Σε δύο ημέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια, από τότε που έφυγε η Χρυσανθούλα, η αδελφή μου, στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν. Πολύ δύσκολα χρόνια.

Το πρώτο που σκέφτηκα, τότε, στην αρχή και συνεχίζω να σκέφτομαι, ήταν να πάω σε άλλο σπίτι, αλλά έως σήμερα δε βρήκα. Δύσκολα πράγματα αυτά.

Το θέμα του χώρου, πάντως, με προσπάθειες, μάλλον το ξεπέρασα, και απομένει να βρω κάτι καλό για να αλλάξω σπίτι.

Ωστόσο, μόλις πλησίαζε η ημέρα αυτή, άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα, με πόνο ψυχής. Ενας βουβός πόνος, που έτσι και αρχίσεις διάλογο με τα γεγονότα, γίνεται αβάστακτος. Κάτι,το πλέον πρόσφατο που έκανα για να αποφύγω έναν τέτοιο διάλογο, έβαψα εκεί που καιρό, τώρα ήθελα να βάψω στο σπίτι.

Τρεις ημέρες έβαφε ο καλός αυτός άνθρωπος, αλλά δε βοήθησε και πολύ. Η σκέψη στριφογύριζε στα γεγονότα εκείνα. Αποφάσισα, τότε, να αφιερώσω χρόνο για να ασχοληθώ με το θέμα. Έκανα, λοιπόν, μία σκέψη, την οποία και γράφω. Κάποιον η κάποια μπορεί να βοηθήσει, σε τέτοιες στιγμές, τις τόσο δύσκολες τέτοιες στιγμές. Ούτε όλα ξέρουμε, ούτε όλα τα σκεφτόμαστε. Όσοι έχουμε τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά, παίρνουμε ο ένας από τον άλλον.

Σκέφτηκα, λοιπόν, πως αυτό που χρειάζονται όσοι δεν είναι, πλέον, εδώ, δεν είναι η θλίψη μας, αλλά το να κρατάμε ζωντανή τη μνήμη τους, όπως και όσο θέλουμε και μπορούμε. Με τη σκέψη αυτή, έφυγε, ένα βάρος. Ένοιωσα τη δροσιά της γαλήνης. Δόξα τω Θεώ, είπα.

Αυτό, όμως, που από τα γεγονότα εκείνα θέλω να κρατήσω, να θυμάμαι, και να σκέπτομαι, είναι η συμπόνοια που μου ‘έδειξαν, κυρίως, ένας δυο άνθρωποι. Μοιράστηκαν τον πόνο και τη θλίψη μου. Με βοήθησαν, έτσι, πολύ. Εκείνες τις πολύ δύσκολες ημέρες, έδειξαν μια ευαισθησία ψυχής, που δε θέλω και δεν πρόκειται να ξεχάσω. Αυτό με βοηθά και τώρα στο να κρατάω ζωντανή τη μνήμη της Χρυσανθούλας.