Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Μετά την απώλεια (και) του Στρατή Χαβιαρά, μήπως είναι η στιγμή να μπουν ορισμένα πράγματα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας στη θέση τους ή είναι ακόμη νωρίς; Δεν θ’ αποφύγω την απάντηση, αλλά σκέφτομαι να την αναβάλλω για το μέλλον. Είναι δύσκολο, όταν ακόμη το χώμα είναι νωπό, να προβαίνεις σε αποτιμήσεις. ‘Οχι γιατί φοβάσαι την αδικία, ούτε γιατί παροιμιακώς ο νεκρός δεδικαίωται. ‘Ομως η κοινοτοπία της ψυχραιμίας, ακόμη κι αν ακούγεται ως δικαιολογία, δεν παύει να έχει την ισχύ τού εις αύριον.

Ο Στρατής Χαβιαράς ανήκει στην παράδοση των εμιγκρέ συγγραφέων, με κυριότερους εκπροσώπους από τους παλαιούς που δεν πάλιωσαν, τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (Ζαν Μωρεάς), τον Νικόλαο Επισκοπόπουλο (Νικολά Σεγκύρ), τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο.

Από τους σύγχρονους «προλετάριους», αρκεί να θυμηθούμε τον «Σουηδό» Θοδωρή Καλλιφατίδη. ‘Εφυγαν από την Ελλάδα, όχι γιατί το επέλεξαν, περισσότερο ως διέξοδο από την ασφυκτική μεταπολεμική Ελλάδα που το καθεστώς των νικητών είχε στοχοποιήσει τους νικημένους της Νικηφόρας Επανάστασης.

Συνοδεύοντας τον ελληνιστή και ελληνικής καταγωγής Κίμωνα Φράιερ (Καλογερόπουλο) κατέπλευσε προς την Αμερική, βοηθώντας τον στην μετάφραση της καζαντζάκειας «Ασκητικής» και της αλληλογραφίας του μέντορά του με τον διεθνώς πολυδιαβασμένο συγγραφέα. ‘Ηταν ένα λαϊκό παιδί, το οποίο εργαζόταν ως οικοδόμος, προερχόταν από αριστερή μικρασιατική οικογένεια που είχε ζήσει στο πετσί του τον διωγμό.

Από το 1959 που πρωτοπάτησε το πόδι του στην νέα ήπειρο ώς το 2000, χρονιά που συνταξιοδοτήθηκε ως βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, δεν άλλαξε από μέσα κι απ’ έξω. Παρέμεινε πάντα το ευγενικό, συνεσταλμένο, ταπεινό πρόσωπο πίσω από τα φωτεινά μάτια του και δειλό χαμόγελό του.

Αποχαιρετισμός στο παλιό του εαυτό

Τα ποιήματά του δεν τα έχω πρόχειρα για να ανατρέξω, όμως δεν έμεινε σ’ αυτά ούτε ο ίδιος, αφού έγινε Αμερικανός συγγραφέας γράφοντας στ’ αγγλικά τα δύο μυθιστορήματα του «’Οταν τραγουδούσαν τα δέντρα» και «Τα ηρωϊκά χρόνια», στα οποία διεκτραγωδούσε την ενηληκίωσή του στην Ελλάδα υπό γερμανική κατοχή.

Μετά δεν ξανάγραψε, παρέμεινε ο συγγραφέας δύο βιβλίων διαμόρφωσης, όπου η αυτοβιογραφία φλερτάρει με τον επικήδειο της μυθοπλασίας. Γιατί θάβοντας μέσα στην λογοτεχνία την αδιαμόρφωτη προσωπικότητα που ήταν κάποτε, αποχαιρετούσε τον παλιό εαυτό του. Η συγγραφή υπήρξε μία απόπειρα να ξεχάσει και να ξεχαστεί, ώστε να αναδυθεί έμπλεως μνήμης ο καινούργιος Αμερικανός πολίτης.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του προτίμησε να τα ζήσει ως ένας επαναπατρισμένος ο οποίος ίδεν άστεα και νόον έγνω. Προσπάθησε με την προσφορά του δασκάλου να καλύψει την αδυναμία των νεότερων συνελλήνων του, αυτό που στερήθηκε ο ίδιος κατά τη δεκαετία του ’50. Με το να μεταφυτεύσει εις την πατρίδα τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, αποπειράθηκε να πειραματιστεί πάνω στα όρια της γνώσης και της πρόσληψης της λογοτεχνίας, ελλληνικής και ξένης, με τους κώδικες και τα σημεία της.

‘Εσβησε μέσα στα ούζα και στ’ εγγλέζικα

Ο Μορεάς και ο Σεγκίρ, μετά την αυτοεξορία τους, παρέμειναν μέχρι το τέλος στην δεύτερη γλώσσα, αφήνοντας πίσω της την εποχή της αυτοδιαμόρφωσής τους, χωρίς να ξεχάσουν ποτέ ότι η πρωτογενής ύλη των βιβλίων είχε την καταγωγή της ελληνικό πολιτισμικό περιβάλλον ή αν προτιμάτε στα κείμενα του.

Ο Χρηστομάνος απέτυχε στο θέατρο, γιατί νωρίς πολύ νωρίς, μεταφέρει στην επαρχιακή Αθήνα το δυτικό μοντέλο των θεατρικών παραστάσεων. Με την «Κερένια κούκλα» ατοτιμωρήθηκε και τιμώρησε, μέσα από τους λαϊκούς ήρωες του, τους «αντιπολιτευόμενους» συναστούς.

Ο Καλλιφατίδης επιχείρησε να ξαναγράψει στην ελληνική, αναζητώντας να ξαναβρεί τις αρθρώσεις της αντιμετωπίζοντάς την ως την μητρική που έπρεπε να ξαναθυμηθεί γραφοντάς την. Ο Στρατής Χαβιαράς πήρε από αποστάσεις από την μετανάστευση, απαγγέλοντας τους ελυτικούς στίχους «έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα,/θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού, όπου όλα/τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους.»