Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Από τους τακτικούς εδώ και χρόνια στο φεστιβάλ των Καννών σκηνοθέτες, ο πολυβραβευμένος, έτοιμος πάντα να καταπιαστεί με σημαντικά επίκαιρα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, Βρετανός δημιουργός Κεν Λόουτς (βραβευμένος δυο φορές με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών για τις ταινίες του «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι», 2008, και «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» το 2016) δεν έχασε την ενέργεια και την έμπνευση του, όπως απέδειξε η νέα του ταινία, «The Old Oak», που είδαμε την τελευταία μέρα του διαγωνιστικού τμήματος της φετινής 76ης εκδήλωσης του φεστιβάλ.

Ταινία φτιαγμένη με το πάθος του ακτιβιστή, αλλά και το χάρισμά του να φτιάχνει σκηνές στέρεες, πλούσιες σε αισθήματα αλλά και, όταν χρειάζονται, ανατροπές, με βάση το θαυμάσιο, πυκνό, φτιαγμένο με οικονομία, σενάριο του τακτικού του συνεργάτη, Πολ Λάβερτι.

Στο επίκεντρο της ιστορίας είναι το The Old Oak του τίτλου, το μόνο εναπομένον pub σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, μιας κάποτε ακμάζουσας μεταλλουργίας, το μοναδικό μπαρ όπου μπορούν ακόμη να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι. Ένα «παμπ» που με δυσκολία καταφέρνει να κρατήσει ο ιδιοκτήτης του, Τι Τζέι (ένας εξαιρετικός, υποψήφιος για το βραβείο ερμηνείας, Ντέιβ Τέρνερ), κι όπου τα πράγματα δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο όταν στο χωριό καταφθάνουν οι πρώτοι Σύριοι μετανάστες, θύματα του πολέμου, που ο Τι Τζέι αποφασίζει να βοηθήσει, ιδιαίτερα όταν αυτός γνωρίζεται με μια νεαρή Σύρια φωτογράφο, τη Γιάρα.

Μια ιστορία που ο Λόουτς χρησιμοποιεί για να μας μιλήσει για την απώλεια, το φόβο, την προδοσία αλλά και τις δυσκολίες που προκαλεί η ανεύρεση ελπίδας. Ο Λόουτς έχει το χάρισμα να δένει τέλεια και με αρμονικότητα διάφορες καταστάσεις και θέματα. Στο θαυμάσιο αυτό, ξεχασμένο και από τον θεό αλλά όχι από τους πιστούς κατοίκους του, Old Oak, βρίσκουν θέση όλοι και όλα: ο Τι Τζέι με το αγαπημένο του σκυλάκι (που θα χρησιμεύσει και για ένα από τα δραματικά στοιχεία της ταινίας), ο παλιός του φίλος και πρώην συμμαθητής Τσάρλι, που οι διαλυμένες κοινωνικές αξίες τον έχουν τώρα οδηγήσει στην απόγνωση, τον ρατσισμό και την προδοσία, η νεαρή Σύρια (Έμπλα Μάρα) με την κληρονομημένη, από ένα «εξαφανισμένο» στην πατρίδα του πατέρα, παλιού τύπου φωτογραφική μηχανή και διάφορα άλλα πρόσωπα, εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας αλλά και των μεταναστών.

Το μυστικό, που προσφέρεται και για μερικές από τις πιο ωραίες, και συγκινητικές, σκηνές της ταινίας, είναι το διπλανό, κλειστό για μεγάλο διάστημα, δωμάτιο στο παμπ: δωμάτιο παλιότερων κοινοτικων μαζώξεων των εργατών στο μεταλλωρυχείο, μελών του τοπικού εργατικού σωματείου. Ένα συμβολικό δωμάτιο που ο Τι Τζέι αποφασίζει να επαναλειτουργήσει, ύστερα από πρόταση της Λάρας και της μικρής ομάδας τοπικών γυναικών που αρχίζουν να βοηθούν τους Σύριους μετανάστες.

Μια λειτουργία με κοινοτικά δωρεάν γεύματα, που φέρνει κοντά κατοίκους και μετανάστες, βοηθώντας τους να έρθουν σ’ επαφή, να επικοινωνήσουν, να μοιραστούν αισθήματα και σκέψεις, και να δημιουργήσουν την αναγκαία αλληλεγγύη. Απόφαση όμως που θα φέρει στην επιφάνεια τα ρατσιστικά αισθήματα μερίδας των χωρικών, που προτιμούν να ρίχνουν τις ευθύνες των οικονομικών και άλλων προβλημάτων τους στους μετανάστες και όχι σε ένα κράτος που τους εκμεταλλεύεται για χάρη των μεγάλων επιχειρήσεων και γενικά του κέρδους για τη μειονότητα που κυβερνά.

Ο Λόουτς χρησιμοποιεί το «κλειστό» αυτό δωμάτιο, με τους τοίχους γεμάτους με εκφραστικές, μαυρόασπρες φωτογραφίες από τους αγώνες των μεταλλωρύχων (από τις απεργίες, το μοίρασμα της σούπας στους ανέργους μεταλλωρύχους και τις οικογένειες τους, τις βίαιες επεμβάσεις της αστυνομίας, αλλά και την καθημερινή ζωή των εργατών και των οικογενειών τους), για να κάνει μια σύνδεση ανάμεσα στο ελπιδοφόρο παρελθόν (όταν τα σωματεία είχαν και δύναμη και αποφασιστικότητα) και το αφημένο στην τύχη του παρόν, με την ερειπωμένη πόλη, τους εγκαταλειμμένους δρόμους, τους απογοητευμένους κατοίκους (μαζί και τη νεολαία) αφημένους στην απομόνωση και την απόγνωση.

Υπάρχει όμως όπως μας λέει το δίδυμο Λόουτς-Λάβερτι και το φως κάποιας ελπίδας. Οι συναθροίσεις κατοίκων και μεταναστών, η επιμονή και η αλληλεγγύη στις δραματικές καταστάσεις δείχνουν πως υπάρχουν τρόποι να ανακαλύψει κανείς την ποθητή ελπίδα. Μια ταινία, πρέπει να πω, που σίγουρα της αξίζει κάποιο από τα βραβεία του φεστιβάλ.

«Έχοντας παρακολουθήσει κοινωνικούς αγώνες και συγκρούσεις γνωρίζουμε τι να περιμένουμε», αναφέρει ο ίδιος ο Λόουτς. «Ο συγκεκριμένος όμως τρόπος που εκτυλίσσονται τα γεγονότα και ο τρόπος που αντιδρούν οι άνθρωποι είναι πάντα αποκαλυπτικός. Αυτό που έγινε ξεκάθαρο για μας είναι πως από την άποψη του καθενός υπάρχει μια αλήθεια. Το πρόβλημα όμως είναι, τι μαθαίνει κανείς από τις αλήθειες του»;

Εντυπωσιακή και η επιστροφή του Βιμ Βέντερς, ενός ακόμη από τους πιο πιστούς υποστηρικτές και βραβευμένους σκηνοθέτες του φεστιβάλ των Καννών (Χρυσός Φοίνικας για το «Παρίσι, Τέξας» το 1984, Βραβείο Σκηνοθεσίας για «Τα φτερά του έρωτα», 1987 Μέγα Βραβείο της Επιτροπής για το «Τόσο μακριά, τόσο κοντά», 1993), με δυο φέτος ταινίες του: το ντοκιμαντέρ «Ανσέλμ», γύρω από έναν από τους πιο διάσημους σύγχρονους καλλιτέχνες και την ταινία μυθοπλασίας, «Υπέροχες μέρες», που συμμετείχε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα.

Στις «Υπέροχες μέρες», έκτη φορά που ταινία του συμμετέχει στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, ο Βέντερς παρακολουθεί ένα καθαριστή δημοσίων τουαλετών του Τόκιο στην καθημερινή ζωή του. Ο Χιραγιάμα (αναφορά στον πρωταγωνιστή της τελευταίας ταινίας, «Φθινοπωρινό απόγευμα», που γύρισε ο Γιασουτζίρο Όζου, 60 ακριβώς χρόνια πριν) είναι ένας ήσυχος, ευγενικός, σιωπηλός, τέλεια οργανωμένος υπάλληλος του Δήμου, ιδιαίτερα αγαπητός στην περιοχή, που καθαρίζει διάφορες δημόσιες τουαλέτες της ιαπωνικής πρωτεύουσας. Στα πρώτα πλάνα της ταινίας τον παρακολουθούμε το πρωί όταν ξυπνά και ετοιμάζεται για τη δουλειά του, μαζευτεί τα αναγκαία σύνεργα να οδηγεί με το αυτοκίνητο του στην πρώτη τουαλέτα, να βγάζει τα σύνεργα από το αυτοκίνητο και να επιδίδεται στον λεπτομερή καθαρισμό των τουαλετών.

Για τον Βέντερς μια ιστορία με φόντο τις δημόσιες τουαλέτες είναι οι πως οι τουαλέτες αυτές της Ιαπωνίας είναι κάτι το ξεχωριστό, γιατί, όπως ανάφερε ο ίδιος, «αυτές από τη μια είναι η αίσθηση της «εξυπηρέτησης» και του «κοινού καλού», και από την άλλη, η αρχιτεκτονική ομορφιά των δημοσίων αυτών χώρων υγιεινής. Μου έκανε έκπληξη το πόσο οι «τουαλέτες» αυτές μπορούν να αποτελούν τμήμα της καθημερινής κουλτούρας και όχι απλά μια σχεδόν ντροπιαστική αναγκαιότητα».

Την καθημερινή δουλειά του στις τουαλέτες την ακολουθεί διάλειμμα σε ένα κοντινό πάρκο, όπου ο Χιραγιάμα φωτογραφίζει συνεχώς ένα συγκεκριμένο, όπως θα ανακαλύψουμε στη συνέχεια, δέντρο, με μια παλιά κάμερα, φωτογραφίες που αρχειοθετεί σε μεγάλα κουτιά που φυλάει σε μια ντουλάπα. Παράλληλα με τη δουλειά του, παρακολουθούμε και τη σχέση του με ένα νεότερο συνάδελφο, καθώς, αργότερα, και με την ανιψιά του, που έχει τσακωθεί με τη μητέρα της κι έρχεται να επισκεφτεί για λίγο το θείο της.

Η ιστορία του είναι στην πραγματικότητα πολύ απλή. Μέσα όμως από αυτήν βγαίνει ένας εξαιρετικός ανθρώπινος χαρακτήρας. Χαρακτήρας που ανακαλύπτουμε σταδιακά μέσα από την καθημερινή πορεία (ένα μικρό, όμορφο οδοιπορικό) του βασικού αυτού αντί-ήρωα. Πρόσωπο, όπως ανακαλύπτουμε, ιδιαίτερα μορφωμένο, που οδηγεί κάθε μέρα το αυτοκίνητο του, ακούγοντας εξαίρετη μουσική τζαζ από μαγνητοφωνημένες ταινίες (μαγνητοφωνημένες, που όπως ανακαλύπτει, σήμερα είναι σπάνιες και έχουν αποκτήσει μεγάλη αξία), ενώ το βράδυ όταν ξαπλώνει διαβάζει σοβαρή λογοτεχνία (από Φόκνερ και Πατρίτσια Χάισμιθ μέχρι δοκίμια της διάσημης Ιαπωνέζας συγγραφέα Άγια Κόντα).

Αυτό που ο Βέντερς αφήνει να διαφανεί μέσα από την καθημερινή πορεία του Χιραγιάμα είναι πως πρόκειται για ένα ξεχωριστό άτομο που, για λόγους που ποτέ δεν μαθαίνουμε, έχει εγκαταλείψει την προηγούμενη πολύπλοκη, μάλλον μπερδεμένη όπως αφήνεται να διαφαίνεται, ζωή του. Κάποια στιγμή, προς το φινάλε, εμφανίζεται η πλούσια μητέρα της ανεψιάς του, για να την πάρει πίσω, αφήνοντας την υποψία πως ο Χιραγιάμα ήταν κάποτε σημαντικό πρόσωπο, που τώρα αποφάσισε να ζήσει μιαν άλλη πιο απλή ζωή.

Μια ζωή όμως που φαίνεται να του χαρίζει τις μικρές ομορφιές και απολαύσεις της ζωής που του έλειπαν από την πλούσια, ελεγχόμενη από μια απαιτητική, καταπιεστική αστική κοινωνία, προηγούμενη ζωή του. Για να ζήσει μια ζωή πιο απλή και ανθρώπινη, μια ζωή πιο ζωντανή, που ο Βέντερς καταγράφει με ωραίες, ποιητικές συχνά, εικόνες, θυμίζοντας το στιλ των ταινιών του Όζου (σκηνοθέτη που ο Βέντερς όχι μόνο θαυμάζει αλλά κάποτε είχε γυρίσει και ταινία γι’ αυτόν, το ντοκιμαντέρ «Tokyo-Ga») σε μια ταινία γοητευτική, ένας ύμνος στη ζωή που σταδιακά σε παρασύρει με την απλότητα και την αμεσότητα της. Μια ακόμη ταινία που ίσως κερδισει ένα από τα φετινά μεγάλα βραβεία των Καννών.

Με έναν νέο Αμερικανό, που προσφέρει τις οραματικές του ικανότητες σε μια ομάδα «τομπαρόλι», τυμβωρύχων αρχαίων τάφων στην Τυρρηνία (περιοχή της κεντρικής Ιταλίας όπου έζησαν οι Ετρούσκοι), καταπιάνεται η ταινία «Η χίμαιρα» της Ιταλίδας σκηνοθέτριας Άλις Ρορβάχερ, βραβευμένη  δυο φορές στις Κάννες, με το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής για τα «Θαύματα», 2014 και το Βραβείο σεναρίου για το «Ευτυχισμένος Λάζαρος», 2018.

Ο Αμερικανός Άρθουρ ψάχνει τη δική του «χίμαιρα» μέσα από το πρόσωπο της Μπενιαμίνας, της γυναίκας που έχασε, χρησιμοποιώντας το χάρισμά του για να φτάσει ως τα έγκατα της γης αναζητώντας την είσοδο στην άλλη ζωή, μια ζωή για την οποία μιλούν οι μύθοι. Η ταινία μας οδηγεί μέσα από διάφορους χώρους (δάση, πόλεις, θάλασσα, γιορτές και συγκεντρώσεις), ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς, σε μυστηριώδεις περιπέτειες, σε αναζήτηση μιας άπιαστης, πλανεύτρας χίμαιρας.

Η Ρορβάχερ αντλεί από τον κινηματογράφο που αγαπά για να αφηγηθεί την παράξενη, ελκυστική ιστορία της. Από τις σκηνές με την ομάδα των τυμβωρύχων, που έχουν κάτι από την έξαρση και τη μαγεία του Φελίνι (η σκηνή που μαζεύονται στην παραλία, κλόουν, βαμμένοι, ντυμένοι τραβεστί), μέχρι τις σκηνές με τον «ξένο», τον Άρθουρ, να περιφέρεται σε αναζήτηση μιας χαμένης αγάπης, ένας σύγχρονος Ορφέας που ψάχνει τη δική του Ευρυδίκη (με κάτι από τον Παζολίνι των πρώτων ταινιών του).

Με τη φύση και τα πουλιά (να συμβολίζουν τη ψυχή των Ετρούσκων) και να παρεμβαίνουν, με μια, με εξαιρετικές λεπτομέρειες, φωτογραφία (η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ και όχι με βιντεοκάμερα) και με μια το ίδιο εξαιρετική, που συμβάλλει στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, μουσική (μαζί και ωραία τραγούδια), η Ρορβάχερ έφτιαξε μια, με χιούμορ, συγκίνηση και φαντασία, ωραία ταινία.

Ριμέικ μιας δανέζικης ταινίας είναι «Το τελευταίο καλοκαίρι», πρώτη σκηνοθεσία της Κατρίν Μπρεγίαρ, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, σκηνοθέτιδας που ξεκίνησε σεναριογράφος γνωστών σκηνοθετών (Μάρκο Μπελόκιο, Λιλιάνα Καβάνι, Μορίς Πιαλά).

Η ταινία καταπιάνεται με τον ξαφνικό, παθιασμένο έρωτα μιας παντρεμένης και με ήρεμη συζυγική ζωή μεσοαστικής γυναίκας, για τον έφηβο, από άλλη γυναίκα, γιο του συζύγου της. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, με την ήρεμη φαινομενικά ευτυχισμένη ζωή του ζευγαριού και την εμφάνιση του έφηβου, απρόβλεπτου, οργισμένου με τον πατέρα του, νεαρού εραστή, οι διάλογοι και οι καταστάσεις δεν ξεπερνούν τις κοινοτυπίες, ενώ οι ερμηνείες παραμένουν ασήμαντες. Και είναι μόνο προς το τελευταίο, τρίτο μέρος της ταινίας, με τις ανατροπές που εμφανίζονται, που, τουλάχιστο, σεναριακά, η ταινία αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον και οι ερμηνείες γίνονται πιο πειστικές.