Λεσβιακοί έρωτες και κατοχικές μνήμες

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

**** Κάρολ

Carol. ΗΠΑ, 2015. Σκηνοθεσία: Τοντ Χέινς. Σενάριο: Φίλις Νάγκι, από το μυθ. Πατρίσια Χάισμιθ. Ηθοποιοί: Κέιτ Μπλάνσετ, Ρούνι Μάρα, Σάρα Πόλσον. 118΄

Υστερα από μια σειρά ταινιών θρίλερ βασισμένων στα αστυνομικά μυθιστορήματα της Πατρίσια Χάισμιθ («Ο άγνωστος του εξπρές», «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ»), έφτασε επιτέλους (έστω και καθυστερημένα), η μεταφορά στην οθόνη του ημι-αυτοβιογραφικού βιβλίου της διάσημης συγγραφέα, που καταγράφει ένα λεσβιακό έρωτα, στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Έναν καταπιεσμένο από την τότε κοινωνία έρωτα ανάμεσα στην Κάρολ (Κέιτ Μπλάνσετ), μια ελκυστική, πλούσια, κοσμική γυναίκα και τη νεαρή, πρωτόβγαλτη Τερέζ (Ρούνι Μάρα), υπάλληλο σε πολυκατάστημα.

 

Εκείνο που τράβηξε τον Χέινς στο βιβλίο, όπως ανάφερε ο ίδιος στη συνέντευξη Tύπου που ακολούθησε τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ των Κανών, ήταν αυτός ο «απαγορευμένος» για την εποχή εκείνη έρωτας και που ο σύζυγος της Κάρολ χρησιμοποίησε ως «ηθικό» στοιχείο για να διεκδικήσει την αποκλειστική κηδεμονία της μικρής τους κόρης. Ο σκηνοθέτης εστιάζει το ενδιαφέρον του στην τρυφερή σχέση που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στις δυο γυναίκες, δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα (με τα χρώματα και τους φωτισμούς της εξαιρετικής φωτογραφίας του Εντουαρντ Λάχμαν) πολύ κοντά σ’ εκείνη που είχε δημιουργήσει στην εκπληκτική μίνι-σειρά «Μίλντρεντ Πίαρς» (ιστορία που είχε εμπνεύσει και το κλασικό ομότιτλο φιλμ νουάρ) και την οποία πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ της Βενετίας και στη συνέχεια στην τηλεόραση της Nova.

 

«Υπάρχει στην «Κάρολ» ένα στοιχείο εγκληματικό», όπως ανάφερε ο Χέινς, «κι αυτό είναι ο λεσβιακός έρωτας που την εποχή του εθεωρείτο έγκλημα». Αυτήν ακριβώς την «εγκληματική», κλειστοφοβική θα έλεγα ατμόσφαιρα της τότε εποχής, όταν η ανδροκρατούμενη κοινωνία δεν μπορούσε να ανεχτεί (ιδιαίτερα σ’ ότι αφορούσε τις γυναίκες) οποιαδήποτε άλλη μη «φυσιολογική» ερωτική σχέση, καταφέρνει να δημιουργήσει τέλεια, με την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του ο Χέινς. Με την εξαιρετική μουσική του Κάρτερ Μπέργουελ να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αλλόκοτης ατμόσφαιρας, αντλώντας τα μοτίβα της από το θρίλερ και ιδιαίτερα το φιλμ νουάρ.

 

Πέρα από τη με λεπτομέρεια, όχι μόνο στην αναπαράσταση της εποχής αλλά και στην καταγραφή των πολύ οικείων σχέσεων ανάμεσα στις δυο γυναίκες, καθώς και με την όλη εικαστική φροντίδα στο στήσιμο των σκηνών (που συχνά φέρνουν στο νου τις ταινίες του Ντάγκλας Σερκ, σκηνοθέτη που έχει σίγουρα επηρεάσει το έργο του Χέινς), η ταινία προσφέρει και δυο εξαιρετικές, αντάξιες για Οσκαρ, ερμηνείες, τόσο εκείνη της Κέιτ Μπλάνσετ, που καταφέρνει να δώσει το πάθος και τη δύναμη της γυναίκας που αγωνίζεται ενάντια στις προκαταλήψεις της εποχής όσο και της Ρούνι Μάρα (ερμηνεία που της χάρισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στις Κάνες) που δίνει με πειστικότητα την πρωτόβγαλτη ερωτικά νεαρή γυναίκα που σταδιακά αρχίζει να δέχεται και να παίζει το παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σ’ αυτήν και την Κάρολ.

 

 

manus 13

** Ουζερί Τσιτσάνης

Ελλάδα, 2015. Σκηνοθεσία: Μανούσος Μανουσάκης. Σενάριο: Μανουσάκης, από μυθ. Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ηθοποιοί: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Γιάννης Στάνκογλου, Χάρη Φραγκούλη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Αγγελος Πουλής, Μαρία Καβουκίδου, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Λάκης Κομνηνός, Αλμπέρτο Εσκενάζυ.

 

Τον έρωτα ανάμεσα σε μια νεαρή Εβραία κι ένα Χριστιανό στη Θεσσαλονίκη του 1942-43, περίοδο της γερμανικής κατοχής, αφηγείται η ταινία του Μανούσου Μανουσάκη («Η σκίαχτρα», «Αρχοντες»), βασισμένη στο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Το Ουζερί Τσιτσάνης του τίτλου καθώς και η μουσική του Τσιτσάνη παίζουν βασικό ρόλο στην ταινία, με τον ίδιο τον Τσιτσάνη (Ανδρέας Κωνσταντίνου) να είναι ένα από τα ουσιαστικά (αν και δευτερεύοντα) πρόσωπα της ταινίας. Κύρια πρόσωπα στην ιστορία είναι ο Γιώργος (ικανοποιητικός αν και συχνά υποτονικός, Χάρης Φραγκούλης), που εργάζεται γκαρσόνι στο ουζερί ενώ, παράλληλα, παίρνει μέρος στην Αντίσταση, και η Εστρέα (μια πολύ καλή Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη), κόρη αστικής, ισπανικής καταγωγής οικογένειας Εβραίων, που αγωνίζονται να κρατήσουν τον αγνό, ρομαντικό τους έρωτα ενάντια στα θρησκευτικά και άλλα εμπόδια που συναντούν στο δρόμο τους.

 

Η μουσική του διάσημου λαϊκού τραγουδιστή κυριαρχεί – όπως και πρέπει – στην ταινία, αν και χωρίς να φτάνει στην υπερβολή, με τον Μανουσάκη να «δένει» με δεξιοτεχνία τις σκηνές που εμπνέουν τον συνθέτη για να τη γράψει με τα ωραία επιλεγμένα κομμάτια που ακούμε. Εκείνο που λείπει από την ταινία είναι μια σωστή ανάπτυξη των χαρακτήρων – οι περισσότεροι, όπως και αρκετές από τις σκηνές, στηρίζονται σε γνωστά κλισέ, με τον σκηνοθέτη να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα (μαζί και το μελό) για να φτιάξει μια λαϊκή, με εμφανή τις τηλεοπτικές της καταγωγές, ταινία που θα τραβήξει το πλατύ κοινό.

 

Αντίθετα με κάποιους εντελώς επιφανειακά αναπτυγμένους χαρακτήρες (π.χ. εκείνο του ραββίνου), τις άνισες ερμηνείες (με καλύτερες εκείνες των δεύτερων ρόλων) και τους συχνά θεατρικούς διαλόγους, ο Μανουσάκης, γνωστός τα τελευταία χρόνια για μια σειρά επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών, κατάφερε να δώσει μια αληθοφάνεια στις σκηνές τόσο στο ουζερί, όσο και εκείνες του πλήθους, ιδιαίτερα εκείνες της μεταφοράς των Εβραίων στα βαγόνια που θα του οδηγούσαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς και των άλλων στρατοπέδων εξόντωσης.