Της Μαρίας Δήμου*

Η μειονοτική εκπαίδευση στη Θράκη θεσμοθετείται τη δεκαετία του ‘20, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ΄ αυλάκι, πολλά πράγματα άλλαξαν και ξανά άλλαξαν, αλλά και πολλά έμειναν ίδια.

Ταμπέλες ανέβηκαν και κατέβηκαν, ονόματα σβήστηκαν, βιβλία εκδόθηκαν, βιβλία κάηκαν, προγράμματα εκπονήθηκαν. Εκείνο που έμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο στο διάβα του χρόνου είναι η προσπάθεια του κράτους να τα πάρει κάτω από τον έλεγχό του, να αλλοιώσει το ιδιοκτησιακό και το λειτουργικό καθεστώς που τα διέπει κι άλλοτε να τα κρατά υποβαθμισμένα και κάποτε να κάνει προσπάθειες ανάνηψης.

Πέρασαν δεκαετίες που τα σχολεία αυτά είχαν την απόλυτη απαξίωση των ιθυνόντων, της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας. Υπήρξαν όμως τα τελευταία χρόνια κάποιες προσπάθειες, που τουλάχιστον στο εκπαιδευτικό, διδακτικό και παιδαγωγικό κομμάτι έδωσαν θετικά αποτελέσματα.

Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων ήταν μια τομή στο χώρο της μειονοτικής εκπαίδευσης. Ακόμα η δημιουργία ειδικού τομέα στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου έδωσε ελπίδα για καλύτερη κι αρτιότερη κατάρτιση των δασκάλων που θα στελέχωναν στο μέλλον το τουρκόγλωσσο πρόγραμμα στα σχολεία αυτά, μετά την κατάργηση της πολύπαθης ΕΠΑΘ (Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης).

Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Πριν από ενάμιση χρόνο, τον Νοέμβριο του 2014, κατατίθεται μια τροπολογία που φέρνει τα πάνω κάτω στη μειονοτική εκπαίδευση. Καταργείται ο τομέας στο Αριστοτέλειο κι εξαγγέλλεται η δημιουργία Διδασκαλείου Εκπαιδευτικών Μειονοτικού προγράμματος (ΔΕΜΠ) και συγχρόνως βγάζει από τα μειονοτικά σχολεία όσα παιδιά της μειονότητας, έχοντας τελειώσει τα Παιδαγωγικά Τμήματα, δίδασκαν ελληνικά.

 

Στη συνέχεια πριν από ένα μήνα ο περιφερειακός διευθυντής Εκπαίδευσης απέστειλε έγγραφο, όπου απαγορεύει στους αιρετούς εκπροσώπους των εκπαιδευτικών του μειονοτικού προγράμματος να χρησιμοποιούν την τουρκική γλώσσα στην αλληλογραφία τους. Και τέλος, μόλις πριν από λίγες μέρες, την 1η Απριλίου, στέλνει καινούργιο έγγραφο προς τα σχολεία όπου και πάλι απαγορεύει τη χρήση της τουρκικής γλώσσας στις ανακοινώσεις που γίνονται στο χώρο του σχολείου. Τα «χτυπήματα» των δύο τελευταίων ετών και ειδικά του τελευταίου μήνα είναι απανωτά και καίρια.

Το μειονοτικό σχολείο από τη φύση του κι από το ιδρυτικό του καθεστώς είναι ένα δίγλωσσο σχολείο. Σ΄αυτό διδάσκονται και μιλιούνται δύο γλώσσες, τα τουρκικά ως μητρική γλώσσα των μαθητών και τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους κι ως δεύτερη γλώσσα των παιδιών. Όσο κι αν προσπαθεί το επίσημο κι ανεπίσημο κράτος να αποφύγει την αναφορά στην τουρκική γλώσσα, τόσο πιο φανερός γίνεται ο στρουθοκαμηλισμός του. Χρησιμοποιώντας τον όρο «μειονοτικό πρόγραμμα» δίπλα στον «ελληνόγλωσσο πρόγραμμα» και η υποχρέωση της χρήσης των ελληνικών και μόνο ως επίσημης γλώσσας του κράτους, μέσα από τα τελευταία έγγραφα-διαταγές του περιφερειακού διευθυντή μάλλον κάποια αλλεργική προδιάθεση στην τουρκική γλώσσα φανερώνει.

 

 

eggrafo

 

Αναρωτιέται κανείς ποια να είναι άραγε η σκοπιμότητα των δύο τελευταίων εγγράφων; Τι επιδιώκεται με την απαγόρευση της χρήσης της μητρικής γλώσσας των ανθρώπων αυτών μέσα στο χώρο του σχολείου; Αμφισβητεί κανείς το δίγλωσσο χαρακτήρα τους; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος στόχος μέσα από τις διαδοχικές διαταγές απαγόρευσης;

Φαντάζεται κανείς μας ανάλογη οδηγία στα μειονοτικά σχολεία της Πόλης ή της Αλβανίας που θα απαγορεύει τη χρήση της ελληνικής γλώσσας πέραν των αιθουσών στα σχολεία αυτά; Γιατί περί αυτού πρόκειται. Σήμερα ορίζεται με τις δύο αυτές διαταγές πως η χρήση της τουρκικής, μητρικής γλώσσας των παιδιών και των δασκάλων θα γίνεται μόνο μέσα στην αίθουσα ή στο διάλειμμα σε προσωπικές συζητήσεις κι όχι σε ανακοινώσεις που αφορούν το σύνολο των μαθητών.

Μήπως θα πρέπει να ορισθεί και να ξεκαθαριστεί και πάνω από πόσους μαθητές, όταν έχει απέναντί του ο δάσκαλος του τουρκόγλωσσου προγράμματος (επιτέλους δεν υπάρχει μειονοτική γλώσσα, για να λέμε μειονοτικό πρόγραμμα), θα πρόκειται για ανακοίνωση για να μιλήσει ελληνικά και πόσους για προσωπική επικοινωνία για να μιλά τουρκικά;

Τέτοιου είδους αποφάσεις μόνο τριβές, δυσαρέσκειες και εντάσεις δημιουργούν. Ο τόπος έχει ανάγκη από κλίμα συναίνεσης και θετικής αντιμετώπισης ένθεν κακείθεν, για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει με ηρεμία και γαλήνη μέσα σ΄αυτό το τόσο διαφορετικό αλλά και τόσο πολύτιμο για μας -που είναι ο τόπος μας- καθεστώς συμβίωσης και συνύπαρξης δύο διαφορετικών στοιχείων.

 

* Εκπαιδευτικός, Κομοτηνή