Της Νινέττας Κοντράρου-Ρασσιά

Ως ένα μεγάλο έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστεί ο πόλεμος που έχει ανοίξει εναντίον του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Ένα έγκλημα διαρκές, αφού ξεκίνησε κατά τα τελευταία έτη της θητείας του κορυφαίου φιλολόγου και ακαδημαϊκού Μανούσου Μανούσακα ως διευθυντή (1966-1982) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Στόχος, φαίνεται πως ήταν πάντα να αλλάξει χέρια η διαχείριση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του Ινστιτούτου και να υποβαθμιστεί το Ινστιτούτο από ερευνητικό κέντρο -που είναι από ιδρύσεώς του- σε ένα απλό πολιτιστικό κέντρο για ποικίλες εκδηλώσεις. Η πικρή αυτή αλήθεια αναδεικνύεται από το ανάγνωσμα ενός άρτι εκδοθέντος βιβλίου της πρώην διευθύντριας του Ινστιτούτου Βενετίας, ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκού Χρύσας Μαλτέζου, με τίτλο «Η δική μου Βενετία ή το χρονικό της δίωξης του Ινστιτούτου Βενετίας». Η κ. Μαλτέζου αφιερώνει την προσωπική της αυτή κατάθεση (ψυχής) στη μνήμη ενός άγιου ανθρώπου, που έφτασε να κατηγορηθεί, ακόμη και για κλοπή βιβλίων και χαλιών, του Μ. Ι. Μανούσακα.

 

Istituto Ellenico 1 Maltezou 237x338Το ενδιαφέρον αυτό αφήγημα, που ιστορεί τις ίντριγκες κάποιων ανθρώπων που ονειρεύονταν να εξουσιάσουν ένα ίδρυμα που έχει κερδίσει την εκτίμηση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, ξεκινά από το 1960, όταν η κ. Μαλτέζου επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βενετία. «Ήταν ένα καλοκαιριάτικο σούρουπο» γράφει «όταν με φοιτητική συντροφιά έφτασα σιδηροδρομικώς από την Αθήνα, μέσω των τότε γιουγκοσλαβικών εδαφών, στο σταθμό Santa Lucia κι από κει με το βαπορέτο στη μικρή υδάτινη λεκάνη που σχηματίζεται μπροστά στην πλατεία Αγίου Μάρκου. Χρυσοκόκκινος ο ήλιος άγγιζε τα νερά της λιμνοθάλασσας, χρωματίζοντας ανάκατα παλάτια στις όχθες των καναλιών και σύννεφα που στεφάνωναν τις ακτές του Lido. Ημουν είκοσι χρόνων, ενθουσιασμένη από την περιπέτεια της εκδρομής και ανυπόμονη να δω από κοντά όσα μνημεία και έργα τέχνης είχα καταχωρίσει στη μνήμη μου…».

 

Το Ινστιτούτο ζούσε τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του τότε, με την πρώτη του διευθύντρια, τη μικροκαμωμένη κομψή και αυστηρή Σοφία Αντωνιάδου, που είχε πάει στη Βενετία από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν όπου δίδασκε. Τους ξενάγησε στους γύρω χώρους δείχνοντάς τους κάποια χειρόγραφα και αρχεία. «Είχα εκμυστηρευτεί μετά την ξενάγηση στους συμφοιτητές μου ότι θα ήθελα να γύριζα κάποτε εκεί και να μελετήσω συστηματικά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία. Η τύχη το έφερε και ξαναγύρισα, για να μείνω στη λιμνοθάλασσα, δύο φορές, τη μία ως υπότροφος αμέσως μετά τις πανεπιστημιακές μου σπουδές και την άλλη, πολύ αργότερα, ως διευθύντρια πλέον του ιδρύματος».

 

Ακολουθεί λεπτομερής καταγραφή των βιωμάτων της ως διευθύντριας του Ινστιτούτου, γιατί «η επίθεση που έχει εξαπολυθεί εναντίων των ανθρώπων που το ανέδειξαν, σπιλώνοντας την τιμή και δυσφημώντας την προσφορά τους, συνιστούν μαύρη σελίδα στην ιστορία της έρευνας στη χώρα μας».

 

Μερικοί δημοσιογράφοι -μεταξύ των οποίων κι εγώ- διαπιστώσαμε από το τέλος της δεκαετίας του ’80 πως με αβάσιμες διαβολές και κατηγορίες υπέστησαν φοβερές διώξεις άνθρωποι που λάμπρυναν με την παρουσία τους το μοναδικό αυτό επιστημονικό ίδρυμα που διαθέτει η Ελλάδα στο εξωτερικό.

 

Η ιδέα για την ίδρυση του Ινστιτούτου ανήκει στον Επτανήσιο διπλωμάτη και ποιητή Μαρίνο Σιγούρο, που το 1922 ως γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βενετία θεώρησε ότι ο μόνος τρόπος για να σωθούν τα απομεινάρια της μεγάλης περιουσίας και ιστορικής παράδοσης του εκεί Ελληνισμού ήταν η ίδρυση ενός Ινστιτούτου μεταβυζαντινών μελετών. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το 1947, ο Σιγούρος έθεσε τα θεμέλια της ίδρυσής του με συνομιλίες στη Ρώμη. Το 1949 κυρώθηκε από την ιταλική κυβέρνηση το σχετικό διάταγμα διά του οποίου δινόταν η άδεια λειτουργίας του με την αμοιβαία υποχρέωση της Ελλάδας να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα και της Ιταλικής Αρχαιολογικής Αποστολής στην Κρήτη. Το Ινστιτούτο, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπαγόμενο στα υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας, κατέστη οικονομικά αυτοδύναμο το 1953, όταν η Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας του μεταβίβασε την ακίνητη περιουσία της και την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, με την υποχρέωση να συντηρεί την Κοινότητα και να φροντίζει για τη διατήρηση της ελληνοορθόδοξης θρησκείας στη Βενετία. Στη λειτουργία του Ινστιτούτου εμπλέκεται και η Ακαδημία Αθηνών, γιατί οφείλει να ορίζει εκπρόσωπό της στην Εποπτική Επιτροπή του ιδρύματος και παράλληλα έχει την ευθύνη εκλογής του διευθυντή.

 

Το έργο του Ιδρύματος είναι κατά βάση επιστημονικό. Με την ερευνητική δραστηριότητα, τις μελέτες και τα διδακτορικά των υποτρόφων του και των φιλοξενούμενών του Ελλήνων και ξένων ερευνητών έχει πάψει η Βενετοκρατία, όπως επισημαίνει η κ. Μαλτέζου, «να εξετάζεται ως εποχή υποτέλειας των ελληνικών πληθυσμών στους ξένους κυρίαρχους, μέσα δηλαδή από τη σκοπιά του Βενετού κατακτητή και του Έλληνα κατακτημένου, αλλά θεάται μέσα από τη σύνθετη ιστορική οθόνη της ευρωπαϊκής ιστορίας». 

 

Από το 1998 ώς το 2012 εκδόθηκαν 94 τόμοι που αποδεικνύουν την αθόρυβη επιστημονική δράση του. Επίσης έγιναν σοβαρότατα έργα αναστήλωσης και συντήρησης του συγκροτήματος του Campo dei Greci, της Πλατείας των Ελλήνων, της Φλαγγινείου Σχολής και του Μουσείου των Εικόνων. Η Φλαγγίνειος Σχολή, η οποία ιδρύθηκε το 1665 χάρη στο κληροδότημα του Κερκυραίου δικηγόρου Θωμά Φλαγγίνη, λειτούργησε ώς τις αρχές του 20ού αιώνα ως σχολείο ανωτέρων σπουδών και ως νοσοκομείο για αναξιοπαθούντες Έλληνες. Όσο για το Μουσείο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Εικόνων, περιλαμβάνει μια σημαντική συλλογή έργων που συνδυάζουν το βυζαντινό στοιχείο της ορθόδοξης πίστης και του δυτικού πολιτισμού.

 

2124 thumb large

 

Την ίδια περίοδο ανακαινίστηκε η αίθουσα εκδηλώσεων στην ιστορική Sala del Capitolo, διαμορφώθηκε το Εικονοφυλάκιο-Εργαστήρι συντήρησης εικόνων, ταξινομήθηκε και καταλογογραφήθηκε με σύγχρονα μέσα το πολύτιμο αρχείο των Ελλήνων της Βενετίας (από το 15ο αιώνα μέχρο τον 20ό). Καταλογογραφήθηκαν επίσης τα μουσικά χειρόγραφα της Συλλογής Χειρογράφων, εμπλουτίστηκε η βιβλιοθήκη με νέες εκδόσεις και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έγιναν εκτεταμένες εργασίες καθαρισμού και συντήρησης της πρόσοψης του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων και αναστηλώθηκε το ιστορικό καμπαναριό του ναού του 16ου αιώνα, καθαρίστηκε η Πλατεία των Ελλήνων και ανακαινίστηκαν μερικά από τα πολλά ακίνητα που αντιμετώπιζαν προβλήματα παλαιότητας και υγρασίας. Παρόλο που έγιναν πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια, η συνδιαχείρισή του, που εκπορεύεται από το ιδρυτικό του, φαίνεται πως είναι και η αιτία πολλών κακών.

 

Το υπουργείο Παιδείας έχει από χρόνια αποστασιοποιηθεί, αφήνοντας «το συναρμόδιο υπουργείο Εξωτερικών να λαμβάνει μέσω κάποιων αξιωματούχων του αποφάσεις που στρέφονται εναντίον του Ινστιτούτου» επισημαίνει η κ. Μαλτέζου. Και καθώς εκτός από επιστημονικό ίδρυμα το Ινστιτούτο είναι επιχείρηση εκμετάλλευσης πολυάριθμων μισθωμένων ακινήτων που ανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο, υπάγονται όμως στους νόμους της Ιταλίας, αλλά και ταμείο αρωγής της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Βενετίας και της Ιεράς Μητρόπολης Ιταλίας, χρειαζόταν έναν οικονομικό διαχειριστή. Ο Οργανισμός του Ινστιτούτου προέβλεπε θέση διαχειριστή με τα ανάλογα προσόντα (ιταλομάθεια βεβαίως) τον οποίο έστελνε στη Βενετία η Ελλάδα.

 

1 maltezouΩστόσο, «η σχετική θέση, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις μου» γράφει η κ. Μαλτέζου, «είτε παρέμενε κενή, με αποτέλεσμα να καλύπτονται τα καθήκοντα από άλλους υπαλλήλους του Ινστιτούτου, είτε καλύπτεται από υπαλλήλους του ΥΠΕΞ, μη ιταλομαθείς που δεν πληρούσαν τα προσόντα». Έτσι, εστράφησαν τα πυρά για δήθεν κακοδιαχείριση των οικονομικών του Ινστιτούτου στον αναρμόδιο με τα οικονομικά, συνήθως φιλόλογο-ιστορικό διευθυντή που είναι ένα μόνο μέλος στη Διαχειριστική Επιτροπή και όχι ο κύριος υπεύθυνος. Άλλο μέλος είναι ο εκπρόσωπος του πρέσβη μας στη Ρώμη, ο εκάστοτε πρόξενος Βενετίας και ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας. Σύμφωνα με το δωρητήριο της περιουσίας της Κοινότητας στο Ινστιτούτο, προβλέπεται σε περίπτωση διάλυσης του Ινστιτούτου η περιουσία να επιστρέφει στην Κοινότητα η οποία είναι νομικό πρόσωπο ιταλικού δικαίου. «Συνεπώς, το ιταλικό Δημόσιο και όχι το ελληνικό θα καρπωθεί αυτή την περιουσία σε περίπτωση διάλυσης του Ινστιτούτου». Αυτό επιθυμούν άραγε οι αξιωματούχοι του ΥΠΕΞ που κάνουν αναίτιο πόλεμο στο Ινστιτούτο;

 

Στο παρελθόν κάποια μέλη της Κοινότητας επεδίωκαν την ακύρωση της δωρεάς, έτσι ώστε να αναλάβουν τη διαχείριση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του. «Έφτασε στο σημείο η Κοινότητα, κατά τη διάρκεια του προκατόχου μου διευθυντή, να εξαπολύσει πόλεμο εναντίον του και εναντίον του Ινστιτούτου, εγείροντας οικονομικές αξιώσεις και ζητώντας την προς αυτό ακύρωση της προς αυτό δωρεάς». Συμπράττοντας κάποια στιγμή και με το προξενείο, έφτασε κάποιος στο σημείο να ψάχνει στα σκουπίδια τα βράδια έξω από το Ινστιτούτο για να βρει αποκόμματα εγγράφων τα οποία προσκόμισε στο προξενείο για να κινηθεί εναντίον τους. «Προς τιμήν του, ο πρόξενος που υπηρετούσε την εποχή εκείνη στη Βενετία, μου γνωστοποίησε αμέσως τις προθέσεις αυτού του ατόμου».

 

Η Κοινότητα δεν υπήρξε πάντα εχθρική προς το Ινστιτούτο. Κατά την πρώτη δίωξη της έγκριτης βυζαντινολόγου, ο πρόεδρός της στάθηκε στο πλευρό της κ. Μαλτέζου. Αυτή η σχέση απεδείχθη εύθραυστη και είχε να κάνει κάθε φορά με το πρόσωπο που ήταν στη θέση του προέδρου. Πολύ πικρή είναι τελικά η γεύση της κ. Μαλτέζου από την αναφορά όλων των γεγονότων που βίωσε η ίδια όπως και ο προκάτοχός της Μαν. Μανούσακας, παρόλο που αφιερώθηκαν με πάθος στην ανάδειξη του επιστημονικού έργου που συντελείται στο Ινστιτούτο (εκπονούνται μέχρι και διδακτορικά). Κλείνει, επισημαίνοντας ότι «αφού λίγο έλειψε να κλείσει προ εικοσιπενταετίας (το Ινστιτούτο, το μοναδικό που αξιώθηκε το ελληνικό κράτος να έχει στο εξωτερικό), γίνονται προσπάθειες να υποβιβαστεί σε πολιτιστικό κέντρο και οι διαπρεπείς πανεπιστημιακοί που το ανήγαγαν σε ερευνητικό ίδρυμα διεθνούς φήμης στέλλονται στον εισαγγελέα με γελοίες κατηγορίες. Είναι κι αυτό σύμπτωμα της παρακμής της μεταπολιτευτικής Ελλάδας».

 

Πάντως, οι συνήθως ανίδεοι πολιτικοί προϊστάμενοι του ΥΠΕΞ και του υπουργείου Παιδείας καλό θα είναι, πριν λάβουν οποιεσδήπτε αποφάσεις που θα έχουν δυσμενείς συνέπειες σε πολλούς υποτρόφους-σπουδαστές και στην Ελληνική Κοινότητα Βενετίας, να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Περιέχει όλες τις απαντήσεις στις απορίες τους.