Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Γέλασε τόσο δυνατά, τόσα τρανταχτά, ώστε η γεμάτη με φαγητά και ποτά κοιλιά του δεν άντεξε. Είχε γίνει όλος κομμάτια, λες και είχε χυπηθεί από οβίδα, καθώς έβγαινε ορμητικά από τα χαρακώματα: κόκκαλα, λίπος, νεύρα κείτονταν σπασμένα, εξαρθρωμένα, λιωμένα, το ένα πάνω στο άλλο, ενώ στερεές και υγρές τροφές τα είχαν σκεπάσει με σιωπή θανάτου.

Δεν ήταν ότι το θέαμα ήταν αποκρουστικό, αφού, μετά από τόσες ημέρες που δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του και δεν είχε πιει ούτε γουλιά νερό, ήθελε να χορτάσει και να ξεδιψάσει με τεράστιες ποσότητες. Ωστόσο, όσοι ήταν παρόντες δεν αρνήθηκαν ότι ήταν η πρώτη φορά που είχαν βρεθεί θεατές σε τέτοιο γεγονός, ώστε και οι πιο λεπτεπίλεπτοι δεν  απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τα χυμένα φαγητά και τα ποτά. Πολλές φορές είναι η περιέργεια που πρυτανεύει, που εξοβελίζει τη συνήθεια του καθωσπρεπισμού και πηγαίνει ενάντια στη διαπαιδαγώγηση της εθνικής συνείδησης.

‘Αλλωστε, τους ήταν γνωστό από τις στήλες υγείας των λαϊκών εφημερίδων ότι η στέρηση τροφής και υγρών, περισσότερο των δεύτερων, αφυδατώνουν τον άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν η υγεία του εγκλείστου απειλείται από πολυήμερη απεργία πείνας.

Στην δική του περίπτωση, επειδή ήταν παχύς, η δίαιτα που είχε ακολουθήσει, κατόπιν σύστασης των ιατρών της φυλακής, -γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι ξεκίνησε ως διαιτολογική θεραπεία, προτού αποκτήσει πολιτικό μήνυμα λόγω του απεργείν- θα τον βοηθούσε να αποκτήσει εκ νέου την ελαστικότητά του που την είχε χάσει από τότε που η εξουσία τον είχε κερδίσει και κάποια στιγμή την είχε χάσει, όταν οι ξένες δυνάμεις έθεσαν τους όρους τους με ληστρικές συμφωνίες για να εκμεταλλευτούν τον ορυκτό πλούτο της χώρας του. Με σε μιa μέρα, από φίλος είχε γίνει εχθρός.

Και η ελαστικότηκα, η σωματική, είχε σχέση με τα πρώτα χρόνια της ζωής, όταν η πενία δεν ήταν μία κομψή ρητορεία μπροστά σε κοινό, δεν ήταν μία επινοημένη θεατρική χειρονομία, όταν το πρόσωπο στρέφεται προς στα παρασκήνια με μίαν έκφραση αποστροφής για να μην φανερώσει την αλήθεια ο ομιλών. Προτού ενδυθεί την προσωπικότητα του  απεργού πείνας που στην αρχή -όπως προείπαμε- είχε την διάθεση να αδυνατίσει, αλλά αφού διαπίστωσε ότι απεργία θα τον επανέφερε στην εξουσία, με τους όρους μίας κατ’ επίφασιν δημοκρατικότητας, θυμήθηκε ότι είχε διαπαιδαγωγηθεί υπό την ράβδο και τον μαστίγιον του πατρός του.

Η φοίτησή του σε Στρατιωτική Ακαδημία δεν είχε τίποτα να προσθέσει στο βιογραφικό του, αφού την βία την είχε νοιώσει στο πετσί του από την παιδική του ηλικία. Αυτό που δεν γνώριζε ήταν τις τεχνικές των βασανιστηρίων, αφού ο ερασιτεχνισμός του πατέρα του έπρεπε να ξεπεραστεί με μεθόδους που θανατώνουν το σώμα και την ψυχή και τα επαναφέρουν στην ζωή.

Μέσα στη φυλακή είχε ξεμάθει τον μακροπερίοδο λόγο, που τον χειριζόταν αριστοτεχνικά-έτσι νόμιζε-, γιαυτό είχε αρνηθεί μετά επιτάσεως στο επιτελείο του να του γράφουν τους λόγους. Εμπιστευόταν μόνον έναν καθηγητή γλωσσολογίας, ο οποίος αφού είχε γίνει γνωστός από την θεωρία του δομολειτουργισμού, όταν συνειδητοποίησε ότι η ζωή του είχε εγκλωβιστεί σ’ ένα νέο μεταφυσικό πεδίο, αποφάσισε να ζήσει εν πλούτω. Ακόμη ο πρόεδρος δεν είχε γνωρίσει τη φυλακή, γιατί είχε μεταμορφώσει όλη την χώρα του σε μία φυλακή.

‘Ετσι, δεν του προκάλεσε εντύπωση, όταν συνελήφθη, γιατί προς στιγμήν πίστεψε ότι ήταν μία φάρσα του καθηγητή που είχε πλουτίσει από τα δώρα του, και θέλοντας να τού ανταποδώσει την τόση γενναιοδωρία του, είχε προσπαθήσει να τον διασκεδάσει με την οιονεί σύλληψη του. Όμως, η σύλληψη είχε ενορχηστρωθεί από μία ομάδα δημοκρατικών αξιωματικών που διαπιστώνοντας ότι είχαν ξεπουληθεί οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του έθνους, αποφάσισαν να συλλάβουν τον πρόεδρο και να τον φυλακίσουν με συνοπτικές διαδικασίες.

Οι περισσότεροι θυμόνταν ένα αδύνατο παιδί που ίσα-ίσα χωρούσε στα ρούχα του, γιατί η φτώχεια σ’ αυτές τις χώρες δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας.  Εν τούτοις, αν και οι οικονομικές συνθήκες τού έδειχναν τον δρόμο προς την χειρωναξία, αφού δεν είχε άλλη επιλογή, γεννημένος σε μία παραγκούπολη, αυτός την αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να γίνει ίσος κι όμοιος με τους γονείς του, τους συγγενείς του και τους γείτονες τους. Ο πατέρας του-η πόλη ήταν παραθαλάσσια με δυό-τρεις βιοτεχνίες επεξεργασίας αλιευμάτων- εργαζόταν στο λιμάνι ως δίποδο υποζύγιο, φορτώνοντας ξεφορτώνοντας, βαριά αντικείμενα.

Τα χέρια του είχαν χοντρούς ρόζους, γιαυτό μετά δυσκολίας μπορούσε να πιάσει τα μαχαιροπίρουνα. Προτιμούσε να κόβει με χέρια ένα κομμάτι από την πίτα και να την βουτάει μέσα στον ζωμό, με τέτοια δύναμη που το πιάτο δεν άντεχε τόσο πίεση, με αποτέλεσμα να σπάει. Κι αυτό συνέβαινε συχνά: το γεγονός ότι δεν μπορούσε να ελέγξει την δύναμή του και επειδή δεν άντεχε να υποκρίνεται το αντίθετο με κινήσεις αβρότητας, όταν μεθούσε, ορμούσε στα παιδιά του και τα χτυπούσε.

Κάθε βράδυ, μετά το φαγητό, κι ενώ ακόμη έτρεχαν από το στόμα του πατέρα κομμάτια κρέας και ζουμιά, οι γόνοι περίμεναν υπομονετικά την ώρα που το χέρι θα έπεφτε επάνω τους. Τους είχε γίνει συνήθεια, η οποία τους έλειψε, όταν είχε έρθει ο καιρός της ενηλικίωσης τους. Εκτός από αυτόν, τον μελλοντικό πρόεδρο, που είχε προλάβει να δραπετεύσει από την καθημερινή βιαιοπραγία του πατρός του.

Ωστόσο, ο χοντρός που, όπως γράφαμε παραπάνω, δεν ήταν πάντα παχύσαρκος, αποφάσισε να επιβιβαστεί σ’ ένα από τα πλοιάρια απ’ αυτά που φόρτωνε και ξεφόρτωνε ο πατέρας του. Κανείς δεν θυμόταν πότε και πως έφυγε, αφού η απόφασή του πάρθηκε μετά από έναν ξυλοδαρμό που του ‘φερε αιμόπτυση.

Η μέρα της αναχώρησης αυτού του φυγάδα, αυτού του δραπέτη, αυτού του απελεύθερου, αυτού του εξεγερμένου, περιγράφεται από Αμερικανό δημοσιογράφο, ειδικευμένο στις ειδυλλιακές περιγραφές ως ένα από κείνα τα πρωινά της Καραϊβικής που έχουν φωτογραφηθεί και έχουν τυπωθεί σε τουριστικούς οδηγούς, κρύβοντας την φτώχεια σε τοπία τροπικά χωρίς ανθρώπινη παρουσία.

‘Ολα καθαρά, η ατμόσφαιρα σε απόλυτη διαφάνεια, τα φοινικόδεντρα να γέρνουν μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας. Σ’ αυτό το σημείο υπέρ της αφήγησης, είναι αξιοσημείωτον ότι το ταξίδι εξελίχθηκε σε μία Heimweg, μία λέξη που είχε απομνημονεύσει από έναν Εβραίο έμπορο του λιμένος. Ποτέ δεν κατάλαβε το νόημα της, κι αν είχε την επιθυμία να την μεταφράσει στην γλώσσα των προγόνων του, μία φωνή υπέβαλε από μέσα του, τον πρόσταζε να αρνηθεί την ιθαγένειά της, αφού έτσι κι αλλιώς τα ισπανικά ήταν η γλώσσα που είχε επιβληθεί, μετά την κατάκτηση των Ισπανών.

‘Ετσι, βρισκόταν ανάμεσα σε δύο λέξεις που και οι δύο σήμαιναν επιστροφή, εντούτοις η καθεμία είχε διαφορετικό οπτικό νόημα. Η δημιουργία κάθε λέξης έχει την απαρχή τους σε μία εικόνα, εκτός από την λέξη Θεός, αυτός ο ανεικονικός. Περισσότερο τον αισθάνεσαι δίπλα χωρίς να τον βλέπεις, σαν να φυσάει ένας άνεμος ούριος σαν κι αυτό που σήκωνε τα πανιά, γιατί ακόμη οι ατμομηχανές σχεδιάζονταν στο μυαλό στου Ιουλίου Βερν.

Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, και αφού οι πρώτες βιομηχανίες χρειάζονται εργατικά χέρια, πολλοί αγρότες εγκαταλείπουν τα πατρογονικά τους εδάφη, για να εγκατασταθούν στις πόλεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας απ’ αυτούς, ο οποίος κρατάει στα ροζιασμένα χέρια του μία φέτα ψωμί αλειμμένη με λίπος. Την φέρνει στο πρόσωπο κι ενώ βυθίζεται ακούει ένα Heimkehr συγγενικό με το Heimweg. Κι ενώ βυθίζει το πρόσωπό του στο λίπος, αρχίζει να προσεύχεται στην γλώσσα των προγόνων του, προτού οι λευκοί Γάλλοι και Αγγλοσάξονες μεταφέρουν  τον πολιτισμό στα νησιά των Δυτικών Ινδιών. Τότε ακούστηκε, πάλι στα γερμανικά, η λέξη Grab, και καθώς αυτός ήταν ρακένδυτος, έπεσε σε μία τρύπα και εξαφανίστηκε.

Μ’ αυτή την ιστορία που την αφηγήθηκε στον εαυτό σου σαν παραμύθι του Γκριμ, αν και είχε χάσει τη συνείδηση του Wald, αποκοιμήθηκε ο κρατούμενος για εγκλήματα πολέμου. Προσπάθησε να μεταφράσει αυτά που είχε ακούσει από έναν συγκρατούμενό του ποινικό, πρώτα στα γερμανικά, στην μητρική του γλώσσα, αλλά καθώς ήταν χαμένος μέσα στα ισπανικά, δήλωσε κυνηγός κεφαλών. Οι δεσμοφύλακες, μόλις άκουσαν την δήλωσή του, τον οδήγησαν στην ψυχιατρική κλινική της φυλακής. «Heimat», ούρλιαξε, καθώς τον μετέφεραν. Ο Θεός των Ινδιάνων έκλαψε ηλιακά.