Του δρ Συμεών Σολταρίδη

Μετά από την παράθεση ιστορικών στοιχείων γύρω από την ίδρυση και τις συνθήκες λειτουργίας του σχολείου, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εφορία στην προσπάθειά της να προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, σημασία έχουν οι μαρτυρίες ορισμένων από τους διατελέσαντες εκπαιδευτικούς αλλά και μαθητών και μαθητριών που φιλοξενήθηκαν στο ίδρυμα και φοίτησαν στο σχολείο.

Η διευθύντρια του σχολείου Μαρίκα Χάτσου στο βιβλίο της «Η πορεία και το τέλος του Εθνικού Ορφανοτροφείου Πριγκήπου» αναφερόμενη στην μεταφορά των παιδιών στα Μοναστήρια σημειώνει: «Κάτω από δύσκολες συνθήκες με την εργατικότητα και την καλή συνεργασία του προσωπικού συνεχίζαμε το βαρύ έργο. Οι συνθήκες διαβίωσης μέρα με την μέρα γίνονταν και πιο δύσκολες, η παλαιότητα του κτιρίου με το πέρασμα του χρόνου δίχως καμία συντήρηση δημιουργούσε και αυτή προβλήματα. Αφότου στεγάσθηκαν τα παιδιά στις Μονές, αφόρητα δυσχερείς ήταν οι παγωμένες χειμωνιάτικες ημέρες, όταν χιόνιζε και το κρύο ήταν δριμύ και μόνο η τραπεζαρία τις ώρες του φαγητού και η αίθουσα συγκεντρώσεων ήταν δυνατόν να θερμαίνονται όπου γίνονταν και τα σπουδαστήρια.

Μαρτυρικές και οι νύχτες, να κοιμούνται τα παιδιά στους παγωμένους κοιτώνες, όπου εισχωρούσε ο παγερός αέρας απ’ όλα τα σημεία του παλιού κτιρίου, σκεπασμένα με τρεις και τέσσερις μάλλινες κουβέρτες, να ξυπνούν το πρωί μέσα στην παγωνιά, να πλένονται μέσα στο κρύο και στη συνέχεια να διανύουν πεζή τη μακρινή απόσταση για το σχολείο, επειδή οι άμαξες δεν λειτουργούσαν από την ολισθηρότητα των δρόμων».

Ο Γιάννης Καλαμάρης, δάσκαλος τότε στο σχολείο του Ορφανοτροφείου, δήλωσε «Στο ίδρυμα αυτό της «Στέγης της Αγάπης» διορίσθηκα τον Νοέμβριο του 1955 σαν δάσκαλος. Υπηρέτησα τα παιδιά και πρόσφερα σε αυτά όλη την αγάπη μου». Συγκινημένος είπε «Ήταν χρόνια δύσκολα, κουραστικά , αλλά ευχάριστα διότι πρόσφερες στο παιδί που σε είχε ανάγκη. Και στο πέρασμα του χρόνου χαιρόσουν με τις επιτυχίες αυτού του παιδιού. Πολλά παιδιά μας σήμερα είναι γιατροί, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, επιχειρηματίες κλπ. Ο αγώνας αυτός συνεχίσθηκε στον λόφο επάνω μέχρι το 1961. Από την χρονιά αυτή και μέχρι το 1964 υπηρέτησα και σε άλλα μέρη χωρίς όμως να εγκαταλείπω την επονομαζόμενη «στέγη της αγάπης», το σχολείο του Ορφανοτροφείου».

Ο Αριστοτέλης Μητράρας, σήμερα, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Ίμβριος στην καταγωγή, βρέθηκε στο Ορφανοτροφείο της Μονής του Αγίου Νικολάου και παρακολούθησε μαθήματα στην Αστική Σχολή Πριγκήπου μαζί με τους άλλους μαθητές και μαθήτριες. Η αιτία της άφιξης του στην Πρίγκηπο ήταν το κλείσιμο του σχολείου της Παναγίας, της Κεντρικής Σχολής, από τις Αρχές και «η αυστηρή εφαρμογή του νόμου της διαδικασίας των μαθημάτων να γίνεται στην Τουρκική γλώσσα». Οδήγησε στον περιορισμό των ωρών διδασκαλίας στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να κλείσει στην Παναγία, την πρωτεύουσα της Ίμβρου, η Κεντρική Σχολή.

Όπως σημειώνει «η δίψα για μάθηση και μόρφωση και κυρίως η επιθυμία ανατροφής των Ιμβρίων με την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό, ψυχολογικά και οικονομικά στοίχισε ακριβά στις οικογένειες των νησιωτών. Πριν την έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς(αρχές Σεπτεμβρίου), οι οικογένειες των Ιμβρίων έστελναν τα παιδιά τους στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσουν κι αυτά επέστρεφαν στο νησί τους με τη λήξη των μαθημάτων (τέλη Ιουνίου). Από την δεκαετία του 1970 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ένας μεγάλος αριθμός μαθητών φοίτησε σε σχολεία της Κωνσταντινούπολης. Ορισμένες οικογένειες οικονομικά ανίσχυρες, έστελναν τα παιδιά τους σε οικοτροφεία – ορφανοτροφεία, (όπως τα δύο ορφανοτροφεία της Πριγκήπου, στον λόφο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού και του Αγίου Νικολάου), περιορίζοντας έτσι τις τεράστιες δαπάνες από τα γλίσχρα έσοδά τους».

Αναφερόμενος στην μετάβασή του στην Μονή του Αγίου Νικολάου είπε «Γεννήθηκα το 1962 στην πρωτεύουσα της Ίμβρου, την Παναγία και στην συνοικία που ονομάζεται Φραντζή. Εγώ προσωπικά δεν σπούδασα σε σχολείο της Ίμβρου, καθώς η ελληνική εκπαίδευση στο νησί είχε απαγορευτεί από το 1964. Έκτοτε έκλεισαν τα επτά (7) ελληνικά σχολεία όλων των βαθμίδων, που εκείνο το διάστημα αριθμούσαν συνολικά περίπου 700 μαθητές σε μια ακμάζουσα τότε κοινότητα σχεδόν 8000 Ιμβρίων.

Ο πατέρας μου κάθε χρόνο στις αρχές του Σεπτέμβρη μετέφερε όλα τα παιδιά του στην Κωνσταντινούπολη. Όταν έγινα κι εγώ πέντε (5) ετών ακολούθησα κι εγώ τα βήματα των μεγαλύτερων μου τριών αδελφών. Δεν θυμάμαι πώς πήγαμε για πρώτη φορά στην Πρίγκηπο, δεν έχω επίσης κάποια εικόνα πώς φθάσαμε στο ορφανοτροφείο της μονής του Αγίου Νικολάου ούτε και τις πρώτες εντυπώσεις μου σε αυτό το ίδρυμα. Αργότερα, από όσα μου εξήγησαν τα μεγαλύτερα μου αδέρφια, έμαθα πως όταν έκλεισαν το 1964 το μεγάλο ορφανοτροφείο της Πριγκήπου στον λόφο του Σωτήρος Χριστού, τα κορίτσια φιλοξενήθηκαν αρχικά στην ομώνυμη μονή, ενώ τα αγόρια φιλοξενήθηκαν στο ορφανοτροφείο του Αγίου Νικολάου. Μπαίνοντας από την πόρτα, ανέβαινες αρκετά σκαλοπάτια. Στο ισόγειο του δεξιού κτιρίου βρισκόταν η τραπεζαρία όπου γευματίζαμε όλοι μαζί και στον επάνω όροφο ήταν οι κοιτώνες των κοριτσιών. Στο αριστερό υπήρχαν οι κοιτώνες των αγοριών και στον πάνω όροφο το σπουδαστήριο».

Σε άλλο σημείο σημειώνει «Στο τρίτο επίπεδο υπήρχαν δύο μεγάλα στάδια όπου παίζαμε παιχνίδια και κάναμε διάφορα αθλήματα. Λέγοντας για αθλήματα και παιχνίδια μου άρεσε να παίζω περισσότερο βόλεϊ παρά ποδόσφαιρο. Αυτή η αγάπη προς το βόλεϊ διαρκεί ακόμη και σήμερα. Επίσης, ένα αγαπητό μου παιχνίδι ήταν το τσέρκι, θυμάμαι ότι έπαιζα με τις ώρες στα μεγάλα διαλείμματα. Ακόμα, πλάι στον ναό του Αγίου Νικολάου υπήρχε μια χωματένια αλάνα όπου παίζαμε μπίλιες (βόλους).

Επιπλέον, μου άρεσε να παίζω με τα κουκουνάρια (çam fıstığı). Θυμάμαι πως στο δεύτερο επίπεδο υπήρχε ένα δέντρο κουκουναριάς. Ξυπνούσα νωρίς το πρωί και έβγαινα έξω πριν από όλα τα άλλα παιδιά για να μαζέψω κουκουνάρια που είχαν πέσει χάμω. Είχα παρατηρήσει πως ερχόντουσαν τα κοράκια άνοιγαν με το ράμφος τους τις κουκουνάρες και όσα κουκουνάρια δεν μπορούσαν να σπάσουν το σκληρό κέλυφος τους τα άφηναν να πέσουν στο έδαφος. Τέλος, παίζαμε και μακριά γαϊδούρα».

Με μια συγκινησιακή φόρτιση και γράφοντας για τις εξόδους του, κατόπιν αδείας, είπε « Άλλη μία έξοδος μας ήταν η ομάδα που είχαμε δημιουργήσει για να ψάλουμε τα κάλαντα στις γιορτές των Χριστουγέννων. Φυσικά η ίδια ομάδα έβγαινε και κατά την περίοδο του Πάσχα. Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, επισκεπτόμασταν τα σπίτια των Πριγκηπιανών αλλά πηγαίναμε και στην Κωνσταντινούπολη και λέγαμε τα κάλαντα σε ρωμαίικες επιχειρήσεις. Περισσότερο θυμάμαι το Baylan στο Karaköy και το İnci στο Πέραν. Γυρίζαμε στο ορφανοτροφείο με τσουβάλια γεμάτα από τσουρέκια, γλυκά, σοκολάτες και διάφορα άλλα καλούδια αλλά και παιχνίδια.

Πέρασαν τα χρόνια. Μεγάλωσα. Πήγα στο γυμνάσιο στο σχολείο Ζωγράφειο στο Πέραν. Και όταν αποφοίτησα και από αυτό το σχολείο, αποφάσισα με τον πατέρα μου να συνεχίσω το λύκειο στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Αποφοίτησα από αυτό το αξιοθαύμαστο σχολείο το 1980».

Ο Αναστάσιος Ιωαννίδης τρόφιμος του Ιδρύματος, σημειώνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου της Μαρίκας Χάτσου «Αγαπώ το Ορφανοτροφείο μας γιατί ανέθρεψε πολλά παιδιά που είχαμε ανάγκη προστασίας. Ήμουν ορφανός από πατέρα γι΄αυτό φοίτησα σ΄αυτό. Με δίδαξε πολλά, μου πρόσφερε πολλά εφόδια για να πετύχω στη ζωή. Εκτός από όλα αυτά που είχα ανάγκη, μου χάρισε και έναν καλό αδελφικό φίλο, που γνωριστήκαμε εκεί και ζήσαμε μαζί όλες τις χαρές, τις λύπες, κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Μαζί στην τάξη, μαζί στο παιχνίδι , μαζί και στις αταξίες».

Ο Γ.Κ μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της τελευταίας διευθύντριας θυμάται το τελευταίο βράδυ στο Ίδρυμα, όταν τους ανακοινώθηκε ότι θα κοιμηθούνε για τελευταία φορά, ότι θα πρέπει να μαζέψουν όλοι τα πράγματά τους. Σημειώνει «Πολλά παιδιά ξέσπασαν σε κλάματα και άλλα , γεμάτα απορία , ρωτούσαν να μάθουν την αιτία, να μάθουν γιατί θα φύγουμε, πού θα πάμε….Οι σκηνές που διαδραματίσθηκαν μένουν εντυπωμένες στη μνήμη μου και θα μένουν αλησμόνητες. Μικροί και μεγάλοι μαζεύαμε όλη την ημέρα ο καθένας ότι έβρισκε, δύσκολα πέρασε και η νύχτα, η συγκίνηση, η αγωνία και η σκέψη ότι περνούσαμε την τελευταία μας βραδιά εδώ δε μας άφηνε να κοιμηθούμε…….

Την επομένη ακόμη πιο δύσκολη η ημέρα, η ψυχική κατάσταση όλων ήταν απερίγραπτη όταν μάθαμε ότι θα μένουμε τα αγόρια στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, τα κορίτσια στη Μονή του Χριστού και θα κατεβαίνουμε στο σχολείο της Πριγκήπου για μαθήματα. Το παιδικό μας μυαλό δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά που μας έφεραν τόση αναστάτωση και λύπη……Με πολύ κόπο , πόνο και δάκρυα αποχαιρετήσαμε το μέγαρο που θαυμάζαμε, το αγαπημένο σπίτι μας. Στα μοναστήρια…. Άλλες τραγικές στιγμές. Πώς θα ζήσουμε στα παλιά αυτά κτίρια που ήταν κλειστά. Τίποτα δε θύμιζε τη ζεστή φωλιά μας, το δικό μας σπίτι…… Με λίγα λόγια, βαρύς ο ξεριζωμός και καταθλιπτικές οι συνέπειες».

Κωνσταντίνος Κοκόφ, συνταξιούχος, θυμάται ότι βρέθηκε 5 ετών μετά τον θάνατο του πατέρα του στο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου. Ήταν το 1949. Παρέμεινε δε μέχρι το 1960. Στην αρχή για ένα χρόνο ήταν με τα άλλα νήπια του Ιδρύματος και στη συνέχεια επί έξι χρόνια πήγε στο δημοτικό σχολείο του Ορφανοτροφείου από όπου αποφοίτησε το 1956. Δεν έφυγε όμως γιατί στο μεταξύ γράφτηκε και η αδελφή του Βασιλική το 1956 και παρέμεινε σε αυτό μέχρι το 1964 αφού η μητέρα τους είχε αρχίσει να εργάζεται σε αυτό.

«Κάθε πρωί έπαιρνα το βαπόρι και πήγαινα στην Πόλη. Είχα αρχίσει να εργάζομαι στο Ρωμαίικο ζαχαροπλαστείο Μπαϊλάν. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1960, χρονιά που άρχισα να εργάζομαι στην εμπορική αγορά του Ταχτάκαλε».

Ενθυμούμενος την ζωή του στο Ίδρυμα είπε «Όταν πήγα στο Ορφανοτροφείο είμασταν περίπου 200 παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Διευθυντής μας ο κ. Δημητριάδης. Βρέθηκα σε ένα θεόρατο κτίριο. Ο 1ος όροφος ή ισόγειο ήταν η κουζίνα, το σαλόνι, το θέατρο με το πιάνο, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμωνος που λειτουργούσε μέχρι το 1942. Ο 2ος όροφος ήταν, το μισό μέρος σχολείο και το άλλο μισό κοιτώνες το κοριτσιών, ενώ μεταξύ των δύο πτερύγων ήταν τα δωμάτια των εκπαιδευτικών. Ο 3ος όροφος κοιτώνες αγοριών και το νοσοκομείο. Ο 4ος και 5ος όροφος ήταν τα ακατοίκητα». Συνεχίζοντας ο κ. Κοκόφ συμπλήρωσε «Η ζωή μας ήταν όμορφη. Όλοι μαζί ήμασταν μια οικογένεια. Σίγουρα κάποια παιδιά είχαν τα δικά τους προβλήματα.

Στο Ορφανοτροφείο βρίσκονταν παιδιά από πολλά μέρη της Πόλης, από την Ίμβρο, τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, τις πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Παρά τα οικονομικά προβλήματα που υπήρχαν η Εφορία έκαμνε το παν για να ζούμε καλά. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε να λειτουργηθούμε στην Μονή του Χριστού, όπου έρχονταν παπάς από την Θεολογική Σχολή. Όταν το 1960 κτίσθηκε το κτίριο του σχολείου πηγαίναμε εκεί όπου μαθαίναμε από καλούς δασκάλους και αποκτούσαμε σύγχρονες γνώσεις. Εκτός από τα μαθήματα συμμετείχαμε στην καθαριότητα , στην κουζίνα, ανάβαμε τις σόμπες, κουβαλούσαμε τα ξύλα. Χωριζόμασταν σε ομάδες για κάθε δουλειά. Τα καλοκαίρια μέναμε στο Ίδρυμα. Ντανιάζαμε τα ξύλα που έφερναν τα γαϊδουράκια, μας πήγαιναν θάλασσα, βλέπαμε κινηματογραφικά έργα, είχαμε ποδοσφαιρική ομάδα».

Και κατέληξε με βουρκωμένα τα μάτια «και πάλι αν γινόμουνα παιδί, πάλι από το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου θα ξεκινούσα τη ζωή μου».