ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας

Le charme discret de la bourgeoisie. Γαλλία, 1972. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ.
Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Ζαν-Κλοντ Καριέρ. Ηθοποιοί: Φερνάντο Ρέι, Ντελφίν Σερίγκ, Πολ Φρανκέρ, Στεφάν Οντράν, Μπουλ Οζιέ, Ζαν-Πιέρ ΚασέλΖιλιέν Μπερτό, Μιλένα Βούκοτιτς. 102΄

Κάθε ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ ήταν και παραμένει και ένα σημαντικό κινηματογραφικό γεγονός. Και αυτή «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας), όχι απλώς δεν διαψεύδει τον χαρακτηρισμό αυτό, αλλά και τον επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά. Παρά τα 72 του χρόνια, όταν γύρισε την ταινία, ο μεγάλος αυτός δημιουργός έδειχνε, όλο και πιο πολύ, να επιστρέφει στον αναρχικό, υπερρεαλιστικό εαυτό του της εποχής του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και της «Χρυσής εποχής».

Η βίαιη επίθεσή του εναντίον της Εκκλησίας στη «Βιριδιάνα» και στο «Ο Συμεών της ερήμου», η αναρχικότητα και η υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα στον «Εξολοθρευτή άγγελο», το ξεσκέπασμα της υποκρισίας της αστικής τάξης και γενικά της κοινωνίας στις ταινίες «Τριστάνα» και «Η ωραία της ημέρας», έχουν τις ρίζες τους στην αριστουργηματική «Χρυσή Εποχή» που, 90 χρόνια ύστερα από το γύρισμά της, δεν έχει ξεπεραστεί ή γεράσει ούτε κατά μια εικόνα. Τα ίδια συστατικά, που συναντούμε και στις ταινίες του Μπουνιουέλ που ανάφερα πιο πάνω, συναντούμε και στην καταπληκτική αυτή «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας».

Το θέμα της νέας αυτής ταινίας είναι κάπως συγγενικό μ’ εκείνο στον «Εξολοθρευτή άγγελο»: εκεί που οι προσκεκλημένοι στον «Εξολοθρευτή άγγελο» ανακαλύπτουν πως ύστερα από το δείπνο δεν μπορούν να εγκαταλείψουν το σπίτι του οικοδεσπότη, στην «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» έχουμε μια ομάδα αστών που προσπαθούν, χωρίς καμιά επιτυχία, να φάνε όλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι.

Στην πρώτη τους συνάντηση ανακαλύπτουν πως έφτασαν στο σπίτι του οικοδεσπότη μια μέρα νωρίτερα από το δείπνο στο οποίο ήταν καλεσμένοι· στο εστιατόριο, όπου καταλήγουν για να φάνε, ανακαλύπτουν πως το σώμα του εστιάτορα, που μόλις έχει πεθάνει, βρίσκεται ξαπλωμένο στο διπλανό δωμάτιο και αναγκάζονται να φύγουν· σ’ ένα μπαρ, όπου σταματάνε, ανακαλύπτουν πως έχουν τελειώσει ο καφές, το τσάι και όλα τα ποτά, ενώ ένα άλλο δείπνο τους διακόπτεται εξ αιτίας των στρατιωτών που καταφθάνουν για γυμνάσια, και οι διακοπές του φαγητού συνεχίζονται ακόμη και στα όνειρα των πρωταγωνιστών –όπως για παράδειγμα στην εξαιρετική εκείνη σκηνή όπου, αφού οι καλεσμένοι καθίσουν γύρω στο τραπέζι και αρχίζουν να σερβίρονται τα φαγητά, ανακαλύπτουν πως το κοτόπουλο είναι ψεύτικο, ενώ αμέσως μετά ακούγονται χτύποι και ανοίγει μια κουρτίνα για να βρεθούν μπροστά στο ακροατήριο ενός θεάτρου που αρχίζει να τους χειροκροτεί.

Η εφιαλτική αυτή αναζήτηση των πρωταγωνιστών για να τελειώσουν ένα γεύμα γίνεται ακόμη πιο εφιαλτική με τα διάφορα όνειρα, που καταλήγουν να συνεχίζονται στα όνειρα των άλλων προσώπων, έτσι που τελικά το όνειρο και η πραγματικότητα να αναμιγνύονται και να γίνονται ένα, ενώ, παράλληλα, η διακριτική γοητεία των αστών αποδεικνύεται πως κάθε άλλο παρά διακριτική είναι: ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι εκείνο του επισκόπου-εργάτη –κατά το πρότυπο του «παπά-εργάτη»– που αφού ακούει με κατανόηση την εξομολόγηση ενός ετοιμοθάνατου γέρου και του συγχωρεί με μεγαλοψυχία τις αμαρτίες του, παίρνει με ηρεμία ένα ντουφέκι από τη γωνιά και τον σκοτώνει, μια και με την εξομολόγηση μαθαίνει πως ο ετοιμοθάνατος ήταν εκείνος που είχε δηλητηριάσει πριν από χρόνια τους γονείς του επισκόπου.

Καυστική σάτιρα της εκκλησίας όπως και της αστικής τάξης, στην αξέχαστη αυτή, εκπληκτική σκηνή, όπως και τόσες άλλες στην ταινία, όπου το όνειρο, η πραγματικότητα και ο αναρχισμός συνδυάζονται, μαζί με το απαραίτητο, σατιρικό χιούμορ, για να μας προσφέρουν μια από τις πιο σουρεαλιστικές, ανατρεπτικές ταινίες του δημιουργού της.

**** Ο αστυνόμος

Un flic. Γαλλία, 1972. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Πιερ Μελβίλ. Ηθοποιοί: Αλέν Ντελόν, Ρίτσαρντ Κρένα, Κατρίν Ντενέβ, Ρικάρντο Κουτσιόλα. 98΄

Με ένα αυτοκίνητο να κινείται σ’ ένα απόμερο, παραλιακό τοπίο, με την υπόκρουση ενός δυνατού ανέμου και τους ήχους των κυμάτων που χτυπάνε στην παραλία, ξεκινάει το κλασικό αυτό φιλμ νουάρ, τελευταία ταινία που γύρισε πριν το θάνατό τουο Ζαν-Πιερ Μελβίλ (πέθανε σε ηλικία μόλις 55 χρονών, μερικούς μήνες πριν κυκλοφορήσει η ταινία). Στη συνέχεια, παρακολουθούμε την πρώτη από δυο, στημένες με σχολαστικότητα, ληστείες, με απλά, ακίνητα και απέριττα πλάνα, με ένα στιλ συγγενικό μ’ εκείνο του Ρομπέρ Μπρεσόν (μαζί και του Ιάπωνα Γιασουτζίρο Όζου, σκηνοθέτη που θαύμαζε ο Μελβίλ), ληστεία που τελικά καταλήγει στραβά, ενώ παράλληλα, παρακολουθούμε την περιπολία στην περιοχή των Ηλύσιων Πεδίων του αστυνόμου Εντουάρ, που ερμηνεύει, αρκετά συγκρατημένα, ο Αλέν Ντελόν.

Αντίθετα με την πρώτη, ήρεμη ληστεία, η δεύτερη, που παρακολουθούμε προς το φινάλε της ταινίας, εκτυλίσσεται σ’ ένα τρένο, με τον Σιμόν, τον φίλο του Εντουάρ, στην πραγματικότητα βασικό ληστή και αρχηγό της προηγούμενης ληστείας (αν και ο Εντουάρ δεν το μαθαίνει παρά στο φινάλε), να κατεβαίνει πάνω στο κινούμενο τρένο από ένα ελικόπτερο, με τον Μελβίλ να την καταγράφει με ένα γρήγορο ρυθμό, με νευρώδεις (συχνά και με πανοραμικές) κινήσεις της κάμερας, ένα στιλ, τη φορά αυτή, πιο κοντά σ’ εκείνο του Ντασέν στο «Ριφιφί» ή εκείνο του Κιούμπρικ στο «Χρήμα της οργής» (άλλου σκηνοθέτη που θαύμαζε ο Μελβίλ).

Με την προσεγμένη σύνθεση των πλάνων και την επιμονή του στις λεπτομέρειες και τη δημιουργική, δοσμένη με πρωτοτυπία, χρήση ήχων και μουσικής, με λιγοστό διάλογο κι ένα ρυθμό άλλοτε ήρεμο κι άλλοτε γοργό, σύμφωνα με τα δρώμενα, ο Μελβίλ δημιουργεί την απαιτούμενη σκοτεινή ατμόσφαιρα του νουάρ, με τα γερασμένα πρόσωπα του υποκόσμου, από τη μια (με επίκεντρο το νυχτερινό κέντρο του Σιμόν (στο ρόλο ο γνωστός μας Αμερικανός ηθοποιός Ρίτσαρντ Κρένα), κέντρο που θυμίζει εκείνο στον «Σαμουράι», μαζί και τις δυο ξανθές γυναίκες της ταινίας, εκείνη της «μοιραίας» Κατρίν Ντενέβ (που τον έρωτά της μοιράζονται και οι δυο αντίπαλοι) και της Μπουλ Οζιέ, που ερμηνεύει τη ξανθιά τραβεστί, το «καρφί» του αστυνόμου, και, από την άλλη, τον μοναχικό, ψυχρό, απογοητευμένο στο φινάλε, αντι-ήρωα αστυνόμο του Ντελόν, το ίδιο μοναχικό και ψυχρό, χωρίς τις αναγκαίες απαντήσεις στα διάφορα ηθικά και άλλα ερωτήματα, όπως και πριν ο εγκληματίας του Ντελόν στο «Σαμουράι» (ο οποίος εδώ, αντί για καναρίνι για παρέα έχει το πιάνο), πρόσωπα που τελικά εντείνουν την ατμόσφαιρα μιας απαισιόδοξης εικόνας της σύγχρονης αστικής κοινωνίας που τόσο εκφραστικά σκιτσάρει ο Μελβίλ με τα φθινοπωρινά χρώματα της φωτογραφίας του Βάλτερ Βότιτς.

*** 22 Ιουλίου

Utoya 22.Juli. Νορβηγία, 2018. Σκηνοθεσία: Έρικ Πόπε. Σενάριο: Σιβ Ραγιέντραμ Ελίασεν, Άννα Μπάκε-Βίιγκ. Ηθοποιοί: Άντρεα Μπέρεντζεν, Αλεξάντερ Χόλμεν, Σολβέιγκ ΚόλενΜΠίρκελαντ. 93’

Τη μεγαλύτερη μαζική δολοφονία, στις 22 Ιουλίου του 2011, στην ιστορία της Νορβηγίας, από την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, από τον Άντερς Μπρέιβικ, ένα ακροδεξιό φανατικό που επιτέθηκε στην καλοκαιρινή κατασκήνωση μελών της νεολαίας του κυβερνώντος εργατικού κόμματος της Νορβηγίας, στο νησί Ουτόγια, αφηγείται στην ταινία του αυτή ο Νορβηγός σκηνοθέτης Έρικ Πόπε (ταινία που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2018).

Η ταινία αρχίζει με την πρώτη, βομβιστική επίθεση του Άντερς Μπρέιβικ στο Όσλο (με 8 νεκρούς), για να πάμε, στη συνέχεια, την ίδια μέρα, στο νησί Ουτόγια, όπου τα νέα παιδιά, κορίτσια και αγόρια περνούν ξένοιαστα τις μέρες τους, παίζοντας, τρώγοντας και κολυμπώντας στη θάλασσα. «Είμαστε στο πιο ασφαλισμένο μέρος του κόσμου», λέει στο τηλέφωνο στη μητέρα της ένα από τα κορίτσια, η Κάγια. Λίγο διάστημα μετά θα αρχίσει η δολοφονική επίθεση με τα παιδιά να τρέχουν να κρυφτούν όπου μπορέσουν.

Άλλα, στο μοναδικό κεντρικό κτίριο, άλλα στο δάσος, ενώ γύρω ξεκινάν οι ατέλειωτοι πυροβολισμοί μιας αδικαιολόγητης σφαγής, που κρατάει 72 λεπτά, στη διάρκεια των οποίων θα σκοτωθούν 77 έφηβοι, θα τραυματιστούν άλλοι 99 ενώ εκατοντάδες θα είναι τα πρόσωπα με ψυχολογικά τραύματα. Ο Πόπε ακολουθεί τη νεαρή Κάγια (μια εκπληκτικά καλή Άντρεα Μπέρεντζεν) στις προσπάθειές της να κρυφτεί, μαζί με άλλα παιδιά, σε διάφορα μέρη, στο δάσος κι αργότερα στην απόκρημνη παραλία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να ανακαλύψει και τη μικρότερη αδερφή της.

Με ένα γρήγορο, νευρώδες μοντάζ, με την κάμερα να τρέχει μαζί τους, να προσπαθεί να βρει κάποια ισορροπία (στο νου έρχεται το Elephant του Γκας βαν Σαντ), με τους πυροβολισμούς να μην σταματάνε και τα παιδιά έντρομα από πανικό να μη ξέρουν τι να κάνουν και πού να πάνε, ο Πόπε δημιουργεί την εφιαλτική, σχεδόν υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα του παράλογου αυτού αιματοκυλίσματος, χωρίς όμως, δυστυχώς, να προσθέτει κάποιο κοινωνικοπολιτικό, ή ηθικό υπόβαθρο στην όλη αφήγηση – μια διαφορετική, σε βάθος, καταγραφή της σφαγής και των επακόλουθων, θα κάνει, την ίδια χρονιά, στην ταινία του «22 Ιουλίου», ο Βρετανός Πολ Γκρινγκρας.

*** Ένα ντιβάνι στην Τυνησία

Un divan à Tunis/Arab Blues. Γαλλία/Τυνησία, 2019. Σκηνοθεσία: Μανέλ Λαμπιντί. Σενάριο: Μανέλ Λαμπιντί, Μαούντ Αμελίν. Ηθοποιοί: Γκολσιφτέ Φαραχανί, Μαζντ Μαστουρά, Χισέμ Γιακουμπί. 88’

Την ιστορία της Σέλμα, μιας νεαρής Τυνήσιας που επιστρέφει στη γενέτειρά της, ύστερα από 10 χρόνια στο Παρίσι, για να εργαστεί ως ψυχαναλύτρια, αφηγείται στην πρώτη αυτή, χαριτωμένη, διανθισμένη με αρκετό χιούμορ και σατιρική διάθεση, ταινία της, η Γαλλοτυνήσια σκηνοθέτρια Μανέλ Λαμπιντί.

Τα προβλήματα που όμως αρχίζει να αντιμετωπίζει η Σέλμα δεν είναι τόσο στο γραφείο που στήνει στην οροφή του πατρικού της για να δέχεται τους ασθενείς της, όσο στην επαφή της με τον κόσμο στην κλειστή κοινωνία όπου έχει επιλέξει για να ζήσει και να εργαστεί: κοινωνία που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μερικά καίρια προβλήματα, από «λαδώματα» και παράλογη γραφειοκρατία, και γενικότερα τη θέση της γυναίκας αλλά και των γκέι σε μια μεταβατική κοινωνία. Ανάμεσα στις πιο απολαυστικές σκηνές αναφέρω εκείνες με τα προβλήματα που η Σέλμα (με εξαιρετική ερμηνεία από την Ιρανή ηθοποιό Γκολσιφτέ Φαραχανί, που είναι και το κύριο ατού της ταινίας) αντιμετωπίζει για την εξασφάλιση αδείας από το υπουργείο Υγείας (η υπάλληλος τρώει στο γραφείο της και πουλάει εσώρουχα – που έχει κρυμμένα στα συρτάρια – στις επισκέπτριές της), καθώς και τη σκηνή, όταν η αστυνομία σταματά τη Σέλμα ενώ οδηγεί το αυτοκίνητό της και πρέπει να κάνει αλκοτέστ, και, επειδή δεν έχουν τα αναγκαία εξαρτήματα, της ζητάνε να φυσήξει στα… ρουθούνια του αστυνομικού.

** ½ Έλα όπως είσαι

Come as You Are. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Γουόνγκ. Σενάριο: Έρικ Λίντχορστ. Ηθοποιοί: Γκραντ Ρόζενμεγιερ, Χέιντεν Σέτο, Ράβι Πατέλ. 106’

Ριμέικ της απολαυστικής βέλγικης κωμωδίας του 2011, «Hasta la vista» (βασισμένης σε αληθινά γεγονότα), είναι η κωμωδία αυτή που σκηνοθέτησε ο γνωστός μέχρι πρόσφατα Αμερικανός κάμεραμαν Ρίτσαρντ Γουόνγκ. Κωμωδία γύρω από τρεις νεαρούς Αμερικανούς (οι δυο που κινούνται με αναπηρικό αμαξίδιο και ο τρίτος τυφλός – με τον Ράβι Πατέλ να δίνει μια απολαυστική ερμηνεία;) που, έχοντας πληροφορηθεί πως στον Καναδά, υπάρχει ένα ειδικό κλαμπ που παρέχει σεξουαλικές εμπειρίες σε πρόσωπα με ειδικά προβλήματα, ξεκινούν από το Σικάγο με στόχο να φτάσουν στο κλαμπ του Μοντρεάλ που θα τους προσφέρει την ευκαιρία να χάσουν την παρθενιά τους.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα αρκετά χιουμοριστικό ρόουντ-μούβι, με τους τρεις νέους να ταξιδεύουν στο βαν μιας δυναμικής νοσοκόμας, της χοντρής Σαμ. Ταξίδι που αντιμετωπίζει τα διάφορα (ιδιαίτερα τα σεξουαλικά) προβλήματα της κοινότητας των ανθρώπων με ειδικά προβλήματα, με ειλικρίνεια και που ο σκηνοθέτης αφηγείται με χιούμορ, με διάφορα διασκεδαστικά και άλλα απρόοπτα, τα παιδικά τους αστεία και τους καυγάδες τους αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς και τις εύκολες συγκινήσεις.