Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Η γενειάδα του δεν πρόδιδε το επάγγελμά του, αν και ορισμένοι υποστήριξαν ότι κάποτε την είχε ως μηχανή προβολής. Τώρα που ο χρόνος πέρασε από πάνω της και την άσπρισε, την παίρνει ο άνεμος και την παίζει με την ανημπόρια του.

Διαδόσεις ήταν όλες αυτές περί ανημπόριας και τα τοιαύτα, κι αυτοί που δεν τις πίστευαν, επειδή επαναλαμβάνονταν κάθε τόσο, η αλήθεια από το ψέμμα δεν απείχε, ούτε όσο διαρκεί η άσκεφτη κίνηση του σώματος. Τις πίστεψε η πλειονότητα, εκτός από έναν, κρεμασμένο νύχτα ημέρα από το παράθυρό του.

Ο Φέλιξ Μπερνστάιν χόρευε κάθε τόσο γύρω από τον εαυτό του, γιατί ήταν η τελευταία του άμυνα για να παραμείνει ζωντανός. Αφού είχε ζήσει έτσι όπως ήθελε, επιτελώντας τα επαγγελματικά του καθήκοντα, κάποια μέρα αποφάσισε να τ’ αφήσει, έτσι όπως γδύνεσαι μπροστά στον καθρέφτη και, καθώς αφαιρείς τα ρούχα σου με τελετουργικό τρόπο, με τον ίδιο κοιτάζεις το είδωλό σου και προσπαθείς να ξεχάσεις πως έφθασες έως εδώ. Κι αυτός επιθυμούσε να είναι αμνήμων, αφού είχε κουραστεί από τις αναμνήσεις του, τις οποίες ανακαλούσε, κι όταν τις έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του, έκρινε ότι ήταν ζοφερές.

Δεν άντεχε άλλο τον εαυτό του, γιαυτό ζήτησε στην εσωτερική εξορία την λύτρωση. Δεν συνομιλούσε πλέον με τα γεγονότα της καθημέρας, αλλά αφηνόταν εν σιωπή να διδάσκει ειρήνη σε κάθε κίνησή του. Την μία μέρα κάτι μουρμούριζε, σαν να προσευχόταν σ’ έναν άγνωστο θεό, την επομένη στρεφόταν προς τη σιωπή. Μέσα κι έξω σιωπηλός, πήγαινε κι ερχόταν μέσα στο δωμάτιό του.

Κι επειδή αυτό δεν τον χωρούσε, συχνά άνοιγε φτερά προς άνω πτήσεις. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος κι είχε συνείδηση ότι διέφερε από τους άλλους, όταν δρασκέλισε και το κατώφλι της εφηβείας του. «Τώρα, είναι αργά γιά ν’ αλλάξω», σκέφτηκε. «Πρέπει ν’ αποκτήσω αντισώματα», συμπλήρωσε κι την φράση την άκουσε μόνο αυτός.

‘Ετσι νόμιζε, σχεδόν το πίστευε, αλλά ήδη από εκείνη την ηλικία, εμφανίστηκε σ’ ένα παράθυρο του πάνω ορόφου ένα πρόσωπο που τον κοίταζε εξεταστικά. Επειδή, το κάθε διάμερισμα δεν επικοινωνούσε με το άλλο με κοινό διάδρομο, δεν μπορούσε ν’ ανέβει τα σκαλιά με κατεύθυνση που προς εκείνη την ματιά-μάλλον θολά θυμόταν ένα κεφάλι που εμφανιζόταν και αποσυρόταν από το πλαίσιο εξόδου προς τον κόσμο.

Αυτός θα προτιμούσε να γραφόταν η λέξη κόσμος με κάππα κεφαλαίο: Κόσμος. Θέλετε από άγχος για αυτή την άγρυπνη ματιά, θέλετε από έλλειψη θάρρους να πάει να του μιλήσει, θέλετε από δέος καθώς την έβλεπε σαν Θεό, συμφιλιώθηκε με την λέξη κόσμος με κάππα μικρό. Η γενειάδα του γράφαμε στην πρώτη αράδα δεν πρόδιδε το επάγγελμά του.

Την είχε ως μηχάνημα ανίχνευσης, μετά από μία μακρά νύχτα που χάθηκε από τον κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Μάλλον, η γενειάδα του ήταν ένα μηχάνημα προβολής των έσω εικόνων που έπεφταν πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο. Πάνω σ’ αυτόν πρόβαλλε σκηνές του δυστυχισμένου μνημονικού του, φρικτές. ‘Ενας καπνός αναδυόταν από την οροφή της κεφαλής του, και κάθε φορά τού έκαιγε το τριχωτό, και κάθε φορά καινούριες τρίχες φύτρωναν. Τον έπιαναν σπασμοί μετά από ώρες προβολής, δενόταν γύρω από την μακριά γενειάδα του και κουλουριαζόταν γύρω από αυτή μέχρι να νοιώσει το αίσθημα του πνιγμού.

Ο τοίχος ήταν ασβεστωμένος παλαιόθεν από τους δεσμοφύλακες για την υγιεινή των κρατουμένων, όταν πάνω σ’ αυτό τον τοίχο έκλαιγαν και οδύρονταν. Είχε απομείνει ο ασβέστης, κι σε ορισμένα σημεία άρχιζε να γκρεμίζεται και να δημιουργεί σχέδια ουρανού. «Να εδώ», έλεγε ο Φέλιξ Μπερνστάιν, «είναι η Μεγάλη ‘Αρκτος και πιό πέρα η Μικρή».

Μονολογώντας, σαν να προσευχόταν περισσότερα με συναίσθημα, αφού η λογική είχε απομείνει επάνω του σαν λερωμένο πανωφόρι. Από την μέση και κάτω, ήταν γυμνός και η φύση του πυοροούσα. Μύγες πετούσαν γύρω του και κάθονταν πάνω στα βλέφαρα του, προκαλώντας ένα ξύσιμο έως αίματος. Με τα μάτια κλειστά υπνοβατούσε, σηκωνόταν πάνω από την γη, πετούσε σαν τουφεκισμένο πουλί, και αφού το σώμα έπαιρνε μία κατακόρυφη φορά, χωνόταν με το κεφάλι στην γη.

Η γενειάδα του είχε ασπρίσει και δεν μπορούσε να προβάλλει εικόνες από το παρελθόν. Την κρατούσε ως ενθύμιο για να μην ξεχάσει εκείνες τις αξέχαστες νύχτες που έπεφταν οι προβολείς μέσα στα μάτια και τον στράβωναν. ‘Επεφτε κάτω, και σερνόταν γύρω από το σκελετωμένο του κορμί, αφού η γενειάδα δεν μπορούσε να την χρησιμοποιήσει ως σχοινί για να κρεμαστεί. Είχε γίνει ο ασβεστωμένος τοίχος και οι εικόνες προβάλλονταν από μόνες τους. Ζωντανές, τον χτυπούσαν σ’ όλο του το κορμί, το μάτωναν, το έκαιγαν, το διαμελούσαν και στο τέλος γυμνό ολόγυμνο το πετούσαν για να αποτρεφωθεί.

Είμαι ο Φέλιξ Μπερνστάιν. Την ιστορία μου την γράφω εγώ ο ίδιος με λιγότερο αίμα και περισσότερο μελάνι. Την γενειάδα μου την χαϊδεύω, όταν προσεύχομαι, κι αν και λευκάνθηκε, δεν έχω πάψει να την αγαπώ. Χωρίς αυτή δεν θα είχα προβάλλει τόσες και τόσες παρελθούσες εικόνες μέχρι την στιγμή που αυτές αποφάσισαν να αντιστρέψουν τους ρόλους. Κακό δικό τους. Κάθομαι σιωπηλός, δεν βλέπω, δεν ακούω. Αυτό είναι το επάγγελμα μου: Σιωπή. Κι ας είμαι κρεμασμένος από τον οροφή του Κόσμου.