Της Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου*
Η επίσκεψη στην Ελλάδα του Σκοπιανού Υπουργού Εξωτερικών Nikola Poposki στις 17 Δεκεμβρίου ύστερα από πρόσκληση που του είχε απευθύνει ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε ανάλογη επίσκεψή του στα Σκόπια τον Ιούνιο του 2015, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της ονομασίας της γείτονος χώρας και φαίνεται να αναζωπυρώνει τις ελπίδες επίλυσής του ύστερα από αρκετά χρόνια αδράνειας.

Αυξημένες οι πιθανότητες οριστικής επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας. Γιατί τώρα;

Επί της ουσίας οι προσπάθειες εξεύρεσης ενός κοινά αποδεκτού ονόματος, που γίνονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, είχαν παγώσει έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα της ΠΓΔΜ να προσχωρήσει στο ΝΑΤΟ το 2008 εξαιτίας του veto της ελληνικής πλευράς. Από τη μία η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και από την άλλη η εσωτερική κοινωνικοπολιτική κρίση στην ΠΓΔΜ δημιούργησαν νέες προτεραιότητες για τα δύο κράτη και έθεσαν τη μεταξύ τους διαφορά σε δεύτερη μοίρα. Οι νέες ωστόσο εξελίξεις στη Νοτιοδυτική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια δημιουργούν νέες προκλήσεις για τις δύο χώρες, οι οποίες πρέπει να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν ζητήματα όπως η προσφυγική κρίση, ο εξτρεμισμός και η ενεργειακή επάρκεια. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιείται η επαναπροσέγγιση σε διμερές πολιτικό επίπεδο, χωρίς ωστόσο να παραγκωνίζεται ο ρόλος του ειδικού διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Matthew Nimetz.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο κ. Κοτζιάς έπειτα από τη συνομιλία του με το Σκοπιανό ομόλογό του, «Διαπραγματευόμαστε για αυτό το θέμα στον ΟΗΕ, με τη βοήθεια του κ. Nimetz, και αναζητούμε έναν έντιμο συμβιβασμό που να καταπολεμά τον αλυτρωτισμό και τον ακραίο εθνικισμό και να βοηθάει τη μελλοντική προοπτική και των δυο πλευρών.» Οι ραγδαίες λοιπόν εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή όπου οι δύο χώρες ανήκουν και η ανάγκη συντονισμένης δράσης για την αντιμετώπισή τους, καθιστούν επιβεβλημένη περισσότερο από κάθε άλλη χρονική συγκυρία την επίλυση της εκκρεμότητας του ονόματος, προκειμένου η ΠΓΔΜ να μπορέσει να ενταχθεί στις Ευρω-Ατλαντικές δομές.

Οι διμερείς επαφές έχουν ως στόχο την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών, όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο κ. Poposki, στους τομείς της οικονομίας, της παιδείας, του τουρισμού, δίνοντας έμφαση στα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών. Έτσι θα μπορέσει να εξευρεθεί όχι λύση και στο θέμα του ονόματος, αλλά η πολιτική βούληση για λύση, δηλαδή η διάθεση από την πολιτική ηγεσία και των δύο χωρών να αναλάβουν την ευθύνη και το τυχόν κόστος μίας συμβιβαστικής συμφωνίας. Αυτός ήταν άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν ο λόγος αποτυχίας πολλών προσπαθειών εξεύρεσης οριστικής λύσης και δημιουργίας καχυποψίας μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς εσωτερικοί μικροκομματικοί υπολογισμοί και στις δύο χώρες απέτρεψαν την επίτευξη συμφωνίας.

Οι αντικρουόμενες θέσεις των δύο πλευρών.

Όπως είναι πλέον ευρύτατα γνωστό, η διαμάχη ξεκίνησε με την ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ από την Γιουγκοσλαβία το 1991, με το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με το οποίο και ήθελε να ενταχθεί στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η Ελλάδα προφανώς αντέδρασε και επί χρόνια η θέση της ήταν εναντίον οποιασδήποτε ονομασίας που θα περιείχε τον όρο «Μακεδονία». Η μαξιμαλιστική αυτή θέση άλλαξε το 2007 και από τότε επίσημη θέση της Ελλάδας είναι μία σύνθετη ονομασία με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό του όρου «Μακεδονία», έχοντας κάνει αποδεκτές ορισμένες από τις προτάσεις του κ. Nimetz, όπως «Άνω Μακεδονία» και «Βόρεια Μακεδονία».
Εν τω μεταξύ η ΠΓΔΜ έχει πετύχει την εισδοχή της στον ΟΗΕ με προσωρινή ονομασία, πράγμα που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στην ιστορία του οργανισμού, ενώ ολοένα και περισσότερες χώρες την αναγνωρίζουν με το συνταγματικό της όνομα.

1 σκ

Υφίσταται δηλαδή το εξής οξύμωρο: αν και η ΠΓΔΜ είναι διεθνώς αναγνωρισμένη με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» μέχρις ότου εξευρεθεί οριστικό όνομα, στις διμερείς της σχέσεις με άλλες χώρες χρησιμοποιεί κανονικά το συνταγματικό της όνομα. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ότι η ΠΓΔΜ έχει πάρει αυτό που ήθελε και δεν έχει λόγο να διαπραγματευτεί με την Ελλάδα. Το κίνητρο ωστόσο έγκειται στην αδυναμία της ΠΓΔΜ να λειτουργεί ενεργά στη διεθνή κοινότητα, καθώς η Ελλάδα θέτει εμπόδια στην ένταξή της σε διεθνείς οργανισμούς όπου η ίδια είναι ήδη μέλος. Αυτό ακριβώς έγινε με το ΝΑΤΟ το 2008 και αυτό θέλει να αποφύγει η ΠΓΔΜ στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ενώ λοιπόν η ΠΓΔΜ φαίνεται να έχει αρκετούς λόγους να φτάσει σε έναν συμβιβασμό με την Ελλάδα και συνεχώς εκφράζει αυτή της την πρόθεση σε επίπεδο δηλώσεων, στην πράξη δεν έχει φανεί θετική σε κάποιο από τα μέχρι τώρα προτεινόμενα ονόματα, ενώ όπως τόνισε και ο κ. Poposki οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να «υποστηριχθεί με ένα δημοψήφισμα» από πλευράς ΠΓΔΜ. Η πάγια στάση της ΠΓΔΜ ως προς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή του νέου ονόματος, έχει ως στόχο να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης και να οδηγήσει τις διαπραγματεύσεις όσο πιο κοντά γίνεται στις δικές τις θέσεις, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η θετική έκβαση του δημοψηφίσματος.

Και τι σημαίνει τ’ όνομα; Τ’ άνθος που λέγουν ρόδον,
με όποιαν λέξιν κι αν το πουν, το ίδιο θα μυρίζει.

Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν το Μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε αφορμή χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αποπροσανατολισμού της από τις ουσιαστικές πτυχές του ζητήματος, καθώς και έκρηξης άκριτου εθνικισμού. Το πραγματικό διακύβευμα ωστόσο δεν βρίσκεται στο όνομα που θα έχει η γειτονική χώρα, όσο στα ζητήματα ταυτότητας και παραχάραξης της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού στην οποία επιδίδεται. Η Μακεδονία γεωγραφικά και ιστορικά ποτέ δεν αποτέλεσε ενιαίο χώρο. Αντίθετα, ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας εκτείνεται σε εδάφη τεσσάρων κρατών, της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας. Ιστορικά όμως οι όροι «Μακεδονία» και «μακεδονικός πολιτισμός» κατά την αρχαιότητα αναφέρονται σε ελληνικό φύλο και σε ελληνικό πολιτισμό, αντίθετα με τις απόψεις που οι ιστορικοί της ΠΓΔΜ προσπαθούν να διαδώσουν.

Αυτή η φαλκίδευση της ιστορίας, με τις οικονομικές συνέπειες που έχει εις βάρος της Ελλάδας, καθώς και το γεγονός ότι οι κάτοικοι και τα προϊόντα της ελληνικής περιφέρειας της Μακεδονίας ταυτίζονται και μονοπωλούνται από την ΠΓΔΜ, είναι οι πραγματικοί κίνδυνοι για την Ελλάδα. Αν η ΠΓΔΜ δεν έδειχνε παντοιοτρόπως σημάδια σφετερισμού του ιστορικού παρελθόντος της Ελλάδας, δίνοντας ονόματα ελληνικών προσωπικοτήτων σε εθνικά αεροδρόμια και στάδια, εγείροντας αγάλματα προς τιμήν τους και οικειοποιούμενη ελληνικά σύμβολα όπως το Αστέρι της Βεργίνας, τότε δε θα υπήρχε λόγος ανησυχίας της ελληνικής πλευράς μπροστά σε όποιο όνομα το γειτονικό κράτος επέλεγε για τον εαυτό του, δεδομένου ότι γεωγραφικά ο χώρος της Μακεδονίας δεν αντιστοιχεί απόλυτα σε κάποιο κράτος.

Αυτό ακριβώς όμως είναι που προσπαθεί να πετύχει η ΠΓΔΜ, να ταυτίσει δηλαδή ολόκληρο το Μακεδονικό χώρο με το έδαφός της, πόσο μάλιστα όταν μόνο το νότιο τμήμα της σημερινής ΠΓΔΜ ανήκει στη γεωγραφική Μακεδονία. Ως προς την προσπάθεια ταύτισης ωστόσο των Μακεδόνων γενικά με τους κατοίκους της ΠΓΔΜ, η χώρα έρχεται αντιμέτωπη με εσωτερικές αντιδράσεις, καθώς σχεδόν το 30% του πληθυσμού της είναι αλβανικής καταγωγής και επιθυμεί να προσδιορίζεται έτσι, αν όχι να αποσχιστεί και να ενωθεί με την Αλβανία.

 

Είναι προφανές λοιπόν, ότι στη σημερινή συγκυρία η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ είναι περισσότερο επιτακτική παρά ποτέ για διαφορετικούς λόγους για την κάθε χώρα. Όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα και με δεδομένη την ευρεία χρήση του όρου Μακεδονία όταν γίνεται αναφορά στη γείτονα χώρα, η Ελλάδα δεν έχει μεγάλο περιθώριο να πετύχει ουσιαστική αλλαγή του ονόματος. Αυτό όμως δεν είναι και το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι με τη συμφωνία που θα επιτευχθεί να προστατευθεί η ταυτότητα της ελληνικής περιοχής της Μακεδονίας, τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης, η αρχαιότητα, η ιστορία και ο πολιτισμός. Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να αλλάξει η ΠΓΔΜ δεν είναι το όνομά της, αλλά η στάση της απέναντι στην Ελλάδα. Εξ άλλου, και αν ακόμη άλλαζε το όνομα της αλλά η προπαγανδιστική οικειοποίηση του ελληνικού πολιτισμού έμενε η ίδια, δε θα είχαμε κάποιο ουσιαστικό κέρδος.

Αυτό που μένει να φανεί είναι κατά πόσον οι πολιτικοί, αλλά και η κοινωνίες των δύο χωρών έχουν ωριμάσει και μπορούν με ρεαλιστικούς πλέον όρους και μακριά από τις συναισθηματικές και εθνικιστικές εξάρσεις του παρελθόντος να αναλύσουν το νέο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται προφυλάσσοντας τα εθνικά τους συμφέροντα ή κατά πόσον θα μιλάμε για άλλη μία χαμένη ευκαιρία.

* Διεθνολόγος