοποιείται», διαπιστώνει κατηγορηματικά ο Βασίλης και μας δίνει ένα παράδειγμα για το πώς το παιχνίδι μπορεί να ξεκλειδώσει την φαντασία. Κάποιες φορές σκέφτεται ότι οι στρατιώτες που πέφτουν στη μάχη μετατρέπονται σε στρατιωτάκια και συνεχίζουν να ζουν. Μια ιδέα για την οποία έχει γράψει και σχετικό τραγούδι. 

 

Ο συλλέκτης–πωλητής

Ο Σπύρος Χώλης ήταν τραπεζικός αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμα γιατί όπως χαρακτηριστικά λέει δεν του πήγαινε καθόλου. Από το 2000 διατηρεί στα Εξάρχεια κατάστημα με παλιά αντικείμενα, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι πλέον παιχνίδια. Αρχικά πουλούσε μόνο παλιούς δίσκους βινυλίου, κυρίως ελληνικούς. Μια αναπάντεχη όμως «συνάντηση» έκανε το Σπύρο να αλλάξει σχέδια. Το 2002 ψάχνοντας διάφορες ιστοσελίδες αγοροπωλησίας, επικοινώνησε με ένα χρήστη από το Μεξικό, που διέθετε παλιούς δίσκους βινυλίου. Ο Σπύρος διαπίστωσε ότι ο Μεξικανός πουλούσε και άλλα παλιά αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία ήταν δύο παιχνίδια: ένας γερανός της Matchbox και μια μπουλντόζα που βρίσκονταν ακόμα στα κουτιά τους. Ήταν ίδια ακριβώς με εκείνα που είχε ο Σπύρος όταν ήταν μικρός. «Μόλις τα είδα υποχώρησε το ενδιαφέρον μου για τους δίσκους και αγόρασα το γερανό και τη μπουλντόζα. Με τον καιρό σκέφτηκα να προσθέσω στο δισκοπωλείο και μερικά παιχνίδια».

 

Τα καράβια κατείχαν πάντα ξεχωριστή θέση στην συλλογή παιχνιδιών του Σπύρου Χώλη 

Σήμερα στο μαγαζί του Σπύρου μπορεί κάποιος να βρει αυτοκινητάκια, κούκλες, στρατιωτάκια, τσίγκινα παιχνίδια, μαριονέτες, τουβλάκια, επιτραπέζια, μέχρι και ποδοσφαιράκια και ροκάνες. Τα πιο πρόσφατα παιχνίδια του έρχονται από τη δεκαετία του ΄80 ενώ τα παλιότερα κομμάτια είναι κάποια γερμανικά στρατιωτάκια του ’30. Ο ίδιος πιστεύει ότι τα παλιά παιχνίδια ήταν πιο καλοφτιαγμένα. Σημειώνει δε ότι ακόμα και τα κουτιά τους ήταν έργα τέχνης, καθώς δεν ήταν τυποποιημένα και έφεραν περίτεχνες, χρωματιστές ζωγραφιές. Ο Σπύρος προσπαθεί ηρωικά να κρατήσει το μαγαζί του, σε μια δύσκολη εποχή που τα έξοδα αυξάνονται και ο κόσμος δεν έχει πια αρκετά λεφτά για αγορές.

 

Η τοποθεσία του μαγαζιού παίζει σημαντικό ρόλο για το Σπύρο, ο οποίος πιστεύει ότι αν βρισκόταν αλλού θα είχε διαφορετικό αγοραστικό κοινό, με διαφορετική συμπεριφορά. Τα Εξάρχεια είναι μια περιοχή με ειδικό βάρος. «Βλέπεις ανθρώπους που θα μπουν στο μαγαζί και θα καταλάβουν τι συμβαίνει εδώ πέρα. Εμένα αυτό με ενδιαφέρει. Να μην αγοράσουν απλώς κάτι και να φύγουν. Να καταλάβουν ότι υπάρχει συναίσθημα και ότι κάθε πράγμα εδώ μέσα έχει τη δική του σημασία».

 

Συμφόρηση σε επιστροφή εκδρομέων. Αυτοκινητάκια από το κατάστημα του Σπύρου Χώλη

Στο μαγαζί του Σπύρου μπαίνουν διάφορες κατηγορίες ανθρώπων: συλλέκτες, έμποροι, γονείς με τα παιδιά τους, αλλοδαποί, καλλιτέχνες. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο ίδιος «όλοι αυτοί που θα ήθελα να μπαίνουν». Υπάρχει μεγάλη ποικιλία αντιδράσεων από τους πελάτες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που συγκινούνται, φέρνοντας στο νου τους εικόνες από τα παιδικά τους χρόνια. «Μια κοπέλα είχε κλάψει από συγκίνηση επειδή είδε ένα σαπουνάκι με τον Ντόναλντ απ’ έξω, ίδιο με αυτό που την έπλενε μητέρα της, όταν ήταν μικρή», αναφέρει ενδεικτικά ο Σπύρος και τονίζει την ψυχοθεραπευτική ιδιότητα του παιχνιδιού, που ξυπνάει αναμνήσεις και ταξιδεύει τους ενήλικες στην παιδική τους ηλικία. Το να γυρίζεις πίσω είναι το καλύτερο φάρμακο, μια τονωτική ένεση για να αντέξει κάποιος την πίεση της καθημερινότητας. Γιατί πρώτα απ’ όλα σε κάνει να χαμογελάς. «Μπορεί να σε έχουν τσακίσει όλη μέρα στη δουλειά και με αφορμή κάποιο παιχνίδι να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια και να φτιάξει αμέσως η διάθεσή σου», εξηγεί ο Σπύρος και συμπληρώνει ότι η τωρινή δουλειά του τον έχει αλλάξει ως άνθρωπο.

 

Ένας Πινόκιο ανάμεσα σε άλλα παλιά παιχνίδια στο κατάστημα του Σπύρου 


Τα μικρά παιδιά που έρχονται στο μαγαζί συνήθως δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία αυτού που βλέπουν. Εντυπωσιάζονται όμως από την πρωτοτυπία των ετερόκλητων αντικειμένων που, με κάποιον τρόπο, συνδέονται μεταξύ τους. Εντυπωσιάζονται από το πολύχρωμο καλειδοσκόπιο των πανταχού παρόντων παιχνιδιών. Καθοριστικός παράγοντας όμως παραμένει το ποια συμπεριφορά θα περάσουν οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους. «Αν πρόκειται για παιδιά που έχουν δει στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ τους Power Rangers και θέλουν οπωσδήποτε αυτό, θα απογοητευτούν όταν μπουν στο μαγαζί. Σημασία έχει ποιος είναι ο γονιός που φέρνει εδώ το γιο ή την κόρη του και αν έρχεται και ο ίδιος μόνος του κάποιες φορές», συμπεραίνει ο Σπύρος. 

Για τους συλλέκτες, το παιχνίδι δεν είναι ένα μεμονωμένο στιγμιότυπο κάποιας περασμένης, μακρινής εποχής. Δεν είναι μια απλή ανάμνηση. Ο Σπύρος πιστεύει ότι για κάθε περιστατικό της αληθινής ζωής μπορεί να γίνει αναγωγή στον κόσμο των παιχνιδιών: από τις σχέσεις των ανθρώπων, είτε φιλικές είτε ερωτικές, μέχρι τις σχέσεις μεταξύ κρατών. «Κάποιοι παίρνουν αποφάσεις για τις τύχες των λαών σαν να παίζουν ένα επιτραπέζιο στρατηγικής», σχολιάζει σχετικά. Πολιτική, οικονομία, αθλητισμός, εργασία, όλα μπορεί να αναχθούν στο παιχνίδι και αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του: η άρρηκτη σύνδεση του με τον πραγματικό κόσμο. Όταν ήταν μικρός, ο Σπύρος είχε δημιουργήσει ολόκληρες ακτοπλοϊκές γραμμές μέσα στο σπίτι του. Έφτιαχνε με τουβλάκια διάφορα πλοία αλλά και λιμάνια, τα οποία εγκαθιστούσε στα δωμάτια του σπιτιού και σχεδίαζε δρομολόγια. «Ο Πειραιάς ήταν κάτω από το κρεβάτι μου. Στο χολ ήταν η Αίγινα και μετά τα Μέθανα. Οι Σπέτσες ήταν κάπου στο Σαλόνι, πιο μακριά. Και ξεκινούσα να πηγαίνω τα καράβια από το ένα μέρος στο άλλο. Ώρες ατέλειωτες». Το ρόλο των επιβατών έπαιζαν στρατιωτάκια που περίμεναν υπομονετικά στις συναρμολογούμενες προκυμαίες την επιβίβασή τους. 


Γιατί όμως δεν αποδίδουν όλοι οι ενήλικες την ίδια σημασία στο παιχνίδι; Η απάντηση βρίσκεται στη σχέση που έχει ο καθένας με την παιδική του ηλικία. Κάποιοι έχουν κόψει κάθε δεσμό μαζί της, παίρνοντας την απόφαση να «σοβαρευτούν». Είναι χαρακτηριστική η φράση «έλα μωρέ, παιδιά είμαστε» που χρησιμοποιείται συχνά. Ο Σπύρος απαντά: «Ναι, βεβαίως είμαστε παιδιά! Τι ρωτάς; Δεν το ξέρεις; Είναι καλύτερο να κάθεσαι να βλέπεις τηλεόραση από το να παίξεις κάποιο επιτραπέζιο»; Παρ’ όλα αυτά πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν πως τα παιχνίδια δεν έχουν θέση στη ζωή ενός σοβαρού και ώριμου ενήλικου. Τα θεωρούν απλώς αντικείμενα χωρίς εσωτερικότητα, φτιαγμένα μόνο για να περνούν την ώρα τους τα παιδιά. Τι έχει να πει ο Σπύρος σε όλους αυτούς; «Τα παιχνίδια παραμένουν άψυχα όταν δεν έχεις εσύ ο ίδιος ψυχή για να τους δώσεις».

Είναι κάτι που ίσως εκφράζει όλους τους συλλέκτες παλιών παιχνιδιών. Τους εξερευνητές της θαμμένης αλλά όχι χαμένης παιδικότητας.