Μισέλ Πικολί: ένας θρύλος του γαλλικού κινηματογράφου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Από τον συγγραφέα που αναλαμβάνει να γράψει σενάριο με θέμα τον Οδυσσέα στην ταινία «Περιφρόνηση» (1963) του Ζαν Λικ Γκοντάρ μέχρι τον ρόλο του πάπα στην ταινία «Έχουμε πάπα!» (2012) του Νάνι Μορέτι, ο Γάλλος ηθοποιός Μισέλ Πικολί που πέθανε σε ηλικία 94 χρονών, κατάφερε να δείξει, σε μια σειρά ρόλους, είτε ως καρατερίστας, είτε ως πρωταγωνιστής, τη μεγάλη γκάμα του ταλέντου του, που δίκαια του χάρισε τον τίτλο του «ιερού τέρατος» του γαλλικού σινεμά.

Στις περισσότερες από 100 ταινίες στις οποίες έπαιξε, όχι μόνο γαλλικές αλλά και ιταλικές, ισπανικές, πορτογαλικές ακόμη και ελληνικές, γυρισμένες από διάσημους σκηνοθέτες, ο Πικολί θα ερμηνεύσει δεκάδες διαφορετικούς, πάντα με την ίδια δύναμη και ζωντάνια, ρόλους.

 

“Έχουμε πάπα”

Ανάμεσα στους σημαντικούς αυτούς ρόλους αξίζει ν’ αναφέρω: τον πλούσιο κύριο Μοντρέιγ στην υπηρεσία του οποίου εργάζεται η καμαριέρα της Ζαν Μορό στο «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας» του Λουίς Μπουνιουέλ, τον σοβιετικό κατάσκοπο στο «Τοπάζ» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον οικογενειακό φίλο της ηρωίδας που ερμήνευε η Κατρίν Ντενέβ στην «Ωραία της ημέρας» του Μπουνιουέλ, τον Μαρκησίο Ντε Σαντ στον «Γαλαξία» και πάλιν του Μπουνιουέλ, τον βιομηχανικό σχεδιαστή στην ταινία «Ο Ντίλιντζερ πέθανε» του Μάρκο Φερέρι, τον ντετέκτιβ στην ταινία «Η τροτέζα και οι διαρρήκτες» του Κλοντ Σοτέ, τον ιερέα στον «Πειρασμό» του Φερέρι, τον υπουργό στην «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» του Μπουνιουέλ, τον πολυφαγά που τρώει κυριολεκτικά μέχρι σκασμού στο «Μεγάλο φαγοπότι» του Φερέρι,\.

Και ακόμα: Τον αντιδήμαρχο στον «Ματωμένο γάμο» του Κλοντ Σαμπρόλ, τον καουμπόη Μπούφαλο Μπιλ στο «Μην αγγίζετε τη λευκή γυναίκα» του Φερέρι, τον ανακριτή στο «Λάθος» του Πέτερ Φλάισμαν, τον γιατρό στα «Επτά εγκλήματα κατ’ εντολήν» του Ζακ Ρουφιό, τον πρωθυπουργό Μόρο στο «Todo modo» του Έλιο Πέτρι, τον δικαστή στο «Πήδημα στο κενό» του Μάρκο Μπελόκιο, τον διευθυντή του καζίνο στο «Ατλάντικ Σίτι» του Λουί Μαλ, τον Λουδοβίκο 16ο στη «Νύχτα της Βαρέν» του Ετορε Σκόλα, τον κτηματία στην ταινία «Ο Μιλού τον Μάη» του Μαλ, τον ζωγράφο στην «Ωραία καβγατζού» του Ζακ Ριβέτ, τον ηλικιωμένο ηθοποιό στο «Επιστρέφω σπίτι» του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, ακόμη και τον βασιλιά Λιρ σε τηλεοπτική ταινία. Χωρίς να ξεχνάμε το ρόλο του Σπύρου στην ταινία «Η σκόνη του χρόνου» του δικού μας Θόδωρου Αγγελόπουλου.

«Περίμενα εδώ και χρόνια να παίξω το ρόλο του πάπα», μου είχε εξομολογηθεί ένας γεμάτος ζωντάνια κι ενθουσιασμό παρά τα 86 τότε χρόνια του, Μισέλ Πικολί στη συνάντησή μας το 2011 στα πλαίσια του φεστιβάλ των Κανών όπου συμμετείχε η ταινία «Έχουμε πάπα!». «Και να που το πέτυχα με τον Νάνι (Μορέτι). Δεν είναι κάτι το εκπληκτικό; Μου αρέσει να παίζω, με την πιο ευγενική έννοια της λέξης, όχι από έπαρση. Όλοι παίζουμε στο επάγγελμά μας, ο ποδοσφαιριστής, ο πολιτικός. . .”

“Είναι πάρα πολλοί οι ηθοποιοί στον κόσμο, δεν συμφωνείτε; Ακόμη κι ο συγγραφέας παίζει. Και ένας φούρναρης. Στέκεται μπροστά στο κοινό του και του λέει πως έχει κάνει το καλύτερο ψωμί. Πρέπει να πείσει τις γυναίκες και τους άντρες που πάνε να αγοράσουν το ψωμί του. Παίζει κι αυτός. Και ο πάπας παίζει ένα ρόλο. Θα ήθελα να μπορούσα να είχα μια μικρή, μυστική συνάντηση με τον πάπα. Όταν θα έχει δει την ταινία. Ελπίζω να τη δει. Αν δεν την δει, ας πάει εκεί που ξέρεις… Ο Πολωνός πάπας θα την είχε δει. Εκείνος ήταν ο ίδιος και ηθοποιός και συγγραφέας πριν γίνει πάπας. Όλοι αυτοί παίζουν πολύ περισσότερο από τους ηθοποιούς.»

«Αυτή τη στιγμή η θρησκεία σ’ όλο τον κόσμο βρίσκεται σε πόλεμο», μου ανάφερε. «Τώρα υπάρχει και ο οικονομικός πόλεμος. Είναι κρίμα που τώρα, στην Ιταλία, με τον οικονομικό πόλεμο, δεν υπάρχει ένα πολιτικός αρκετά δυνατός και έξυπνος για να πετάξει έξω τον κύριο Μπερλουσκόνι. Αυτό είναι τρομερό!» Ο ίδιος όμως δεν θα αναλάμβανε ποτέ, όπως μου τόνισε, να ερμηνεύσει τον Μπερλουσκόνι στην οθόνη. «Δεν θα το έκανα ποτέ, γιατί αυτό θα ήταν χυδαίο, δεν θέλω να παίξω αυτό τον γκάνγκστερ του χρήματος, τον γκάνγκστερ της πολιτικής, τον γκάνγκστερ του ιταλικού λαού. Θα έπαιζα οποιονδήποτε εκτός από τον κύριο Μπερλουσκόνι.»

Τη συνεργασία του με μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Μπουνιουέλ, ο Ολιβέιρα, ο Φερέρι, ο Χίτσκοκ, ο Λουί Μαλ, ο Σαμπρόλ, ο Κλοντ Σοτέ, ο Ελιο Πέτρι, ο Πικολί δεν την αποδίδει απλά στην τύχη. «Έκανα», όπως μου είπε, «ότι μπορούσα για να είμαι ηθοποιός των εκκεντρικοτήτων για να μπορώ να εργαστώ με εκκεντρικούς σκηνοθέτες. Εκκεντρικότητες όλων των ειδών, πολιτικές, ερωτικές, όλες τις εκκεντρικότητες που μπορείς να φανταστείς.» Για να συνεχίσει, εξηγώντας μου τις εκκεντρικότητες του Ολιβέιρα: «Είναι άνθρωπος που φτιάχνει ταινίες πάντα με πρόσωπα πολύ μυστικά, πολύ σεμνά, πολύ αυστηρά.

“Στις ταινίες του Ολιβέιρα δεν υπάρχει ποτέ καμιά χυδαιότητα. Έχει μια κουλτούρα κινηματογραφική και όχι μόνο που του επέτρεπε να ακολουθεί ένα δρόμο, καθόλου εύκολο, για να γυρίζει τις ταινίες του”. Η συνεργασία του αυτή με σκηνοθέτες από Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και άλλου, καθώς και η ομιλία του σε άλλες γλώσσες ήταν για τον ηθοποιό «μια ακόμη άσκηση. “Σου επιτρέπει να μπαίνεις σ’ ένα κόσμο που δεν είναι δικός σου αλλά θα ήθελες να είσαι εκεί. Επίσης σου επιτρέπει να ταξιδεύεις. Να γνωρίσεις άλλες καλλιτεχνικές νοοτροπίες εκτός από τις γαλλικές. Να γνωρίσεις τις ιταλικές, τις ισπανικές, τις πορτογαλικές, όλες εκπληκτικές νοοτροπίες.»

Για τον ηθοποιό υπάρχουν πολλές από τις ταινίες του που αγαπά για κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Ανάμεσά τους και «Ο Ντίλιντζερ πέθανε» του Μάρκο Φερέρι, όπως μου αποκάλυψε. «Όλα ξεκίνησαν μια μέρα που εκείνος ήξερε ότι γύριζα ήδη ταινία με τον Αλέν Καβαλιέ. Καθόμουν σ’ ένα καφενείο και με πλησίασε και μου είπε (και άρχισε να τον μιμείται): «Θα ήθελα να σας μιλήσω». Του είπα, «Βέβαια κύριε Φερέρι αλλά τώρα γυρίζω». «Πολύ καλά», μου απάντησε, «να συναντηθούμε αύριο». Την επομένη συναντηθήκαμε στο καφέ και μου έδωσε δυο σελίδες και μου είπε να τις διαβάσω. Τις διάβασα και τον ρώτησα: Θέλετε να γυρίσετε ταινία μ’ αυτό; Que si, μου απάντησε. Εσείς; Si του απάντησα κι εγώ. Bene, μου λέει, θα τα πούμε αργότερα, arrivederci. Τελικά φτιάξαμε την ταινία, Dillinger e morto. Με εκείνο το σενάριο έφτιαξε μια εκπληκτική ταινία! Ποτέ δεν μου είπε πώς έπρεπε να παίξω, αν θα έπρεπε να ήμουν χαρούμενος ή λυπημένος…

“Τα μόνα που έλεγε ήταν motore, bene… Από τότε τον λάτρεψα. Σκηνοθετούσε χωρίς να λέει καμιά λέξη, χωρίς καμιά εξήγηση. Ήταν κάτι το εκπληκτικό. Αλλά ο Φερέρι ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Γι’ αυτόν αρκούσε το ότι ήμουν καλός ηθοποιός. Δεν χρειαζόταν να μου πει τίποτα. Έφτανε ένα καλό σενάριο και μια καλή σκηνοθεσία. Ολες οι ταινίες του ήταν έτσι. Μπορεί με τους άλλους ηθοποιούς, τον Μαστρογιάνι, τον Τονιάτσι, να τους εξηγούσε, δεν ξέρω. Σε μένα πάντως δεν έλεγε τίποτα. Ήταν ένας πανέξυπνος, παθιασμένος δημιουργός που δεν χρειαζόταν να εξηγήσει τίποτα. Αν πρέπει να πεις σ’ ένα κορίτσι, σ’ αγαπώ, τι χρειάζεται να σου εξηγήσει, λες, σ’ αγαπώ, και αυτό αρκεί, δεν συμφωνείς;»

Δυστυχώς, ο Πικολί δεν μπόρεσε να φτάσει την ηλικία του Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, όπως το ήλπιζε, και το ανάφερε, τότε, γελώντας («Είμαι τυχερός που ζω ακόμη, είμαι ενεργός κι ελπίζω να φτάσω τα 103 όπως ο Ολιβέιρα»), πάντως μέχρι τα 94 που κατόρθωσε να φτάσει, ο Πικολί έδειξε πως είχε τη δύναμη και την επιμονή να αναδείξει, μέσα από τους πολύμορφους ρόλους του, τόσο ανθρώπους εμπνευσμένους και ιδεαλιστές όσο και ανθρώπους φιλήδονους, κακούς και αποτυχημένους, την ουσία ακριβώς εκείνη που τον καθιέρωσε ως αληθινό θρύλο του κινηματογράφου.