Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με τους αναγκαστικούς περιορισμούς εξαιτίας της πανδημίας (οι αποστάσεις και οι μάσκες στα πρόσωπα) και με εκπροσώπους του φεστιβάλ να προσφέρουν μάσκες στην ομάδα της εναρκτήριας ταινίας «Ανέτ» (στον σκηνοθέτη Λέος Καράξ και τους πρωταγωνιστές του, Άνταμ Ντράιβερ και Μαριόν Κοτιγιάρ), έγινε προχθές η επίσημη έναρξη του 74ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών, αν και, πρέπει να σημειώσω, στη διάρκεια της παρουσίασης και την προβολή της ταινίας ορισμένοι από τους επισήμους καλεσμένους είτε δεν φόρεσαν τη μάσκα τους, είτε την είχαν κατεβασμένη.

Η ταινία του Καράξ συνδυάζει το μιούζικαλ (οι διάλογοι της μισής τουλάχιστο είναι σε τραγούδι) με το (μελό)δράμα, με τον σκηνοθέτη του Holy Motors να συνδυάσει το παράλογο και το φαντεζίστικο στοιχείο με την πολύ ωραία, εκκωφαντική μουσική των αδερφών Ρον και Ράσελ Μαελ, του γνωστού συγκροτήματος Σπαρκς, για να αφηγηθεί την ιστορία του παράξενου ζευγαριού των πρωταγωνιστών του: ενός stand-up comedian (Άνταμ Ντράιβερ) και της τραγουδίστριας όπερας γυναίκας του (Μαριόν Κοτιγιάρ).

Μια σχέση έρωτα αλλά και ζήλιας, όπου το παιχνίδι εξουσίας, από την πλευρά του συζύγου, που παρά το γέλιο που πετυχαίνει με το προκλητικό, συχνά εξοργιστικό για το κοινό του χιούμορ, μαζί και αντί-χιούμορ, του (όπως τη σκηνή όπου υποκρίνεται πως σκότωσε τη γυναίκα του), εξακολουθεί να ζηλεύει τη σοπράνο γυναίκα του, η οποία καταφέρνει με τα θλιμμένα τραγούδια της, που πάντα οδηγούν σε θάνατο, να κερδίσει την αγάπη και το θαυμασμό των δικών της θεατών.

Ύστερα από ένα πρωτότυπο, ωραίο ξεκίνημα, με τους πρωταγωνιστές και τμήμα του συνεργείου να ξεκινούν τραγουδώντας το «Ας αρχίσουμε λοιπόν», ο Καράξ δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στο μελόδραμα των ταινιών του Βωβού (μαζί και των πρώτων χρόνων του Ηχητικού) κινηματογράφου και τον μετά-μοντέρνο, weird και φανταστικό κινηματογράφο που εισήγαγε με την προηγούμενη ταινία του, «Holy Motors». Ταινία που δίχασε ήδη τους κριτικούς, με εκείνους που θαυμάζουν το έργο του Καράξ (ειδικά τους φανατικούς για το έργο του κριτικούς του γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema) κι εκείνους που το θεώρησαν από χαλαρό και άνισο μέχρι και απαράδεκτο.

Προσωπικά πιστεύω πως ο Καράξ πέτυχε κάτι ενδιάμεσα. Όπως την εξαιρετική ερμηνεία του Άνταμ Ντράιβερ (το μεγάλο για μένα ατού της ταινίας) στο ρόλο του «Γορίλα του Θεού», Χένρικ ΜακΧένρι, ερμηνεία κάτι ανάμεσα σε εκείνη του Χοακίν Φίνιξ στο Joker και του Ρόμπερτ ΝτεΝίρο στο «Βασιλιά της κωμωδίας» καθώς και τον τρόπο με τον οποίο στήνει μερικές από τις σκηνές του (τα κωμικά σποτς κι ένα πέρασμα από τη θεατρική σκηνή σε ένα πραγματικό δάσος ενώ τραγουδάει η Κοτιγιάρ), κι από την άλλη.

Αντίθετα υπάρχουν ορισμένες σκηνές του ζευγαριού που δεν πείθουν, ιδιαίτερα η νυχτερινή στο σκάφος με τη θύελλα, ή οι σκηνές με την Ανέτ, τη δίχρονη «ταλαντούχα» κόρη τους, που τραγουδάει όπερα με τη φωνή της μητέρας, με τον Καράξ να χρησιμοποιεί μαριονέτα (έστω και καλά στημένη) για το ρόλο του χαρισματικού παιδιού.

Μπορεί μπροστά στην ταινία του Καράξ, η ταινία «Όλα πήγαν καλά» του συμπατριώτη του Φρανσουά Οζόν, γύρω από ένα άρρωστο πατέρα που μπροστά από ένα μέλλον σε αναπηρία, ζητά από τη μια από τις δυο του κόρες να τον βοηθήσει να βάλει τέρμα στη ζωή του, να μοιάζει κάπως παρωχημένη, παραπέμποντας μας σε ένα κινηματογράφο της παράδοσης, ο Οζόν όμως κατάφερε να δημιουργήσει τη σωστή ατμόσφαιρα και να αναπτύξει πολύ σωστά και με ελεγειακό θα έλεγα τρόπο, τος σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, ιδιαίτερα στη σχέση ανάμεσα στην Εμανουέλ (η ταινία είναι βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της συνεργάτιδας του Οζόν, Εμανουέλ Μπερνχάιμ), την κόρη του αρρώστου, πεισματάρη πατέρα, που προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να τον πείσει να αλλάξει γνώμη.

Συνολικά μια ελεγειακή ταινία γύρω από το θάνατο (θέμα που ήδη είδαμε πρόσφατα και στον «Πατέρα» του Βίντερμπεργκ) και το θέμα της ευθανασίας, που όπως φαίνεται έχει πρόβλημα και στη Γαλλία), και να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες, ιδιαίτερα από τη Σοφί Μαρσό στο ρόλο της αγαπημένης κόρης, του Αντρέ Ντισολιέ στο ρόλο του άρρωστου πατέρα, της Σάρλοτ Ράμπλινγκ στο ρόλο της με Αλτσχάιμερ μητέρας και της Χάνα Σιγκούλα της γυναίκας που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει την επιθυμία του πατέρα στην Ελβετία, όπου η ευθανασία είναι αποδεκτή.

Η προχθεσινή τελετή έναρξης ξεχώρισε με το άνοιγμά της, με τη λέξη open να αναγγέλλεται σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες από τους τέσσερις επίσημους καλεσμένους της εκδήλωσης, την Αμερικανίδα ηθοποιό και σκηνοθέτρια Τζόντι Φόστερ (στα γαλλικά), τον Ισπανό σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ (στα ισπανικά), τον Αμερικανό σκηνοθέτη και πρόεδρο της κριτικής επιτροπής Σπάικ Λι (στα αγγλικά) και τον Κορεάτη σκηνοθέτη Μπονγκ Τζούντο-χο (στα κορεάτικα).

Σε μια τελετή που κράτησε σχεδόν μια ώρα, με τα τρέιλερ των ταινιών, τα σποτ για το έργο του Σπάικ Λι και της Τζόντι Φόστερ (στην οποία, στη συνέχεια, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ της απένειμε το. Ειδικό Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ), με τον Σπάικ Λι να κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση με κόκκινο κοστούμι, κόκκινα γυαλιά και σπορ παπούτσια, και τους Αλμοδόβαρ και Φόστερ να τονίζουν, στις σύντομες ομιλίες τους, τη σημασία τόσο του φεστιβάλ των Κανών, που πέρσι αναγκάστηκε να αναβληθεί λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, όσο και της επιστροφής του κινηματογράφου στην αίθουσα, που είναι και ο βασικός του χώρος.