Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Οι ενοχές και η προσπάθεια να διορθώσεις λάθη του παρελθόντος είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Ο γιος», δεύτερη ταινία του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Φλόριαν Ζέλερ, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της φετινής Μόστρας του κινηματογράφου.

Σκηνοθέτης που με την πρώτη του κιόλας ταινία, «Ο πατέρας» (2020), κατάφερε να κερδίσει 2 Όσκαρ και αρκετά άλλα διεθνή βραβεία, ο Ζέλερ στρέφεται τη φορά αυτή σε ένα επιτυχημένο άντρα, τον Πίτερ (Χιου Τζάκμαν) που ζει ευτυχισμένος με τη δεύτερη, πιο νέα από αυτόν γυναίκα του, Μπερθ (Βανέσσα Κέρμπι) και το νεογέννητο παιδί τους, ώσπου ξαφνικά εμφανίζεται η πρώην γυναίκα του Κέιτ (Λόρα Ντερν) μαζί με τον γιο τους Νίκολας (Ζεν ΜακΓκραθ), έναν οργισμένο, κλεισμένο στον εαυτό του, έφηβο, αγόρι που, όπως μαθαίνουν, είχε να εμφανιστεί στο σχολείο του εδώ και μήνες.

Αντλώντας από την άσκημη εμπειρία με το δικό του πατέρα (Άντονι Χόπκινς), ο Πίτερ προσπαθεί να βρει τρόπους να επιδιορθώσει την μέχρι τότε στάση του απέναντι στον γιο που εγκατέλειψε για την άλλη γυναίκα, με τρόπο όμως που χειροτερεύει την κατάσταση του ψυχικά άρρωστου Πίτερ. Ο Ζέλερ έφτιαξε ένα οικογενειακό δράμα, γύρω από τις ενοχές, τις οικογενειακές σχέσεις και την αγάπη, μαζί και την έλλειψή της. Πέρα από το καλογραμμένο σενάριο του Κρίστοφερ Χάμπτον, βασισμένο σε θεατρικό έργο του ίδιου του σκηνοθέτη, εκείνο που ξεχωρίζει στην ταινία του Ζέλερ δεν είναι τόσο η παραδοσιακή σκηνοθετική προσέγγιση όσο η ανάπτυξη των χαρακτήρων και η όλη διεύθυνση των ηθοποιών του που δίνουν όλοι τους εκπληκτικές ερμηνείες.

Με τη μητρότητα και τα ψυχικά τραύματα μιας νεαρής γυναίκας που σκοτώνει των 15 μηνών παιδί της καταπιάνεται στην ταινία της «Σεντ Ομέρ» η σενεγαλέζικης καταγωγής Γαλλίδα σκηνοθέτρια Αλίς Ντιόπ, βραβευμένη στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου, με το Encounters Award, για την ταινία της «Εμείς». Στη νέα της αυτή ταινία, η Ράμα, μια νέα συγγραφέας, με στόχο να γράψει ένα έργο εμπνευσμένο από τη «Μήδεια», παρακολουθεί, στο δικαστήριο του Σεντ Ονορέ (πόλη στην περιοχή της Λλ) τη δίκη της Λοράνς Κολί, μιας νεαρής Σενεγαλέζας φοιτήτριας, κατηγορούμενης για τη δολοφονία του 15μηνου παιδιού της, που το άφησε να πνιγεί σε μια ακτή της Βόρειας Γαλλίας.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται όπως τα περίμενε η Ράμα. Αυτά που καταθέτουν τόσο η Λοράνς όσο και οι διάφοροι μάρτυρες ανατρέπουν τις πεποιθήσεις της Ράμα, η οποία αρχίζει να αμφισβηρτεί τη δική της κρίση. Μια σημαντική δύναμη της ταινίας στηρίζεται στην ερμηνεία της Γκουζλατζί Μαλάνγκα, στο ρόλο της Λοράνς. Με μάτια γεμάτα πόνο αλλά και ερωτήματα, παρακολουθεί σιωπηλή, έχοντας αποδεχτεί το έγκλημά της χωρίς κανένα παράπονο, αναμιγνύοντας όμως πραγματρικότητα με φαντασία (η εξήγηση στην οποία επιμένει είναι πως έπεσε θύμα μαύρης μαγείας) και προσπαθώντας να βρει μια απάντηση (γι’ αυτήν ανεξήγητη) στην ειδεχθή πράξη της.

Με τη σκηνοθέτρια να προσπαθεί να διεισδύσει, μέσα από τις διάφορες καταθέσεις της κατηγορούμενης και των μαρτύρων, στον ψυχικό κόσμο της νεαρής δολοφόνου, και να φέρει στην επιφάνεια τα οικογενειακά και άλλα ψυχικά τραύματα που την οδήγησαν στη δολοφονία. Με ένα σφιχτοδεμένο σενάριο (εμπνευσμένο από μια παρόμοια δίκη που παρακολούθησε η ίδια η Ντιόπ), με πλάνα δοσμένα με ξεχωριστή φροντίδα (σε προηγούμενες σκηνοθεσίες της η Ντιόπ εργάστηκε και ως διευθυντής φωτογραφίας), και με ωραίες ερμηνείες από όλο το καστ, η Ντιόπ έφτιαξε μια ταινία που αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια και συμπάθεια τα διάφορα προβλήματα μιας γυναίκας – και συγκεκριμένα μιας μετανάστριας – σε μια κοινωνία αν όχι εχθρική, τουλάχιστο αδιάφορη και κυνική, που μπορεί να οδηγήσει τη γυναίκα στην απομόνωση και την αποξένωση, ακόμη και στην τρέλα.

Η απώλεια αλλά και η μοναξιά και η αδυναμία να μοιράζεσαι τον πόνο σου με τους άλλους είναι στο επίκεντρο της ταινία «Ερωτική ζωή» του Ιάπωνα Κότζι Φουκάντα («Harmonium», «Ένα αγνοούμενο κορίτσι»). Σ’ αυτήν, η Ταέκο και ο άντρας της Γίρο, που ζουν μια ήρεμη ζωή μαζί με τον μικρό παιδί τους, χάνουν ξαφνικά σ’ ένα ατύχημα τον γιο τους. Απώλεια που θα προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στη σχέση τους, με την Ταέκο να στρέφει το ενδιαφέρον της στον κουφό και άστεγο, αποξενωμένο μέχρι τότε, πατέρα του παιδιού, στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τον πόνο και τις ενοχές της.

Ο Φουκάντα αφηγείται με ένα απλό, χαμηλών τόνων, στιλ την ιστορία του, με λιτά πλάνα, με την κάμερα συχνά ακίνητη, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στα πρόσωπα, τις εκφράσεις και την όλη συμπεριφορά τους, θυμίζοντας συχνά τις ταινίες του συμπατριώτη του, Γιασουτζίρο Όζου και αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές του.

Ο αγγλικός κινηματογράφος έχει ένα ωραίο παρελθόν με τον φανταστικό κινηματογράφο και ιδιαίτερα με τις αποκαλούμενες ghost stories (ιστορίες με φαντάσματα), ταινίες όπου κυριαρχεί μια απειλητική ατμόσφαιρα, που οι σκηνοθέτες τους καταφέρνουν να δημιουργήσουν με τον καλύτερο και πιο τρομακτικό τρόπο, αποφεύγοντας το μοντάζ σοκ και τις γρήγορες εναλλαγές. Αυτή την ατμόσφαιρα προσπαθεί να δημιουργήσει και η ταινία «Η αιώνια κόρη» της Τζοάνα Χογκ.

Πρωταγωνίστριες της ταινίας είναι δυο γυναίκες, μια μεσήλικη κόρη (Τίλντα Σουίντον) και η ηλικιωμένη μητέρα της (και πάλι η Σουίντον), που φτάνουν, χειμώνα, σ’ ένα απομονωμένο παράξενο ξενοδοχείο στο πουθενά, στο οποίο η κόρη έχει παιδικές αναμνήσεις, για να γιορτάσουν τα γενέθλια της μητέρας κι όπου η σεναριογράφος κόρη σχεδιάζει να γράψει ένα σενάριο γύρω από τη μητέρα της και τους χώρους όπου αυτή πέρασε την παιδική της ηλικία. Μια παραμονή που θα βοηθήσει τις δυο γυναίκες να βγάλουν στην επιφάνεια ενοχές και μεταμέλειες.

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα δημιουργείται η παράξενη απειλητική ατμόσφαιρα που απαιτεί το θέμα, με το αυτοκίνητο που τις μεταφέρει να περνάει μέσα από ομιχλώδη τοπία, και με τη μουσική να τονίζει την παραδοξότητά τους. Ατμόσφαιρα που κυριαρχεί και στο ξενοδοχείο (που μου θύμισε εκείνο στη «Λάμψη» του Κιούμπρικ), όπου, εκτός από τα προβλήματα που δημιουργούνται σχετικά με τις κρατήσεις των δωματίων τους, φαίνεται να είναι και οι μόνες επισκέπτριες σ’ αυτό, ενώ, τη νύχτα, η κόρη ακούει παράξενους ήχους που η αγενής γυναίκα, υπεύθυνη στη ρεσεψιόν, αποφεύγει να εξηγήσει. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα για να φτάσουν στο απόγειό τους με την ανατροπή προς το φινάλε, που δημιουργεί μιαν ακόμη πιο αλλόκοτη ατμόσφαιρα στην όλη ιστορία του ψυχολογικού αυτού θρίλερ. Με την Τζοάνα Χογκ να δίνει τη δική της, ξεχωριστή ματιά πάνω στις μικρές, όμορφες (μαζί και απειλητικές) σκηνές όπου περιμένεις κάτι το φρικτό να συμβεί (έστω κι αν αυτό δεν συμβαίνει), όπως στη σκηνή που χάνεται το σκυλί της μητέρας και η κόρη, μαζί με έναν συμπαθητικό θυρωρό, τρέχουν πάνω κάτω στους σκοτεινούς κήπους του ξενοδοχείου, ψάχνοντας το σκυλί. Στην όλη ατμόσφαιρα συμβάλλει και η Τίλντα Σουίντον με την δοσμένη με συγκίνηση και δύναμη διπλή της ερμηνεία.