ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

O γολγοθάς ενός ιερέα στην εικαστικά συναρπαστική ταινία του Χλίνουρ Πάλμασον

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η χώρα του θεού

Godland. Δανία/Ισλανδία/Γαλλία/Σουηδία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χλίνουρ Πάλμασον. Ηθοποιοί: Έλιοτ Κρόσετ Χόβε, Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Βικ Κάρμεν Σόνε, Γιάκομπ Λόχμαν. 143´

Με τη θρησκεία και την τυφλή πίστη, τον αγώνα επιβίωση και την αποικιοκρατία, μέσα από τον γολγοθά ενός νεαρού ευαγγελιστή ιερέα που, προς το τέλος του 19ο αιώνα, στέλνεται από τη Δανία να στήσει, πριν αρχίζει να χειμωνιάζει, μια εκκλησία στο πιο απόμερο μέρος της Ισλανδίας (αποικίας τότε της Δανίας), και με φόντο τα εκπληκτικής ομορφιάς τοπία της χώρας, καταπιάνεται στην ταινία του αυτή ο Δανός σκηνοθέτης Χλίνουρ Πάλμασον, που το 2019 μας είχε εντυπωσιάσει στις Κάννες με την προηγούμενη, πρώτη ταινία του, «Μια λευκή, λευκή μέρα».

Από τις πρώτες κιόλας σκηνές, με τον νεαρό ιερέα, Λούκας (ένας πολύ καλός Έλιοτ Κρόσετ Χόβε), να διασχίζει τα θαυμάσια φωτογραφημένα, εντυπωσιακής ομορφιάς, τοπία της Ισλανδίας (αχανείς χωρίς καμία βλάστηση, εκτάσεις, ποτάμια και χιονισμένα βουνά, ηφαιστειακές εκρήξεις, χωρίς να ξεχνάμε και τον ήλιο του μεσονυκτίου), ο Λούκας φέρνει στο νου ένα παρόμοιο εφημέριο της επαρχίας στην ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν, που καταφθάνει σε ένα παρόμοιο εχθρικό μέρος, όπως και ο Λούκας.

Μόνο που εδώ, ο Λούκας έχει να αντιμετωπίσει και μια ομάδα ανθρώπων που τον βλέπουν και ως εκπρόσωπο της αποικιοκρατικής χώρας που θέλει να τους επιβάλει τη δική της θρησκεία. Η διαφορετική θρησκεία, η διαφορετική γλώσσα και ένας καθόλου φιλικός μεταφραστής, μαζί με μια άγρια, αφιλόξενη φύση, θα οδηγήσουν σταδιακά τον Λούκας σε αδιέξοδα και αβεβαιότητα και, τελικά, σε αμφισβήτηση της πίστης του.

Δεν είναι μόνο το θέμα, που θυμίζει την ταινία του Μπρεσόν. Η όλη σκηνοθετική αντιμετώπιση, τα λιτά, στημένα με αυστηρότητα, πλάνα, ο αργός ρυθμός, έχουν κάτι από το στιλ του Γάλλου δημιουργού, και μια ατμόσφαιρα που ταιριάζει τέλεια στην ιστορία που αφηγείται ο Πάλμασον.

Με μια αφήγηση που σταδιακά, και με το δικό της τρόπο, σε καθηλώνει στη θέση σου, που σε εντυπωσιάζει με την ομορφιά, μαζί και την αγριάδα, της φύσης, χώροι και τοπία που φωτογραφίζει με μια κάμερα, που χρησιμοποιούσαν τον 19ο οι φωτογράφοι, ο ερασιτέχνης φωτογράφος Λούκας (εμπνευσμένα από φωτογραφίες που τράβηξε τον 19ο αιώνα ένας πραγματικός ιερέας και από τα οποία εμπνέεται ο Πάλμασον και η διευθύντρια φωτογραφίας Μαρία φον Χάουσβολφ).

Αφήγηση που κορυφώνεται στο δεύτερο μέρος της ταινίας, με τις συγκρούσεις που αρχίζουν ανάμεσα στον Λούκας και τους κατοίκους του χωριού, δοσμένες άλλοτε με δεξιοτεχνία (όπως το 360° πανοραμίκ στη διάρκεια ενός γλεντιού που γίνεται στο χωριό), και άλλοτε με οικονομία, ανάμεσά τους και τους τρεις φόνους που ο Πάλμασον, εκμεταλλευόμενος πάντα την παρουσία της φύσης, στήνει με τρόπο εξαιρετικό.

*** ½ – Νοσταλγία

Nostalgia. Ιταλία/Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Μάριο Μαρτόνε. Σενάριο: Εμάνο Ρέα, Μάριο Μαρτόνε, Ιπολίτα Ντι Μάτζιο. Ηθοποιοί: Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Φραντσέσκο Ντι Λέβα, Τομάσο Ράνιο, Αουρόρα Κουατρόκι. 117´

Στη Νάπολη της Κομόρα μας μεταφέρει ο Ιταλός Μάριο Μαρτόνε στην δοσμενη με δύναμη και ειλικρίνεια ταινία του, «Νοσταλγία», με τον μεσήλικα ήρωά του να επιστρέφει στη γενέτειρα του ύστερα από 40χρονη απουσία.

Η επιστροφή του δεν είναι μόνο για να προλάβει να δει και να φροντίσει τη γριά μητέρα του αλλά και να αντιμετωπίσει το ένοχο παρελθόν που τον στοιχειώνει. Παρελθόν που, μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Φελίτσε (μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), έχοντας δουλέψει για χρόνια στην Αφρική, παντρευτεί και ασπαστεί τον ισλαμισμό, αποκαλύπτει στον φιλικό καθολικό ιερέα της περιοχής πως στην εφηβική του ηλικία, ο Ορέστης, ο κολλητός του φίλος (που τώρα είναι ο αρχηγός της τοπικής Κομόρα), σκότωσε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που προσπάθησαν να ληστέψουν. Ένας φόνος που από τότε τον στοιχειώνει και που ελπίζει να ξεπεράσει με τη συνάντηση που επιδιώκει με τον Ορέστη.

Όπως αναφέρει και ο τίτλος της ταινίας, η νοσταλγία (από τις λέξεις νόστος που σημαίνει «επιστροφή στο σπίτι» και την ομηρική άλγος που σημαίνει «πόνος») είναι εκείνη που καθορίζει τις πράξεις του ήρωα: γι΄ αυτόν η Νάπολη παραμένει ακριβώς, όπως ήταν πριν από 40 χρόνια, με τους ίδιους κώδικες και τις ίδιες σταθερές φιλίες, αν και, όπως του λένε οι παλιοί του φίλοι καθώς και ο ιερέας, τα πράγματα και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, μαζί και ο παλιός του φίλος, που τώρα έχει μετατραπεί σε ένα βίαιο, αδίστακτο δολοφόνο παιδιών – «φύγε», είναι η καλύτερη συμβουλή που του δίνουν. Αντίθετα, ο Φελίτσε πιστεύει πως οι άλλοι, όπως και ο ίδιος, έχουν τώρα αλλάξει προς το καλύτερο… Η νοσταλγία όμως δεν μπορεί να τον σώσει…

Ο Μαρτόνε καταγράφει από τη μια την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί, με τη τοπική μαφία να ελέγχει τη νεολαία, ενώ από την άλλη, παρουσιάζει τον αγώνα των πολιτών, μ’ επικεφαλής τον ιερέα της περιοχής, να σταματήσουν τα εγκλήματα και να αλλάξουν την πορεία της βασανισμένης τους πόλης. Σε μια σκηνή, ο ιερέας, ύστερα από το φόνο ενός παιδιού, αρνείται να αφήσει τους πιστούς να εισέλθουν στη εκκλησία, επιλέγοντας να τους μιλήσει έξω απ’ αυτήν, καλώντας τους να αντισταθούν στην Κομόρα, ενώ σε άλλες σκηνές δείχνει τις προσπάθειες του ιερέα και της ομάδας του να βοηθήσουν τους νέους να βρουν το δρόμο τους και να ασχοληθούν με την τέχνη που τους αρέσει. Με αυτούς τους νέους και τις νέες της περιοχής (που είναι και η ελπίδα της αλλαγής) φτιάχνει και την ωραία ορχήστρα που παρακολουθούμε να παίζει προς το φινάλε της ταινίας.

*** Joyland

Πακιστάν, 2022. Σκηνοθεσία: Σαϊμ Σαντίκ. Σενάριο: Σαϊμ Σαντίκ, Μάγκι Μπριγκς. Ηθοποιοί: Άλι Τζουνέτζο, Ράστι Φαρούκ, Σαρβάτ Τζιλάνι. 126´

Η διαφορετικότητα στη σεξουαλικότητα και ο ρόλος των φύλων είναι στο επίκεντρο της πικρόγλυκιας πρώτης αυτής ταινίας του Πακιστανού Σαϊμ Σαντίκ, που μας έρχεται με δυο βραβεία του φεστιβάλ των Καννών (καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» και βραβείο Queer) και που είναι η υποψήφια του Πακιστάν για τα φετινά Όσκαρ. Πρώτη αξίζει να πω ταινία από το Πακιστάν που προβάλλεται σε επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.

Ο Χάιντερ (Άλι Τζουνέτζο), ο νεαρός άνεργος γιος μιας πατριαρχικής πακιστανικής οικογένειας, ενώ η γυναίκα του, Μούμταζ (Ράστι Φαρούκ), εργάζεται σε κομμωτήριο, φροντίζει τον αποκλεισμένο σε αναπηρική καρέκλα πατέρα του, βοηθώντας τη νύφη του στο μαγείρεμα και κάνοντας τον μπέιμπι-σίτερ στις κόρες του αδερφού του. Ώσπου, κάποια στιγμή του δίνεται η ευκαιρία να βρει δουλειά συνοδεύοντας ως χορευτής τη Μπίμπα (Σαρβάτ Τζιλάνι), μια φιλόδοξη εξωτική τρανς χορεύτρια, την οποία σταδιακά να ερωτεύεται, ένας έρωτας που βάζει σε κίνδυνο τη σχέση του με τη γυναίκα του καθώς και την όλη πορεία και την υπόληψη της οικογένειας.

Ο Σαντίκ εστιάζει την ταινία του στην καταγραφή και την ανάπτυξη ιδιαίτερα του χαρακτήρα του Χάιντερ, αδύναμου, δειλού, αν και φιλόδοξου νέου, καταπιεσμένου τόσο από τον πατέρα του και τις ξεπερασμένες κοινωνικές αξίες μιας πατροπαράδοτης οικογένειας που τον πιέζει να αποκτήσει παιδί όπως ο μεγαλύτερος και « μάτσο» αδερφός του, όσο και από μια, που προσπαθεί να απελευθερωθεί σύζυγο, που δεν είναι αποφασισμένη να κάνει παιδιά.

Παράλληλα καταγράφει και τη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους, από τη μια εκείνο των ερωτικών χορών, με τους ανθρώπους του, τις ζήλειες και τη βιαιότητα, μαζί και την εκμετάλλευσή τους, κι από την άλλη, εκείνο της οικογένειας του Χάιντερ, με τους κώδικες τιμής, τα σεξουαλικά και άλλα ταμπού, αλλά και την υποκρισία. Σκηνές που ο Σαντίκ αναπτύσσει με λεπτότητα, σιωπηρά, συχνά με υπονοούμενα, συνδυάζοντας το χιούμορ με την ποίηση (παράδειγμα η σκηνή με τον Χάιντερ στο μηχανάκι του να μεταφέρει μια τεράστια αφίσα της Μπίμπα) και με το (μελό)δράμα για να αποσπάσει ωραίες, ζεστές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του (ιδιαίτερα το τρίο του) και να δημιουργήσει τη σωστή, μελαγχολική τελικά, ατμόσφαιρα.