«Τα ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ πέρασαν/πήγαν με τους καιρούς τους./Πού ‘ταν φτωχοί και ταπεινοί/μα πάταγαν πάνω στη γη./Τώρα μένει το όνομα/ξένο σε άλλο κόσμο./Που δήθεν έμαθε πολλά/μα αγνοεί τα βασικά».

 

Το όνομα μένει λοιπόν από τα πανηγύρια.  Aφότου όμως το έγραψα. προ ημερών στο fb, στην οθόνη του προσωπικού ραντάρ άρχισε να εμφανίζεται και το ίχνος «ζεϊμπέκικο».

 

Πίνοντας μπίρες και ακούγοντας κάτι από πενιές ένα βράδυ το συζήτησα με έναν πιο νέο βιολογικό φίλο. Οπότε στη ρύμη του »λέγε, λέγε», από τα χαμένα πανηγύρια και τα τσαλαπατημένα ζεϊμπέκικα, φτάσαμε και στη ζωή.

 

‘’Πανηγύρι’’ κι αυτή συμφωνήσαμε.  Και ο χορός της, καταλήξαμε: για ορισμένους προς το-ή εντελώς- «χαρωπό» των εκτός τόπου σημερινών πανηγυριών, ενώ  γι άλλους προς τη   ζεϊμπέκικη βάσανο, που είναι πάντα αυστηρά προσωπική.

 

Με αυτό το σκεπτικό ο φίλος μου θύμισε άρθρο του Διονύση Χαριτόπουλου (σύντροφος της αείμνηστης Μαλβίνας) Απ όπου και αντιγράφω:

#Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα …#

 

# Ο σωστός χορεύει μόνος και άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα (…) Οι τσιχλίμαγκες που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου….#

 

#… κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή»…#

 

#Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός (….)

Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά. (Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός· και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ’ όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.)….#

 

#Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη.

Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι’ αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου…#

 

_Σημειώνοντας πως Ολόκληρο το άρθρο το βρίσκεις εδώ> https://www.tanea.gr/2002/09/14/lifearts/culture/o-monaxikos-thrinos/      Εν τάχει θα εξηγηθώ:

 

  1. Διαφωνώ ως προς την προσέγγιση: «Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν». Η ατομική εσωτερική βάσανος δεν είναι αποκλειστικότητα της πόλης-και δη μόνο των χαμόσπιτων.

 

2.Επαυξάνω κατά τα άλλα και δη ως προς την καταβύθιση στου εαυτού τα έγκατα. Δεν είναι για κάθε στιγμή και ώρα, ούτε μοιράζεται …χαρωπά! Είναι αυστηρά ατομική υπόθεση την οποία μόνο φίλοι γκαρδιακοί μπορούν εν μέρει να συμμεριστούν.

 

  1. Και το βασικότερο. Ή ξέρεις από βάσανο που  (εκ)παιδεύει, και με ενσυναίσθηση διαβάζεις επαγωγικά-για όλους και για όλα, τα περί ζεϊμπέκικου του  Χαριτόπουλου,  ή την έχεις δει μόνο «χαρωπά» κι αναίσθητα, οπότε χαιρετίσματα στο ‘‘χαρωπό’’ α λα Γεροβασίλη  …εμετό!