Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Έφερε το χέρι το δεξί, αυτό με το οποίο έγραφε και εν καιρώ ζωγράφιζε, επί της κόμης της κεφαλής του, τραβώντας τις τρίχες μία προς μία, όπως πέφτει η βροχή σε καμπαναριό. Υψώθηκε πάνω από την γη και τα πόδια του, στο σημείο των αστραγάλων, είχαν ένα ζευγάρι φτερών που ανοιγόκλειναν, όπως τα πουλιά πετούν τρελά, πριν την επερχόμενη καταιγίδα.

Το χέρι του, το αριστερό είχαν υπολείμματα από κερί, γιατί την προηγούμενη νύχτα, είχε εισέλθει στον ναό κι είχε ανάψει μια πελώρια λαμπάδα, ίσαμε το μπόι του, μπροστά στα εικονίσματα. Κι αυτά, καθώς φωτίστηκαν, άρχισαν να πετάνε σπίθες, όπως τροχός κόβει το σίδερο κι όπως αυτός δέχεται του στρογγυλού δίσκου την επαφή, αντί να αφήνεται στην χρήση του την μελλοντική, αντιστέκεται με την φωτιά που το γέννησε, ένας κρυμμένος ήφαιστος που κρυφοκοιτάει.

«Μα αυτό δεν είναι αμόνι», απολογήθηκε μπροστά στην εικόνα που τον κοίταζε στα μάτια, ενώ ένα δάκρυ κατέβαινε, από το μάτι, αυτό που είχε συλλάβει την εικόνα μέσα στο εικόνισμα. Δεν ήταν η θρησκευτική πίστη, η οποία είχε προκαλέσει συναισθηματική συγκίνηση, γιατί τότε στο όνομα των αγίων δεν θα είχαν σκοτωθεί τόσοι πιστοί.

«Δεν είμαι άγιος», σκέφτηκε, «αλλά μπορώ να διακρίνω ανάμεσα στις εικόνες οφθαλμαπάτες». ‘Ετσι, έβλεπε στο εικόνισμα του ευαγγελισμού, μία γραμμή να στρέφεται προς τα αριστερά και να εκτείνεται εις το βάθος του, έως εκεί όπου τα ερείπια ενός αρχαίου ναού είχαν ομορφύνει από την χρήση ενός πυρακτωμένου σίδερου, όπως καυτό αφήνει την σφραγίδα στα βαριά τεράποδα του μουγκανίσματος.

Τότε, αισθάνθηκε ένα καυτό σίδερο να του αφήνει στον μηρό το αποτύπωμα της σοφίας τόσο καυτής που όσο περνούσε η ώρα, απροσδιόριστη ωστόσο, καθώς ο χρόνος είχε καθήσει πάνω σ’ ένα υπέρθυρο και κοιτούσε ως δικαστής που δικάζει και αποδικάζει εις μίαν νεφελοκοκκυγίαν.

Τότε αισθάνθηκε ένα πτηνό ν’ ανοίγει τα φτερά μέσα στα σωθικά κι αυτά, καθώς φούσκωναν, όπως αερόστατο από τον καυτό αέρα ενός φυσερού σιδηρουργίας, σηκώθηκε χωρίς χέρια και πόδια, μετεωρίστηκε στο κενό, αλλά καθώς ο άνεμος είχε ανακοπεί, έπεσε με το πρόσωπο επί του χώματος κι αφού σύρθηκε επ’ ολίγον, δεν ακινητοποιήθηκε.

‘Αρχισε να στριφογυρνά γύρω από τον εαυτό του, μ’ όλα τα πούπουλα να σηκώνονται, όπως χτυπάς ένα μαξιλάρι με δύναμη μέχρι του σημείου να απομείνει στα χέρια η υφή του υφάσματος που έχει λιώσει σε εντάφια προσωπίδα. Σφυρηλατημένη σε εργαστήριο, όταν οι θεοί είχαν αποφασίσει να αναχωρήσουν από την επίγεια διασκέδασή της, ορκιζόμενοι ότι από τούδε και στο εξής θα επισκέπτονταν τους θνητούς σε αποδράσεις εντός χρόνου.

Εκείνη την εποχή, όλα τα μαξιλάρια είχαν καταργηθεί, αφού ελάχιστοι μπορούσαν να κοιμηθούν από τους ολονύκτιους αεροπορικούς βομβαρδισμούς που είχαν στοχοποιήσει το καμπαναριό, επειδή θεωρούσαν οι αξιωματικοί κατόπιν εντολής της πολιτικής ηγεσίας ότι προκαλούσε τους ουρανούς με την αιχμηρή του κατασκευή.

«Είμαι ένα γκρεμισμένο καμπαναριό», μονολόγησε κι κλώτσησε την καμπάνα που είχε πέσει μαζί με τα συντρίμμια κατάχαμα. Μα, όσο την κλωτσούσε, αυτή αναστέναζε, όπως γυναίκα ετοιμόγεννη, όπως σε άλλο χρόνο γυναίκα σε βακχεία, ακουγόταν να οδύρεται αργότερα και δεν σταμάτησε να κλαίει γοερά, όπως μοιρολογίστρα πάνω από τον νεκρό αιώνα. Είχε σιγήσει, αφού από τις πολλές κλωτσιές δεν αισθανόταν πλέον τίποτα, παρά μόνον την αντήχηση της μεταλλικής φωνής φερμένης από το παρελθόν της δημιουργίας της.

Δημιουργός της, ο σκελετωμένος καμπανιστής με βοηθό του ένα ανάπηρο παιδί, χωλό από το ένα του πόδι και το άλλο παραμορφωμένο, φορτωνόταν τα σιδερικά, τιτανομάχος των ήχων που είχαν καταγωγή στην μουσική του σύμπαντος, κι επειδή ήταν τόσο ανήκουστη, είχε εναποθέσει στ’ αυτιά κομμάτια από κερί των μελισσών. Μαζεμένο από άνθη τα πιό σπάνια, αφού μετά τις βόμβες φωσφόρου, ό,τι είχε απομείνει ήταν ένας ναός που είχε καεί όπως το κάρβουνο ανάβει με προσανάμματα σκέψεως.

Ο καρβουνιάρης εν τω μεταξύ είχε αλλάξει επάγγελμα και είχε δηλώσει ότι από τούδε και εις το εξής θα εικονογραφεί ναούς εις τα έγκατα του τεμένους. Τώρα, κατέβαινε το κάθε σκαλί με προσοχή, γιατί κομμάτια γυαλί είχαν ανακατευτεί με άμμο και ασβέστη, και καθώς προεξείχαν ρύακες αίματος έτρεχαν, μόλις έχανε την ισορροπία του.

Από κάτω, από τα έγκατα, ακούστηκε ένας βρηχυθμός σαν άνθρωπος που έχοντας προηγουμένως υποστεί βασανιστήρια, έχει επιτέλους ελευθερωθεί από τους βασανιστές του, αφού του έχουν χαράξει στο μέτωπο την λέξη μινώταυρος. Σηκώθηκε από τα τέσσερα το ζώο-άνθρωπος, κι όπως ο άλλος κατέβαινε τα σκαλιά ππου έκοβαν με το γυαλί και διαθλούσαν το φως μέχρι να γίνει κατασκότεινο σαν σκοτωμένο αίμα.

Πήρε όλα τα πυρωμένα κάρβουνα που ακούγονταν σαν μέλισσες που προσγειώνονται χορευτικά σε κάθε άνθος κι αυτό, το κάθε άνθος ανοίγει και κλίνει σαν μήτρα σε σπασμό γονιμοποιήσεως. Κι ενώ όλα τα καμπαναριά μιάς μακρινής πόλεως που καλούσαν σε ειρήνη, δεν ήταν μακριά από την στιγμή που θα έλιωνε το μέταλλό τους, ένας ήφαιστος στα γόνατα παρέδιδε μιά εικόνα ευαγγελισμού που είχε φανταστεί σ’ έναν ναό εθνικών, αλλά έπρεπε να τον παραδώσει στην βασιλική του νέου δόγματος. Από τότε, όλοι κατάλαβαν ότι το σημείο φυγής σ’ ένα πίνακα, είναι η ανάδυση του νέου κόσμου του χρήματος.