77η ΜΟΣΤΡΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 2020

Στην αμερικανική ταινία «Nomadland» της Κινέζας Κλόε Ζάο το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας

77ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

Στην ταινία «Nomadland» το Χρυσό Λιοντάρι της 77ης Μόστρας του κινηματογράφου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Στην αμερικάνικη ταινία «Nomadland» της απονεμήθηκε το Χρυσό Λιοντάρι της 77ης Μόστρας του Κινηματογράφου, ένα λυρικό road-movie, που σκηνοθέτησε η Κινέζα (που έχει μετακομίσει στις ΗΠΑ) σκηνοθέτρια Κλόε Ζάο («Τραγούδια που μου έμαθε ο αδερφός μου»), βασισμένο στο βιβλίο (2017) της Τζέσικα Μπρούντερ, με τη βραβευμένη με Όσκαρ Αμερικανίδα ηθοποιό,  γνωστή μας ιδιαίτερα από τις ταινίες των αδερφών Κοέν, Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, στο ρόλο μιας μοναχικής γυναίκας, σε μια εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης, η οποία, όταν το εργοστάσιο στο οποίο στηριζόταν η ζωή της πόλης της, κλείνει και, στη συνέχεια, χάνει και τον άντρα της, αρχίζει να διασχίζει, ζώντας μέσα στο καραβάν της, τις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής (το παλιό Φαρ Ουέστ) σε αναζήτηση παροδικής δουλειάς, και, κάνοντας ενδιάμεσα παρέα, με μια κοινότητα περιθωριακών ανθρώπων που ζουν στα καραβάν τους.

Μια σχετικά μικρής παραγωγής ταινία με ένα φεστιβάλ που φέτος, χωρίς μεγάλες εντυπωσιακές αμερικανικές παραγωγές, με 18 μόνο ταινίες στο διαγωνιστικό του τμήμα, έδινε την όψη, σύμφωνα με όσους το παρακολούθησαν από κοντά, ενός φεστιβάλ πιο κοντά στην έννοια που είχαν τα φεστιβάλ πριν από 30-40 χρόνια – βράβευση σε αντίθεση με την περσινή μεγάλη αμερικανική παραγωγή του «Joker», που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι.

Το βραβείο ανήγγειλε η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Κέιτ Μπλάνσετ, και με μέλη τους Ματ Ντίλον (ηθοποιό, ΗΠΑ), Βερόνικα Φραντζ (σκηνοθέτρια/σεναριογράφο, Αυστρία), Τζοάνα Χογκ, σε μια, τέλεια ελεγμένη, σύμφωνα με τους κανόνες του Covid-19, αίθουσα, με λιγοστές ξένες προσωπικότητες (και καμιά από τις Ηνωμένες Πολιτείες), με το κοινό να φοράει μάσκες, και με την κινέζικης καταγωγής σκηνοθέτρια και την Αμερικανίδα πρωταγωνίστρια της ταινίας, που δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν στη Βενετία, να δέχονται το βραβείο τους, εμφανιζόμενες σε βίντεο απευθείας από την Αμερική.

«Σας ευχαριστούμε που μας επιτρέψατε να έρθουμε στο φεστιβάλ σας σ’ αυτό τον παράξενο, παράξενο κόσμο και τρόπο», ανάφερε η ΜακΝτόρμαντ, με τους διανομείς της ταινίας να παραλαμβάνουν το βραβείο από την Κέιτ Μπλανσέτ. Η ταινία ήδη προβάλλεται αυτές τις μέρες και στο φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ ακολουθούν προβολές σε άλλα γνωστά φεστιβάλ (της Νέας Υόρκης και του Τέλουράιντ).

Στον Ιάπωνα σκηνοθέτη Κιγιόσι Κουροσάβα (γνωστού μας από τις φεστιβαλικές ταινίες «Ταξίδι στην άλλη όχθη» και «Το μυστικό του μαύρου δωματίου») απονεμήθηκε το Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας για την ταινία του «Η γυναίκα ενός κατασκόπου», γύρω από τις περιπέτειες ενός εμπόρου που, λίγο πριν από την έναρξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου, ταξιδεύει στη Μαντζουρία, όπου γίνεται μάρτυρας βάρβαρων επεισοδίων.

Με τον Μεξικανό Μισέλ Φράνκο να κερδίζει το Αργυρό Λιοντάρι του Μεγάλου Ειδικού Βραβείου της Επιτροπής για την ταινία του «Νέα Τάξη», γύρω από τα αποτελέσματα ενός ιδιαίτερα αιματηρού, βίαιου στρατιωτικού πραξικοπήματος, εμπνευσμένου, όπως ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης από τα κινήματα των «Κίτρινων Γιλέκων», του Occupy Wall Street και Black Lives Matter, τις εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ καθώς και τη γενικότερη κοινωνική διάλυση των τελευταίων χρόνων.

Με το Ειδικό Βραβείο της επιτροπής να απονέμεται στον Ρώσο Αντρέι Κοντσαλόφσκι για την ταινία του «Αγαπητοί σύντροφοι!», που παρουσιάζει το δράμα μιας γυναίκας η οποία αναζητά το χαμένο γιό της, μετά τη σφαγή του Ιουνίου του 1962, όπου Σοβιετικοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ ενάντια στην ειρηνική διαδήλωση των εργατών της πόλης Νοβοτσέρκασκ, που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, σκοτώνοντας 26 άτομα και τραυματίζοντας δεκάδες.

Το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας απονεμήθηκε στη Βρετανίδα ηθοποιό Βανέσα Κέρμπι, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Τεμαχισμένη γυναίκα» του Ούγγρου Κορνέλ Μουντρούτσο (η Κέρμπι πρωταγωνιστούσε και σε μια δεύτερη, πολύ καλή ταινία, το The World to Come, που προβλήθηκε στο τμήμα «Ορίζοντες»), γύρω από το δράμα μιας γυναίκας που έχασε το παιδί της στη γέννα.

Ενώ το βραβείο ανδρικής ερμηνείας κέρδισε ο Ιταλός Πιερφραντσέσκο Φαμπίνο για την ταινία «Padrenostro», με θέμα την ενηλικίωση και με φόντο την τρομοκρατική επίθεση του 1970.

Tο βραβείο σεναρίου απονεμήθηκε στην ταινία «The Disciple» της Ινδής Τσαϊτάνια Ταμχάνε, πάνω στην κλασική ινδική μουσική. Στον ηθοποιό Ρουχολά Ζαμανί, πρωταγωνιστή της ιρανικής ταινίας «Τα παιδιά του ήλιου» απονεμήθηκε το βραβείο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι για τον καλύτερο νέο ηθοποιό. Αναφέρω ακόμη το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ορίζοντες» που επιτροπή με πρόεδρο τη Γαλλίδα σκηνοθέτρια Κλερ Ντενί απένειμε στην ιρανική ταινία «Wasteland» του Αχμάντ Μπαχράμι

Από τα παράλληλα βραβεία του φετινού φεστιβάλ αναφέρω εκείνο της Fanheart3 καλύτερης τεχνικής να απονέμεται στην ταινία The World to Come της Μόνα Φάστβολντ, με την επιτροπή της Διεθνούς Κριτικής (FIPRESCI) να απονέμει το βραβείο καλύτερης ταινία του διαγωνιστικού τμήματος στην ταινία «The Disciple» της Τσαϊτάνια Ταμχάνε. Τέλος του βραβείο κοινού κέρδισε η ωραία ταινία «200 μέτρα» του Αμίν Ναϊφέχ (για την οποία ακολουθεί η κριτική μου).

Πιο κάτω παρουσιάζω μερικές από τις ταινίες που μπόρεσα να δω online σε διάφορα παράλληλα τμήματα του φεστιβάλ: «Ορίζοντες», «Μέρες των Δημιουργών» (Giornate degli Autori) και «Εβδομάδα της Κριτικής».

Το εφιαλτικό δράμα μιας μητέρας και της πεντάχρονης κόρης της παρουσιάζουν στη συγκλονιστική, πρώτη ταινία τους, «Topside» η Σελίν Χελντ και ο Λόγκαν Τζορτζ, που προβλήθηκε στην «Εβδομάδα της Κριτικής» του φεστιβάλ. Η ταινία ξεκινά στις εγκαταλειμμένες σήραγγες του μέτρο της Νέας Υόρκης, όπου έχει φτιάξει το «σπίτι» της μια κοινότητα φτωχών περιθωριακών ανθρώπων.

Εκεί ζει η Νίκι (ρόλο που ερμηνεύει η ίδια η σκηνοθέτρια) με την 5χρονη κόρη της, Λιτλ (μια εκπληκτική Ζάιλα Φάρμερ) και τον φίλο της. Κάποια στιγμή, κυνηγημένη από τους ανθρώπους του Δήμου, που θέλουν να κατεδαφίσουν τους χώρους, προτείνοντας στους ανθρώπους που ζουν εκεί να τους βρουν καταφύγια άλλου, η Νίκι παίρνει την κόρη της και βγαίνει στην επιφάνεια, σε μια Νέα Υόρκη κι ένα κόσμο εντελώς άγνωστο στη μικρή Λιτλ που έχει ζήσει ολόκληρη τη ζωή της στους υπονόμους. Κι αρχίζει μια εφιαλτική περιπλάνηση μητέρας και κόρης που δεν θα έχει ευχάριστα αποτελέσματα.

Τα μισοσκότεινα τούνελ, στο πρώτο μέρος της ταινίας, με τους συνεχείς, εκκωφαντικούς θορύβους των τρένων που περνούν ασταμάτητα, οι απόμακρες ομιλίες των ανθρώπων που διασχίζουν τις πλατφόρμες του μετρό, με τις διαπεραστικές φωνές των άλλων κατοίκων των τούνελ, τις σταγόνες του νερού που πέφτει, στους χώρους όπου ζει η παράξενη αυτή οικογένεια, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ταινία, δημιουργώντας μιαν αλλόκοτη, εξώκοσμη ατμόσφαιρα. Σ’ αυτούς τους χώρους κινείται η μικρή Λιτλ, ψάχνοντας, προσπαθώντας να μάθει, ακούγοντας τις ιστορίες που της διαβάζει από παιδικά βιβλία η μητέρα της, και θέλοντας να μάθει για τα «μαγικά» αστέρια που λάμπουν τη νύχτα στον ουρανό και που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή της.

Οι αντίστοιχοι θόρυβοι μιας νυχτερινής, πολύβουης Νέας Υόρκης, με τα αυτοκίνητα, τις σειρήνες, τα εκτυφλωτικά φώτα, τις διαφημίσεις neon, τους βιαστικούς περαστικούς, τρομάζουν τη Λιτλ που ξαφνικά βρίσκεται σε έναν εντελώς άγνωστο για αυτήν κόσμο. Άλλοτε κλείνοντας τα μάτια της κι άλλοτε κλαίγοντας, η τρομοκρατημένη Λιτλ προσπαθεί να κρυφτεί στην αγκαλιά της μητέρας της – κάποια στιγμή μάλιστα, αποκαμωμένη και φοβισμένη της λέει, «μαμά θέλω να πάω στο σπίτι μας», εννοώντας τα σκοτεινά υπόγεια τούνελ των σιδηροδρομικών γραμμών. Θόρυβοι και ήχοι εκκωφαντικοί, που δημιουργούν μια εφιαλτική, τρομακτική ατμόσφαιρα που κάνει εκείνη των υπόγειων τούνελ να μοιάζει με παράδεισο.

Με την κάμερα του Λόουελ Μέγιερ («Ο δρόμος του κεραυνού»), να κινείται ασταμάτητα, παρακολουθώντας τις δυο γυναίκες στην εφιαλτική πορεία τους στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ή, αργότερα, την Νίκι, η οποία, έχοντας χάσει το παιδί της σε ένα από τα περαστικά τρένα, αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει, τρομοκρατημένη και έξαλλη, τις πλατφόρμες των τρένων, ψάχνοντας τη Λιτλ, συχνά με πλάνα σύντομα δοσμένα με γρήγορο ρυθμό αλλά και σασπένς, (εξαίρετο είναι και το μοντάζ που έκανε ο συν-σκηνοθέτης της ταινίας, Λόγκαν Τζορτζ), η Σελίν Χελντ και ο Λόγκαν Τζορτζ έφτιαξαν μια ταινία που δείχνει πως ο αμερικανικός κινηματογράφος απέκτησε δυο ταλαντούχους, με φαντασία και ευρηματικότητα, σκηνοθέτες που έχουν πολλά να προσφέρουν. Ταινία που σίγουρα της αξίζει ένα από τα βραβεία του φεστιβάλ.

Τη μικρή οδύσσεια ενός Παλαιστίνιου αφηγείται στη δοσμένη με φρεσκάδα, ζεστασιά, συγκίνηση και χιούμορ ταινία του «200 μέτρα» ο Αμίν Ναϊφέχ, που προβλήθηκε στις «Μέρες των Δημιουργών». Ο ήρωάς του, ο Μουστάφα και η γυναίκα του Σάλβα ζουν 200 μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλο σε χωριό όπου της Δυτικής Πλευράς, όπως και σε πολλά άλλα, είναι χωρισμένα εξαιτίας του τείχους που έχει φτιάξει το Ισραήλ.

Μια μέρα τον ειδοποιούν πως ο γιος του βρίσκεται στο νοσοκομείο. Ο Μουστάφα τρέχει να διασχίσει το τείχος, που διασχίζει κάθε μέρα για να πάει στην οικοδομή όπου εργάζεται, αλλά τη φορά αυτή, εξαιτίας κάποιου τεχνικού όρου, του απαγορεύουν να περάσει στην απέναντι πλευρά. Έτσι, για να φτάσει στο νοσοκομείο, ο Μουστάφα είναι αναγκασμένος να επιλέξει μια άλλη, αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων, διαδρομή, για να μπορέσει τη φορά αυτή παράνομα, να φτάσει στον προορισμό του.

Ο σκηνοθέτης έφτιαξε ένα ωραίο ρόουντ-μούβι, με τον απλό ήρωά του να συναντά διάφορα πρόσωπα στο μικρό λεωφορείο όπου ταξιδεύει, πρόσωπα που μέσα από τους καθημερινούς, με μια γεύση αυθεντικότητας, διαλόγους τους, διαπερνάει και μια εικόνα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, σ’ ένα τόπο όπου οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να ζουν σαν φυλακισμένοι, να ελέγχονται συνεχώς και να αναγκάζονται να σκαρφίζονται διάφορους τρόπους για να μπορούν να επιβιώσουν και να ζήσουν σαν αξιοπρεπή ανθρώπινα όντα.

Ανάμεσα στις άλλες ταινίες των τελευταίων ημερών που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε, αναφέρω την ιταλική «Ρομαντικός οδηγός σε χαμένους τόπους» της Τζόρτζια Φαρίνα (στο τμήμα «Μέρες των δημιουργών»), «μια ρομαντική περιπέτεια ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που αναπτύσσεται με παράξενο τρόπο», όπως ανάφερε η σκηνοθέτρια.

Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο ρόουντ μούβι, όπου ο Μπένο, ένας πενηντάρης, αλκοολικός άντρας, που κινδυνεύει να πεθάνει από κίρρωση του ήπατος, και μια νεότερή του, 30χρονη γυναίκα, η Αλέγκρα, με προβλήματα κρίσης πανικού, η οποία γράφει για σε blog για ταξίδια σε τόπους που δεν έχει πάει ποτέ, και για τα οποία πληροφορείται στο διαδίκτυο, δυο γείτονες σε μια πολυκατοικία που μέχρι τότε δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, αποφασίζουν, για διάφορους λόγους, να κάνουν ένα ταξίδι μαζί, με αυτοκίνητο, σε μέρη ξεχασμένα ή χαμένα, από την Ιταλία μέχρι τη Βρετανία.

Ταξίδι σε εκκλησίες μισοβυθισμένες στο νερό, σε παλιά αρχοντικά/ξενοδοχεία, σε εγκαταλειμμένα εργοστάσια και πάρκα ψυχαγωγίας, με κατάληξη σε μια εγκαταλειμμένη πόλη της Αγγλίας, το Στάνφορντ, που οι Βρετανοί την είχαν εκκενώσει στην περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, και που σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος στρατιωτικής εκπαίδευσης και όπου, μια φορά το χρόνο, στις 30 Απριλίου, οι κάτοικοι που έχουν μεταφερθεί σε γειτονικές πόλεις, μαζεύονται σε μια γιορτή ημέρας μνήμης. Ταξίδι που τους δίνεται η ευκαιρία να γνωριστούν και να ξεπεράσουν τις φοβίες, τα άγχη και τις υπαρξιακές τους κρίσεις, με τον Βρετανό ηθοποιό Κλάιβ Όουέν και την Ιταλίδα Τζασμίν Τρίνκα, να δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες.

Μια πολύ τρυφερή, δοσμένη με φρεσκάδα και αγάπη, ταινία αποδείχτηκε «Ο τρυφερός μου ματαντόρ» του Χιλιανού σκηνοθέτη Ροντρίγκο Σεπουλβέδα («Aurora»). Η ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πέδρο Λεμεμπέλ, αφηγείται τη σχέση ανάμεσα σ’ ένα αριστερό επαναστάτη, τον Κάρλος, και μια ηλικιωμένη τραβεστί, γνωστή ως «Βασίλισσα της Γωνιάς», στην υπό δικτατορικό καθεστώς Χιλή του Πινοσέτ.

Σε μια περίοδο εξεγέρσεων και ωμών, αιματηρών κατασταλτικών επεμβάσεων αστυνομίας και στρατού, κι ενώ στο κέντρο όπου εργάζεται η «Βασίλισσα» εισβάλλει η αστυνομία σκοτώνοντας και μια από τις τραγουδίστριες, η γερασμένη Βασίλισσα γνωρίζεται και ελκύεται από τον αρρενωπό Κάρλο και δέχεται πρότασή του να μεταφέρει στο διαμέρισμά της πακέτα με «βιβλία», που στην πραγματικότητα κρύβουν βόμβες, εκρηκτικές ύλες και όπλα της αντιστασιακής ομάδας στην οποία ανήκει ο Κάρλος.

Η ταινία εστιάζεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο αυτά πρόσωπα (φέρνοντας στο νου «Το φιλί της γυναίκας αράχνης» του Έκτωρ Μπαμπένκο), σχέση που από τη μια μεριά φέρνει στην επιφάνεια τα προβλήματα των τραβεστί σε μια υπερσυντηρητική χώρα («όταν στους αγώνες σας συμπεριλάβετε και τα δικά μας προβλήματα, τότε θα είμαι στην πρώτη σειρά των διαδηλώσεων» θα πει στον Κάρλος η Βασίλισσα, αν και αργότερα αυτό δεν θα την εμποδίσει από του να αρχίσει να παίρνει μέρος στις διαδηλώσεις), και από την άλλη τα προβλήματα του ίδιου του Κάρλος (τη σχέση με τον πατέρα του αλλά και με ένα συμμαθητή του στην εφηβική του ηλικία), που σταδιακά «δένεται» συναισθηματικά με την απρόσμενη σύντροφό του.

Με μια κάμερα που παραμένει στα πρόσωπα για να καταγράψει τη ψυχολογική τους κατάσταση και τις λεπτές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, χωρίς όμως ποτέ να τους απομονώνει από το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον τους, με ένα ωραίο, άνετο ρυθμό και με δυο πολύ καλές ερμηνείες (ιδιαίτερα αξίζει να σημειώσω είναι η πράγματι συναρπαστική ερμηνεία του Αλφρέντο Κάστρο, γνωστού μας από τον «Τόνι Μανέρο», στο ρόλο της γερασμένης Βασίλισσας).