Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, που σήμερα έκλεισαν δέκα χρόνια από το θάνατο του, τον γνώρισα για πρώτη φορά στις Κάνες το 1975 όταν προβλήθηκε η ταινία του, «Ο θίασος» – τότε έμενα ακόμη στο Λονδίνο, όπου είχα καταφύγει στη διάρκεια της δικτατορίας μαζί με τη γυναίκα μου.

Ήταν στην επίσημη πρώτη της προβολής της ταινίας στο «Star», τον κινηματογράφο όπου προβάλλονταν τότε οι ταινίες του «Δεκαπενθημέρου των Σκηνοθετών». Η ταινία του δεν συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ (όπως και ταινίες άλλων γνωστών σκηνοθετών (Βίντερς, Χέρτσογκ, Σκορσέζε, Οσίμα), επειδή οι ταινίες του διαγωνιστικού επιλέγονταν από το επίσημο κράτος της κάθε χώρας και όχι από τον διευθυντή του φεστιβάλ.

Από την επόμενα όμως χρόνια, και ακριβώς εξαιτίας της εκπληκτικής επιτυχίας του «Θίασου», το σύστημα άλλαξε, χάρη στην απόφαση του τότε διευθυντή Ζιλ Ζακόμπ, να αναλάβει ο ίδιος την επιλογή των ταινιών και όχι τα διάφορα κράτη.

Παρακολούθησα τη βραδινή προβολή του «Θίασου», από τις 8 το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα, σε μια υπερπλήρη αίθουσα, συνεπαρμένος και έκπληκτος για μια τόσο εμπνευσμένη και πρωτότυπη τοιχογραφία της πρόσφατης ιστορίας της Ελλάδας, μαζί, πρέπει να τονίσω, με ένα παρόμοια με μένα συνεπαρμένο, και παρά την τετράωρη διάρκεια της, κοινό.

Στο τέλος της προβολής, κι ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής, ακολούθησαν θερμά χειροκροτήματα. Η θερμή αντιμετώπιση συνεχίστηκε και έξω από την αίθουσα, με πρόσωπα του χώρου να χαιρετούν από κοντά και να ασπάζονται τον Θοδωρο. Το πιο εκπληκτικό όμως ήταν όταν είδα τον Βέρνερ Χέρτσογκ, που εκείνες τις μέρες είχαμε δει και δική του ταινία στο «Δεκαπενθήμερο», να γονατίζει και να κάνει υποκλίσεις στον Θόδωρο αποκαλώντας τον «μετρ».

Επειδή μου άρεσε τόσο πολύ η ταινία, και φοβούμενος πως δεν θα μου δίνονταν η ευκαιρία να τη ξαναδώ (μια και στην Αγγλία πολύ σπάνια διανέμονταν ελληνικές ταινίες), αποφάσισα να την δω και να την απολαύσω σε μια ακόμη προβολή. Ευτυχώς, την επόμενη μέρα, χάρη στη δημοσιογραφική μου διαπίστευση, μπόρεσα να ξαναμπώ στην αίθουσα, στην προβολή της ταινίας από τις 10 το βράδυ ως τις 2 το πρωί, και να την ξαναδώ, παρόλο που στη διάρκεια εκείνης της μέρας είχα κιόλας δει άλλες πέντε ταινίες!

Με τις ταινίες του Θόδωρου κάνουμε ένα μεγάλο ατελείωτο ταξίδι: από τη μια, ταξίδι εσωτερικό στον εαυτό μας, στη ψυχή του σύγχρονου Έλληνα, και, από την άλλη, ταξίδι εξωτερικό, στην ιστορία, στο χρόνο, στον τόπο (την Ελλάδα, τα Βαλκάνια αλλά και τη υπόλοιπη Ευρώπη), ταξίδι στο μύθο, το θέατρο, τη ζωγραφική, τη μουσική (ναι, την έξοχη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου), την πολιτική, τον ίδιο τον κινηματογράφο, στα πρώτα του βήματα (φτάνει να θυμηθούμε το φιλμ των αδερφών Μανάκη στο Βλέμμα του Οδυσσέα).

Ένα ταξίδι ταυτόχρονα στη φαντασία και την ποίηση, αλλά και τη γενικότερη κρίση που περνάμε σήμερα (εκεί που στόχευε ο Θόδωρος στη νέα του, ανολοκλήρωτη ταινία), ταξίδι δοσμένο με όλη τη γλώσσα, την τόσο πλούσια και σύνθετη, που μας προσφέρει ο κινηματογράφος, ταξίδι για να μας οδηγήσει μέσα από το δικό του παράθυρο όχι απλά στο όνειρο, όπως έλεγε ο Μπουνιουέλ, αλλά σε μια άλλη πιο ισχυρή, συχνά οδυνηρή, αλλά
αληθινή, πραγματικότητα, στην οποία το όνειρο και η ποίηση έχουν τη δική τους, ξεχωριστή θέση.

Η κλασική τριλογία του, «Μέρες του 36», «Ο θίασος» και «Οι κυνηγοί» (με την οποία ασχολήθηκε και σε ένα ωραίο ντοκιμαντέρ του ο Δημήτρης Μακρής) στρέφεται σε μιαν άλλη, κρυμμένη, πλευρά της Ιστορίας, όχι στην επίσημη πλευρά που μας μαθαίνουν στα σχολεία, αλλά την άλλη αληθινή πλευρά της, αυτή που χρειάζεται να γνωρίζει κάθε Έλληνας. Για να μας αποκαλύψει την Ιστορία εκείνη που τρομάζει την άρχουσα τάξη, η οποία προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να την κρύψει – αυτό που έκανε για την άλλη πλευρά της αμερικανικής ιστορίας στο βιβλίο του «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» ο Χάουορντ Ζιμ.

Ορισμένοι αναφέρουν πως ο Αγγελόπουλος επηρεάστηκε από τον Μίκλος Γιάντσο και τον Αντονιόνι, λες και η επίδραση είναι κάτι το κακό. Αν κοιτάξουμε στην ιστορία της εξέλιξης του κινηματογράφου, όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί του από κάπου ξεκίνησαν. Ο Γκρίφιθ μελέτησε τις ταινίες του Έντουιν Πόρτερ και την «Καμπίρια» του Τζοβάνι Παστρόνε, για να φτιάξει τα μεγάλα αριστουργήματά του, ο Αϊζενστάιν και ο Πουντόβκιν εκείνες του Γκρίφιθ, ο Όρσον Γουέλς εκείνες του γερμανικού εξπρεσιονισμού, o Μπέλα Ταρ ίσως αυτές του Θόδωρου, και πάει λέγοντας.

Οι ταινίες του Αγγελόπουλου ξεκινούν από τον ιταλικό ρεαλισμό της δεκαετίας του ’60, που ήταν συνέχεια και μια ανάπτυξη σε βάθος, του νεορεαλισμού (βλέπε την «Αναπαράσταση»), ρεαλισμό με κοινωνική, συχνά πολιτική, ματιά που ανέπτυξαν σκηνοθέτες όπως οι Φραντσέσκο Ρόζι, Έτορε Σκόλα, Μικελάντζελο Αντονιόνι, οι αδερφοί Ταβιάνι, για να τον φέρουν πιο κοντά στις ταινίες του Αντονιόνι και το έργο του Μπρεχτ, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά την αποστασιοποίηση.

Ή ακόμη οι σκηνές με τα ίδια πρόσωπα που περνούν μέσα από το ίδιο πλάνο σε μια αλλαγή χρόνου και χώρου, όπως συναντάμε στις «Άγριες φράουλες» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Εκείνο όμως που κατάφερε ο Θόδωρος είναι να φτιάξει πλάνα σεκάνς με τη δική του, ξεχωριστή, εντελώς προσωπική, σφραγίδα.

Φτάνει να θυμηθούμε το πλάνο σεκάνς στο «Θίασο». Μέσα από αυτό το πλάνο, με τους διάφορους χορούς και τα τραγούδια, περνάνε 30 χρόνια ιστορίας, ξεκινώντας από την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, περνώντας από τις ξένες επεμβάσεις (το τραγούδι για τον Σκόμπι) και φτάνοντας ως το παρακράτος της Δεξιάς και τη δικτατορία με τον τελευταίο χορό των αντρών που κλείνει το εκπληκτικό αυτό πλάνο – και που σήμερα αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα με τη Χρυσή Αυγή.

Ένα πλάνο που μόνο ένας ιδιοφυής άνθρωπος μπορούσε να συλλάβει και να στήσει με αυτό τον τρόπο. Πλάνο που εκθείασαν σκηνοθέτες όπως ο Αντονιόνι, ο Μπερτολούτσι, ο Χέρτσογκ, ακόμη και ο Κουροσάβα (ο οποίος, μάλιστα, κάθε φορά που συναντιόμασταν για να του πάρω συνέντευξη, με ρωτούσε να μάθει τι κάνει ο Θόδωρος). Τέτοια εξαιρετικά πλάνα, όπως αυτό στο Θίασο, είναι σκορπισμένα σε ολόκληρο το έργο του, από τις «Μέρες του 36» και τους «Κυνηγούς» ως «Το λιβάδι που δακρύζει» και «Η σκόνη του χρόνου».

Όπως και ο ποιητής Σολωμός αγόραζε λέξεις για να γράψει τα ποιήματα του, στην ταινία, «Μια αιωνιότητα και μια μέρα», έτσι και ο Αγγελόπουλος, στις ταινίες του, συλλέγει ιδέες και εικόνες, για να φτιάξει τα δικά του, εκπληκτικά, ανεπανάληπτα, ποιητικά, ταυτόχρονα πολιτικά, έργα του. Έργα που παραμένουν ζωντανά και επίκαιρα και μετά από τόσα χρόνια και που θα μας συντροφεύουν για μια αιωνιότητα και μια μέρα.