Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com

Εικαστικό έργο: Νίκο Πιροσμάνι

Ύψωσε τον τόνο της φωνής του υψίφωνο και μόλις από εκείνο το σημείο και πάνω δεν μπορούσε να φωνάξει, γιατί ακουγόταν περισσότερο σαν στριγγλιά, στράφηκε προς τον εαυτό του και μονολόγησε: «Άλλη μια μέρα χαμένη».

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήθελε να διαπρέψει ως τραγουδιστής του λυρικού θεάτρου, όμως όταν ανακαλύφθηκε ο φωνόγραφος απογοητεύτηκε. Ήθελα να τραγουδά διαφορετικά και μοναδικά κάθε φορά και να χάνεται η ερμηνεία του στο σύμπαν ή στο χάος. Ενώ με την νέα εφεύρεση, είχε την δυνατότητα ο κάθε ακροατής να προβαίνει σε συγκρίσεις.

Όχι ότι τις φοβόταν, γιατί είναι γεγονός ότι δεν υπολειπόταν φωνητικά και ερμηνευτικά από τους ανταγωνιστές της εποχής του. Είχαν αναφέρει και οι εφημερίδες σε πρωτοσέλιδα ότι ο κύριος Ισάακ Σίνγκερ έχει φωνή. Ε, από τότε αποφάσισε, δηλαδή από τα χρόνια των συνεχών αναφορών σε έντυπα, να θέσει πέρας εις τις ζωντανές εμφανίσεις ενώπιον κοινού. Γιαυτό, όταν του ζητήθηκε, μετά από πολλά έτη απουσίας από τα λυρικά θέατρα, να τραγουδήσει λίγες άριες του μπελκάντο, αυτός φοβήθηκε ότι από κάτω, στο κοινό, θα βρεθεί κάποιος να κρατάει φωνόγραφο.

Είχε συνηθίσει έως τώρα να χρησιμοποιεί την πειθώ της υψηλής τονικότητας, έστω και σε κατ’ οίκον ακροάσεις, όμως αυτή τη φορά το ακροατήριο είχε κόψει τ’ αυτιά του και τα είχε αντικαταστήσει με χωνιά. Χωνιά σαν κι αυτά των πρώτων παλιών γραμμοφώνων που έπαιρναν τον ήχο από την βελόνα και καθώς γυρνούσε με θόρυβο ο δίσκος πάνω στον περιστρεφόμενο άξονα ήταν σαν να έξυνε την έπαρση από την ανθρώπινη παρουσία, εξέβαλαν την κραυγή «Ελάτε μαζί μου!».

Την είχε αποστηθίσει ως προτροπή, παρ’ ότι είχε έναν τόνο διαταγής, κι αν δεν βρισκόταν η μουσική, ανάμεσα σε δύο παλλόμενα σώματα, σ’ αυτόν και στον αντίπαλο του, θα είχαν τα πράγματα εξελιχθεί όπως σε μία μονομαχία. Μόνον που τώρα οι καιροί είχαν αλλάξει και οι μονομάχοι ήταν αναρτημένοι, ανενεργοί, διακοσμητικοί σε παλιές χαλκογραφίες που κοσμούσαν τους τοίχους εις ανάμνησιν αυτού του αιματηρού αθλήματος. Αθλήματος; Είναι άθληση, μετά το πέρας ενός αγώνα, να κείτεται ο ένας από τους δύο αντιπάλους νεκρός;

Αφού είχε κατέβει από το βήμα, καθώς απογοητευμένος είχε απεκδυθεί τον μανδύα του νικητού, κατεθύνθηκε σ’ ένα υπαίθριο ταχυφαγείον, το οποίον δεν ηυρίσκετο μακριά από τον τόπο του θυιαστηρίου. Το είχαν ονομάσει θυσιαστήριον, καθόλου τυχαίως, εις ανάμνησιν της αναχωρήσεως των Ελλήνων με προορισμόν την Τροία.

Σ’ αυτόν τον ίδιο τόπο ανέβηκε η τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» κι αν οι αρχές δεν είχαν προλάβει τα μη χείρω, εκείνη η παράστασις θα είχε μείνει ιστορική εις την μνήμη των επερχομένων λόγω απουσίας κοινού. Ήτο τόση σιωπή εις το τοπίο που δεν θα μπορούσε ούτε ο πιο ευαίσθητος μετρητής έντασης της φωνής να μην θαβόταν στην ίδια την μηχανική κτίση του.

Κάποια στιγμή ανείπωτη, εσηκώθη άνεμος ούριος όπως διαβάζουμε στους χρονικογράφους των ιστιοφόρων, μόνο που τα σκάφη επειδή είχαν περάσει χρόνια από τότε που τα είχαν προσαράξει επί της αμμουδιάς, ακόμη κι αυτή η άμμος είχε εξαφανισθεί. Απογυμνωμένη από τα φυσικά της υλικά εκείνη η παραλία δεν ήταν πια όπως γνωρίζουμε τις ακτές από την παιδική μας ηλικία με κάποια γενναία δόση εξιδανίκευσης. Είχε αποξενωθεί από τις αναμνήσεις που διαμορφώνει το συλλογικό ασυνείδητο ασυναισθήτως.

Ύψωσε τον τόνο της φωνής και μόλις τον χαμήλωσε όλα τα χωνιά έπεσαν από τις θέσεις του, εκεί που κάποτε φύονταν αυτιά. Τα ‘βλεπες να κατρακυλούν προς την κατηφόρα, γιατί το ύψωμα είχε κατασκευασθεί από άριστους υψομέτρες για να μπορεί να υψώνεται η φωνή και να χάνεται προς άγνωστο κατεύθυνση. Ορισμένοι υποστήριζαν προς το απέναντι βουνό, διότι αν είχε απωλέσει την ηχώ του, καθώς την είχε αναπαραγάγει με τεχνητό τρόπο το εργοστάσιο που λειτουργούσε εις το βάθος της κοιλάδος.

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι είχαν κοπεί δίκην χειρουργείου όλα τα δέντρα του δάσους ιδιαιτέρως τα υψηλά, με την υπόσχεση ότι τα δενδρύλλια τα οποία είχαν απομείνει από ανέμου σπορά θα αποτελέσουν το μελλοντικό μεγάλο δάσος. Ουδείς τους επίστευσε, γιατί αν και ο ρήτορας των φωνογράφων μέχρι ενός σημείου προφήτευε ότι η χώρα δύναται να ζήσει και χωρίς το υλοτομημένο δάσος, η έλλειψη ακόμη και στοιχειωδών όρων επιβίωσης, η οποία σημειωτέον είχε γίνει τυρρανική, κινδύνευε να οδηγήσει σε εμφύλιο. Που σαν λέξη είχε μιά κάποια βαρύτητα όπως όλες οι λέξεις που είναι βαμμένες από αίμα, εκτός-κι αυτό είναι το παράδοξο- από το ίδιο το αίμα.

Στην τελευταία σκηνή εμφανίζεται ο Ισαάκ Σίνγκερ επί του θυσιαστηρίου, αφού έχει αναγνώσει την ευριπίδεια τραγωδία και αφού έχει αποτύχει ως αναστημένος μονωδός. Είχε κρατήσει από τον εαυτό του ις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία σε μία πόλη που συνόρευε με την πάλαι ποτέ κραταιά Λαϊκή Δημοκρατία. Καθώς δεν είχε πλέον τις δυνάμεις να διαχειριστεί την Μνήμη, αποφάσισε να εξαφανιστεί μέσα στο αποψιλωμένο δάσος. Κι όπως από τις πανύψηλες καμινάδες αναδυόταν καπνός, άρχισε να τραγουδάει τις δύο εβραϊκές μελωδίες του Μωρίς Ραβέλ. Ιδιαιτέρως το «Καντίς», λίγο προτού ένα χωνί γραμμοφώνου παίξει την ίδια σύνθεση για βιολί και βιολοντσέλο συνοδεία πιάνου.

Δεν είχε επιχειρήματα μπροστά στην καταστροφή που θα επερχόταν, γιαυτό σήκωσε το βλέμμα άνω, γιατί σε μία στιγμή κερδίζονται όλες οι ημέρες, όλοι οι μήνες, όλα τα χρόνια, όλοι οι αιώνες. Βρισκόταν ενώπιος ενωπίω, προτού το ρήμα διαρραγεί, εν στιγμιαία έκστασι. «Εκ Θεού ο Λόγος και ο Λόγος προς Θεόν», προσευχήθηκε. Κι έπεσαν όλα τα γραμμόφωνα καταγής ψάλλοντας με ανθρώπινη φωνή «Αλληλούια! Σαβαώθ!». Καρφώθηκαν στο χώμα και έμοιαζαν με κάλυκες λουλουδιών που έχουν χάσει το χρώμα της ανθοφορίας τους.

Έσκυψε από επάνω τους ο Νίκο Πιροσμάνι κι άρχιζε να ζωγραφίζει εκστατικός μια εικόνα οινοποσίας. στο μαύρο του κάρβουνου Τα μουσικά όργανα ήταν απόντα και οι συμποσιαστές είχαν αφήσει να παίζει ένας δίσκος στο γραμμόφωνο με γεωργιανές λαϊκές μελωδίες. Τον πλησίασε ο Ισαάκ Σίνγκερ τον αγκάλιασε και άρχισε να τραγουδάει, αν και δεν γνώριζε την γλώσσα του.

Έπεσε πάνω στον πίνακα, κι όπως τα λάδια ήταν ακόμη φρέσκα, του ζητούσαν να γίνει ένα μ’ αυτά. Αίφνης φύσηξε ένας άνεμος αγνώστου κατευθύνσεως και στροβολιζόμενος είχε σχηματίσει ένα πελώριο χωνί που υπερίπτατο του πίνακος. Ο Ισαάκ Σίνγκερ ανέβαινε πάνω σε μία έγχορδη στήλη που την έπαιζε ο μελωδός του σύμπαντος. Ο Νίκο Πιροσμάνι άκουγε και σιωπούσε.