Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Η γέφυρα των κατασκόπων

Bridge of Spies. ΗΠΑ, 2015. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σενάριο: Ματ Τσάρμαν, Ιθαν και Τζόελ Κοέν. Ηθοποιοί: Τομ Χανκς, Μαρκ Ράιλανς, Αλαν Αλντα, Ντομενίκ Λομπαρντόζι. 141΄

Είναι φορές που σκέφτομαι – το έχω μάλιστα ξαναγράψει – πως αν ζούσε ο Σέσιλ Ντε Μιλ σήμερα θα έκανε κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ενας σκηνοθέτης, που έχει ένα σωστό, έμπειρο – συχνά εμπνευσμένο – μάτι κινηματογραφιστή που ξέρει να φτιάχνει ένα καθαρά λαϊκό (όχι λαϊκίζον) σινεμά. Ενας σκηνοθέτης που φτιάχνει ταινίες πέρα για πέρα εύπεπτες και εμπορικές, που ξέρει να εκμεταλλεύεται όλα τα μέσα που του παρέχει ο κινηματογράφος, ενώ παράλληλα, έχει στη διάθεσή του τα οικονομικά εκείνα μέσα που του δίνουν τη δυνατότητα να φτιάξει αυτό που επιδιώκει όσο καλύτερα, και πιο πλούσια (διάβαζε: μπλοκ-μπάστερ) και πειστικά (κι αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο, αν λάβουμε υπόψη πόσοι σκηνοθέτες των μπλοκ-μπάστερ αδιαφορούν για την πειστικότητα).

Ο Ντε Μιλ με ταινίες όπως “The Plainsman”, “Union Pacific”, “Σαμψών και Δαλιδά», «Το 8ο θαύμα», «Οι δέκα εντολές», για ν’ αναφέρω μερικές από τις επιτυχίες του, ο Σπίλμπεργκ (μαζί και με μια συχνά κοινωνική συνειδητοποίηση που λείπει από τις ταινίες του Ντε Μιλ), με ταινίες όπως «Τα σαγόνια του καρχαρία», «Στενές επαφές τρίτου τύπου», «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» (και τις άλλες περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς), «Η αυτοκρατορία του ήλιου», «Τζουράσικ Παρκ», «Η λίστα του του Σίντλερ», «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», «Μόναχο», «Λίνκολν» «Το άλογο του πολέμου», έδειξαν πως το θέαμα μπορεί να έχει και καλλιτεχνικές επιδιώξεις και να προσελκύει το πλατύ κοινό.

Στο πνεύμα αυτό κινείται και η νέα ταινία του Σπίλμπεργκ: ένα θρίλερ σκηνοθετημένο με νεύρο, έμπνευση και (παρά τις δυόμιση σχεδόν ώρες του) πολύ καλό ρυθμό. Εδώ πρόκειται για μια ιστορία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και συγκεκριμένα γύρω από μια ανταλλαγή κατασκόπων στο Βερολίνο του 1957, δηλαδή εποχή που ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του: από τη μια του σοβιετικού κατασκόπου Ρούντολφ Εϊμπελ, και από την άλλη του αμερικανού πιλότου των U-2, Φράνσις Πάουερς, τον οποίο οι Σοβιετικοί συνέλαβαν όταν έριξαν το κατασκοπευτικό του αεροπλάνο, και του Αμερικανού φοιτητή Φρέντερικ Πράιορ, που έτυχε, σε μια κακή στιγμή, να βρεθεί στην ανατολικογερμανική πλευρά του Τείχους του Βερολίνου όταν αυτό χτιζόταν.

Το σενάριο (πολύ θετικό στοιχείο είναι πως το αρχικό σενάριο του Μαρκ Τσάρμαν ξανάγραψαν, σίγουρα καλύτερα, οι αδερφοί Τζόελ και Ιθαν Κοέν), εστιάζει στις προσπάθειες του Αμερικανού δικηγόρου Τζέιμς Ντόνοβαν (ένας πολύ καλός Τομ Χανκς) που πείστηκε από την αμερικανική κυβέρνηση να αναλάβει την υπεράσπιση του Εϊμπελ (πραγματική αποκάλυψη στο ρόλο ο Μαρκ Ράιλανς), για να φανεί, όπως του υπέδειξαν, πως υπάρχει αμερικανική δικαιοσύνη έστω κι αν αυτό σημαίνει την καταδίκη και την πιθανή εκτέλεσή του (όπως επιτακτικά του το τονίζουν). Όμως ο Ντόνοβαν τυγχάνει να είναι ένας έντιμος, φιλελεύθερων αρχών, δικηγόρος που πιστεύει πως, σύμφωνα με τον νόμο, ο κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι να αποδειχτεί ένοχος. Αυτή δυστυχώς η πίστη του στο νόμο και το σύνταγμα, σε μια περίοδο που κυριαρχούσε ο μακαρθισμός, θα τον φέρει σε σύγκρουση με αυτούς που αρχικά τον διόρισαν αλλά και με το ίδιο το αμερικανικό, φανατισμένο στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, κοινό. Σε μερικές έξοχα σκηνοθετημένες σκηνές παρακολουθούμε την αντίδραση των συμπατριωτών του, όπως αυτή στο τρένο όπου ο Ντόνοβαν ταξιδεύει καθημερινά και που οι συνεπιβάτες του αρχίζουν να τον κοιτάζουν εχθρικά έχοντας δει τη φωτογραφία του στις εφημερίδες, ή εκείνες με μέλη της CIA να τον παρακολουθούν (ο μακαρθισμός είχε ξαπλωθεί παντού) ή τους φανατισμένους δημοσιογράφους που κυνηγούσαν το σκάνδαλο και όχι την αλήθεια, ή ακόμη, στις σκηνές που, εξαγριωμένοι «εθνικόφρονες» τρομοκρατούν την οικογένειά του Ντόνοβαν, ρίχνοντας πυροβολισμούς στο σπίτι του από περαστικό αυτοκίνητο με κίνδυνο να τραυματίσουν τον ίδιο και την οικογένειά του!

Ο Σπίλμπεργκ κατορθώνει, από τις πρώτες κιόλας σκηνές (με τον Εϊμπελ να φτάνει στο μισοφωτισμένο δωμάτιό του ενώ οι πράκτορες του FBI που τον παρακολουθούσαν έχουν χάσει τα ίχνη του) να δώσει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της περιόδου, το φόβο ενός πυρηνικού πολέμου (σε μια σκηνή ο μικρός γιος του Ντόνοβαν μελετά τους τρόπους που πρότεινε για μια τέτοια περίπτωση η κυβέρνηση) αλλά και το γενικότερο κλίμα ενός κόσμου που ζούσε με το φόβο μιας ολοκληρωτικής, Αποκαλυπτικής καταστροφής, δίνοντας στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να κάνει μια έμμεση αναφορά και στη σημερινή, το ίδιο τρομακτική, με διαφορετικό τρόπο, κατάσταση.

Και, όπως πολύ έξυπνα ξέρει να παίζει με τα νεύρα του θεατή αλλά και πότε πρέπει να σταματά, ο Σπίλμπεργκ γνωρίζει το ίδιο τέλεια να χρησιμοποιεί, όταν χρειάζεται και το μελό (ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος), ενώ, ενδιάμεσα, καταφέρνει να μπολιάσει την ταινία του και με χιούμορ, συχνά μαύρο. Φτάνει να αναφέρω τις σκηνές όπου ο Εϊμπελ, κάθε φορά που τον ρωτάει ο Ντόνοβαν αν όσα του συμβαίνουν τον ανησυχούν, ο Εϊμπελ (με τον οποίο ο Ντόνοβαν σταδιακά αναπτύσσει ένα είδος παράξενης αλλά αληθινής φιλίας) του απαντά λακωνικά «Μήπως αυτό θα βοηθούσε;». Και ως σκηνοθέτης με φιλελεύθερες απόψεις, ο Σπίλμπεργκ βάζει, πολύ έξυπνα, και με τη βοήθεια των Κοέν, και το θέμα του τι σημαίνει προδότης. Γιατί, όπως εξηγεί στους εκπροσώπους της κυβέρνησης που έμμεσα τον απειλούν του αλλά και στην ίδια την οικογένειά του που αρνείται να κατανοήσει τη στάση του, τόσο ο Εϊμπελ, από τη μια πλευρά, όσο και ο Πάουερς από την άλλη, μπορεί για την αντίθετη πλευρά να θεωρούνται προδότες, αλλά, για τη χώρα τους, ο καθένας παραμένει πατριώτης, μια και τη βοηθούσε να αντιμετωπίσει τους υπαρκτούς πυρηνικούς και άλλους κινδύνους. Όπως επίσης ξέρει να χρησιμοποιεί με έμπνευση και ευρηματικότητα τα διάφορα άλλα μέσα που του προσφέρει ο κινηματογράφος: τα ντεκόρ και τα κοστούμια (όλα έξοχα!) για να δημιουργήσει την αυθεντικότητα της συγκεκριμένης εποχής, την υποβλητική μουσική του Τόμας Νιούμαν και την ατμοσφαιρική (με τους ωραία προσεγμένους φωτισμούς) φωτογραφία του τακτικού του συνεργάτη Γιάνους Καμίνσκι. Αποτέλεσμα: μια ταινία που μας μιλά για την αμερικανική δικαιοσύνη και την αληθινή ελευθερία αλλά και για το γενικότερο φόβο που κατατρέχει σήμερα τις κοινωνίες μας.

 

99 spitia

 

*** 99 σπίτια

99 Homes. ΗΠα, 2014. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ραμίν Μπαχράνι. Ηθοποιοί: Αντριου Γκάρφιλντ, Μάικλ Σάνον, Λόρα Ντερν. 112΄

Ιδιαίτερα επίκαιρη και για μας είναι η αμερικανική αυτή ταινία του Ραμίν Μπαχράνι («Man Push Cart»), που πρωτοείδαμε στο περσινό φεστιβάλ των Βενετιάς και η οποία στη συνέχεια κέρδισε το Μέγα βραβείο στο φεστιβάλ αμερικανικού κινηματογράφου του Ντοβίλ. Θέμα της η κατάσχεση των σπιτιών, στην Αμερική της οικονομικής/τραπεζικής κρίσης του 2008. Ο Ντένις Νας, ο κεντρικός ήρωας, ένας εργατικής τάξης χωρισμένος νέος (μ’ ένα πέρα για πέρα πειστικό Αντριου Γκάρφιλντ), που ζει στο Ορλάντο της Φλόριντα, όταν δεν πληρώνει έγκαιρα τις δόσεις του, αναγκάζεται από τον Ρικ Κάρβερ (με τον Μάικλ Σάνον να «κλέβει» κυριολεκτικά την παράσταση), έναν ατσίδα κτηματομεσίτη που εκπροσωπεί τις τράπεζες, να εκκενώσει, μαζί με τη μητέρα του (Λόρα Ντερν) και το μικρό του γιο, το σπίτι του και να μετακομίσει σε πανσιόν, που κατοικείται αποκλειστικά από οικογένειες που τα σπίτια τους έχουν κατασχεθεί από την τράπεζα. Ο ταπεινωμένος Νας θα βρει τελικά διέξοδο στο πρόβλημά του, όταν δέχεται να γίνει βοηθός του Κάρβερ, ξεγελώντας τις τράπεζες και την ίδια την κυβέρνηση, συμβάλλοντας στην έξωση άλλων οικογενειών από τα σπίτια τους, με αποτέλεσμα να αποκτήσει πολλά χρήματα. Κάποτε όμως, η ανθρωπιστική πλευρά του θα επαναστατήσει με αποτέλεσμα να έρθει σε σύγκρουση με τον Κάρβερ.

Ο Μπαχράνι αναπτύσσει με λεπτομέρεια και σασπένς τις διάφορες καταστάσεις του δραματικού του θρίλερ, τοποθετώντας τα πρόσωπά του στο συγκεκριμένο κοινωνικό τους περιβάλλον, καταφέρνοντας να βάλει, με εύστοχο τρόπο, τα ηθικά προβλήματα που κάποια στιγμή πρέπει να αντιμετωπίσει ο ήρωάς του. Ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές του αναφέρω εκείνη στην αρχή, όπου ενώ ο Ρικ έχει κατασχέσει ένα σπίτι, μέσα από ένα καθρέφτη βλέπουμε το σώμα του ιδιοκτήτη του σπιτιού που η απελπισία τον είχε οδηγήσει στην αυτοκτονία, σκηνή που βάζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο το θέμα της ταινίας αλλά και σκιτσάρει τον, χωρίς συνείδηση, αφοσιωμένο στο να κερδίσει όσο το δυνατό περισσότερα χρήματα, χαρακτήρα του Ρικ.

 

asfaltos

 

** ½ – Ασφαλτος

Asphalte. Γαλλία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σαμουέλ Μπενσετρίτ. Ηθοποιοί: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Γκιστάβ Κερβέρν, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, Μάικλ Πιτ. 100΄

Η μοναξιά και η αναζήτηση επαφής από μια ομάδα ατόμων που ζουν σε μια πολυκατοικία είναι το κύριο θέμα της πικρόγλυκης, διανθισμένης με σουρεαλιστικό χιούμορ, κωμωδίας «Άσφαλτος» του Σαμουέλ Μπενσετρίτ, που ο σκηνοθέτης αναπτύσσει με βάση ένα δικό του μυθιστόρημα. Ανάμεσα στα διάφορα αυτά πρόσωπα και ένας άντρας (Γκιστάβ Κερβέρν) που ζει στο πρώτο πάτωμα, ο οποίος αρνείται να συμβάλει στα έξοδα της επισκευής του ανελκυστήρα, και που αναγκάζεται να υποσχεθεί πως δεν πρόκειται να τον ξαναχρησιμοποιήσει. Όμως, όταν ξαφνικά εξαιτίας εμφράγματος βρίσκεται ανήμπορος σε αναπηρική καρέκλα, προσπαθεί να βρει τρόπους να χρησιμοποιεί το ασανσέρ χωρίς να τον πάρουν είδηση οι υπόλοιποι ένοικοι. Ιστορία που δίνει στο σκηνοθέτη την ευκαιρία να φτιάξει μερικές απολαυστικές χιουμοριστικές σκηνές, με τον ανάπηρο άντρα να παρακολουθεί, κρυφοκοιτάζοντας από τη μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματός του, και να σημειώνει τις ώρες που οι άλλοι χρησιμοποιούν το ασανσέρ για να βρει τις ώρες εκείνες (δυστυχώς γι’ αυτόν πολύ αργά το βράδυ) που θα μπορεί άνετα να το χρησιμοποιεί. Οι νυχτερινές, με διάφορα κωμικά επεισόδια, έξοδοί του, θα οδηγήσουν και στη γνωριμία του με μια νοσοκόμα (Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι), που σταδιακά θα την ερωτευτεί.

Σε μια παράλληλη ιστορία παρακολουθούμε μια αλκοολική ηθοποιό (εξαιρετική όπως πάντα η Ιζαμπέλ Ιπέρ) που γνωρίζεται με το νεαρό ένοικο που ζει απέναντι από το δικό της διαμέρισμα, γνωριμία που θα τη βοηθήσει να ξεπεράσει τις φοβίες και τα άγχη της μέσης ηλικίας και να βρει το δρόμο της (ανάμεσα στις απολαυστικές σκηνές αναφέρω αυτή με το νεαρό να παρακολουθεί σε βίντεο μια παλιά, μαυρόασπρη ταινία της ηθοποιού, με τον τίτλο «Η γυναίκα χωρίς χέρια» – ειρωνική αναφορά στη νουβέλ βαγκ;). Όμως, η πιο τρελή και πιο απολαυστική ιστορία είναι εκείνη της μοναχικής Αφρικανής μετανάστριας, στο διαμέρισμα της οποίας, ξαφνικά, μια μέρα, πέφτει, κυριολεκτικά από τον ουρανό, ένας Αμερικανός αστροναύτης. Η ΝΑΣΑ, έντρομη από την αδικαιολόγητη αυτή αποτυχία τους, κάνει το παν να κρύψει το γεγονός και ζητά από τη γυναίκα να τον φιλοξενήσει μέχρι που να μπορέσουν να τον μεταφέρουν κυρφά στην Αμερική. Ο Μπενσετρίτ εκμεταλλεύεται την ιστορία για να φτιάξει μια όμορφη, διανθισμένη με άφθονο χιούμορ αλλά και με συγκίνηση, ιστορία γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις και τη φιλία που μπορεί ν’ αναπτυχθεί ανάμεσα σε ανθρώπους, ακόμη κι αν αυτοί δεν μιλούν την ίδια γλώσσα.

 

sevalier

 

*½ – Chevalier

Ελλάδα, 2015. Σκηνοθεσία: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. Σενάριο: Ευθύμης Φιλίππου. Ηθοποιοί: Γιάννης Δρακόπουλος, Κώστας Φιλίππογλου, Γιώργος Κένδρος, Βαγγέλης Μουρίκης, Πάνος Κορώνης, Ευθύμης Παπαδημητρίου, Σάκης Ρουβάς. 99΄

Όπως έγραφα και στην ανταπόκρισή μου από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «μπορεί, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, με αφορμή την ταινία της, “Attenberg”, να υποστήριζε πως προτιμούσε τη βιολογία και τη ζωολογία από τη ψυχολογία, προσωπικά όμως πιστεύω πως τόσο σ’ εκείνη την ταινία, όσο και στη νέα της, “Chevalier”, στρέφεται περισσότερο στη ψυχανάλυση (έστω και επιδερμικά) παρά οπουδήποτε αλλού. Η πενταμελής ομάδα των διαφόρων ηλικιών αντρών μιας μεσαίας κοινωνικής τάξης, που μετά το ψάρεμα, καταφτάνουν στο εγκλωβισμένο από μηχανική βλάβη σκάφος τους, μπορεί να μη ξαπλώνει στον καναπέ του Φρόιντ αλλά η μάζωξή των αστών αυτών, όταν αποφασίζουν να παίξουν το παιχνίδι που λέγεται Chevalier (ν’ αποδείξουν ποιος είναι ο καλύτερος, με τον νικητή να κερδίζει το δαχτυλίδι Chevalier), είναι ένας τρόπος, κατά τη Ραχήλ Τσαγγάρη και τον συν-σεναριογράφο της Ευθύμη Φιλίππου, να βγουν στην επιφάνεια (διάβαζε: να ψυχαναλυθούν) οι αληθινοί χαρακτήρες των αντρών της παρέας: η υπεροψία, η πίκρα, οι ζήλιες, οι υστεροβουλίες και η υποκρισία τους, στοιχεία που, είτε το θέλουμε είτε όχι, τελικά τους “δένουν”!.

Τα βότσαλα που μαζεύει ένας απ’ αυτούς, το καθάρισμα των ασημικών, οι συζητήσεις περί στύσεως και μεγέθους του πέους, οι εξετάσεις αίματος, η προσπάθεια του ενός να τους κάνει αδελφοποιτούς, η μανία για σωματική τελειότητα με την οργανική γυμναστική αλλά και οι άντρες, μόνοι τους, μπροστά στον καθρέφτη να εξετάζουν (και να απολαμβάνουν) τις σωματικές τους επιτεύξεις, προσφέρουν κάποιο διασκεδαστικό χιούμορ, που σ’ ένα βαθμό οφείλεται στους καλούς ερμηνευτές (όλη την ομάδα, μ’ επικεφαλής τον Βαγγέλη Μουρίκη) που επέλεξε η σκηνοθέτρια. Οι λιγοστές όμως αυτές αρετές της ταινίας δεν είναι αρκετές για να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη ταινία. Τα αστεία και τα φροϋδικά δήθεν αυτά παιχνίδια δεν οδηγούν πουθενά. Τελικά διερωτάται κανείς τι θέλει να μας πει η σκηνοθέτρια; Πως η αντρική μεσαία τάξη παραμένει σ’ ένα νηπιακό στάδιο; Ένα δαχτυλίδι, έστω και chevalier, και λίγη δόση weird wave (αυτό σίγουρα τραβάει τους ξένους!) δεν είναι δυστυχώς αρκετά. Ο Φρόιντ χρειάζεται ένα μεγαλύτερο και πιο ευρηματικό “καναπέ” για να φτάσει σε σοβαρά αναλυτικά συμπεράσματα. Αν είναι να μιλήσουμε γενικότερα για την αστική τάξη, αυτή σίγουρα βρίσκεται (και πότε δεν βρισκόταν;) σε αδιέξοδο (μεγάλοι σκηνοθέτες μας το είπαν στο παρελθόν και μάλιστα αριστουργηματικά, βλέπε τον “Εξολοθρευτή άγγελο” του Μπουνιουέλ). Αν είναι όμως να μιλήσουμε για την ελληνική αστική τάξη, αυτή τη στιγμή, αυτή έχει μεγαλύτερα, πολιτικά και οικονομικά, αδιέξοδα. Μπορεί το δαχτυλίδι chevalier να το κερδίζει ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, δυστυχώς όμως η σκηνοθέτρια παραμένει στους χαμένους.

 

thehunger

 

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

The Hunger Games: Επανάσταση – Μέρος ΙΙ

The Hunger Games: Mockingjay – Part 2. ΗΠΑ, 2015. Σκηνοθεσία; Φράνσις Λόρενς. Σενάριο: Πίτερ Κρεγκ, Ντάνι Στρονγκ. Ηθοποιοί: Τζένιφερ Λόρενς, Τζος Χάτσερσον, Λίαμ Χέμσγουερθ, Γούντι Χάρελσον, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Τζουλιάν Μουρ, Τζέφρι Ράιτ. 137΄

Στην 4η ταινία της επιτυχημένης εμπορικά αυτής σειράς, ο πόλεμος αντικαθιστά τα Hunger Games, με την ηρωίδα να μεταφέρει τον πόλεμο στο Καπιτώλιο και να αγωνίζεται, μαζί με τους γνωστούς συντρόφους της, να «εκθρονίσει» τον Πρόεδρο Σνοόου και τη διεφθαρμένη του κυβέρνηση. Το τι συμβαίνει (συγκρούσεις, εντυπωσιακές σκηνές δράσης, με ωραία, πάντα, ειδικά εφέ και μια συμπαθητική Λόρενς) το γνωρίζουμε ήδη από τις προηγούμενες ταινίες – το franchise ξέρει να βγάζει λεφτά…

 

{source}
<iframe width=»560″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/-rFBwNVv-Ss» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}