ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Η επικαιρότητα του φιλμ νουάρ: από τον Μπόγκαρτ του Νίκολας Ρέι στους αντι-ήρωες του Ντομινίκ Μολ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** ½ – Σ ένα έρημο τόπο («Διψασμένος για ηδονή»)

In a Lonely Place. ΗΠΑ, 1950. Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρέι. Σενάριο: Άντριου Σολτ, Έντμουντ Χ Νορθ, από μυθ. Ντόροθι Μπ. Χιουζ. Ηθοποιοί: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Γκλόρια Γκράχαμ, Φρανκ Λάβτζοϊ, Καρλ Μπέντον Ριντ. 94΄

Αν θέλετε να δείτε ένα θαυμάσιο δείγμα της περιόδου που το Χόλιγουντ μπορούσε να φτιάξει ταινίες δοσμένες με δύναμη, ειλικρίνεια, αυθεντικότητα και αληθινή έμπνευση, μαζί με μια έντιμη, αντικειμενική, καθόλου ευχάριστη εικόνα της Μέκκας του κινηματογράφου, η ταινία του Νίκολας Ρέι, «Σ’ ένα έρημο τόπο» (ή «Διψασμένος για ηδονή» όπως τιτλοφορήθηκε όταν πρωτοπροβλήθηκε στην Ελλάδα στη δεκαετία του ‘50) και η οποία επαναπροβάλλεται μετά από περισσότερα από 50 χρόνια, είναι μια από τις πιο αριστουργηματικές.

Μια ιστορία στην πραγματικότητα έρωτα, για τις σχέσεις του ζευγαριού αλλά και τη ζωή και το θάνατο, και την αναζήτηση κάθαρσης, μια ιστορία ταυτόχρονα βουτηγμένη στην ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ, με ήρωα τον Ντίξον Στιλ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), έναν αλκοολικό σεναριογράφο που κατηγορείται άδικα για το φόνο της Μίλντρεντ, μιας γυναίκας που είχε καλέσει στο σπίτι του για να του αφηγηθεί την υπόθεση για το σενάριο που είχε αναλάβει να γράψει. Κατηγορία από την οποία τον απαλλάσσει η μαρτυρία μιας γειτόνισσας, της Λόρελ Γκρέι (Γκλόρια Γκράχαμ), φιλόδοξης ηθοποιού, που έτυχε να δει το θύμα να φεύγει μόνη από το διαμέρισμα του Ντίξον. Μιας ελκυστικής, μοναχικής σαν κι αυτόν, γειτόνισσας, με την οποία, ο Ντίξον θ’ αρχίσει μια δυνατή σχέση αληθινού, αν και εφήμερου όπως θα αποδειχτεί, έρωτα.

Άνθρωπος μοναχικός, κλεισμένος στον εαυτό του, σ’ ένα στάδιο της ζωής του όπου δείχνει να έχει χάσει την έμπνευση, απογοητευμένος και οξύθυμος (σε διάφορες σκηνές τον βλέπουμε να τσακώνεται με το παραμικρό βίαια με διάφορους τύπους που συναντά στην πορεία του), στοιχείο που κάνει την Λόρελ να αρχίζει να τον φοβάται και να διερωτάται μήπως τελικά είχε κάποια σχέση με τη δολοφονία της γυναίκας, ο Ντίξον καταφέρνει για ένα διάστημα, χάρη στον έρωτά του για την Λόρελ, να ξεπεράσει τη μοναξιά και τα προσωπικά του άγχη, σε μερικές δοσμένες με λυρισμό, σκηνές που ο Ρέι τοποθετεί με σιγουριά και γνώση στο «μοναχικό τόπο» του τίτλου, με άλλα λόγια το Χόλιγουντ, ένα κόσμο που το μόνο του ενδιαφέρον ήταν και παραμένει το χρήμα και η εξουσία, σε βάρος της έμπνευσης και της δημιουργίας, και που ο ίδιος ο Ρέι γνώριζε πολύ καλά, με αποτέλεσμα να το περιγράφει με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα.

Αν η αστυνομική πλοκή είναι η αφορμή, το κύριο θέμα της ταινίας είναι ο έρωτας, ένας έρωτας όμως που οι δυο πρωταγωνιστές του, άνθρωποι απελπισμένοι, με ψυχικά τραύματα, δεν κατορθώνουν να τον απολαύσουν. «Γεννήθηκα όταν με φίλησε, πέθανα όταν με εγκατέλειψε, έζησα μερικές βδομάδες ενόσω εκείνη με αγαπούσε», είναι μια από τις ατάκες του σεναρίου που γράφει ο Ντίξον και που ζητά από τη Λόρελ να την επαναλάβει. Ατάκα αναφορά και στην υπό διάλυση σχέση τους. Γιατί ακριβώς οι υποψίες, οι αμφιβολίες, οι φόβοι, το κλείσιμο στον εαυτό τους, είναι αυτά που τους εμποδίζουν να προχωρήσουν και να αλλάξουν πορεία. Η μαύρη ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ, δοσμένη με ένα εκπληκτικό εικαστικό στιλ και θαυμάσιο ρυθμό από τον Ρέι, που με τόση φροντίδα και πραγματική αγάπη καταγράφει η κάμερα του Μπερνέτ Γκάφι, κυριαρχεί και στις σχέσεις και τις ψυχές τόσο του Ντίξον όσο και της Λόρελ.

Σχέσεις πολύπλοκες, μπερδεμένες, με αδιέξοδα και ενοχές, που σίγουρα έχουν και κάτι το αυτοβιογραφικό με την αληθινή ζωή του σκηνοθέτη – η σχέση του Ρέι με την τότε πρωταγωνίστρια και γυναίκα του, Γκλόρια Γκράχαμ, οδήγησε, στην περίοδο αυτή, στο χωρισμό τους. Σχέσεις που αναπτύσσουν με τρόπο εκπληκτικό το ζευγάρι Μπόγκαρτ-Γκράχαμ, με τους δυο να δίνουν από τις καλύτερες – αν όχι την καλύτερη – ερμηνείες τους: με ένα Μπόγκαρτ, με ελαττώματα, και προβλήματα, ένα είδος loser (όπως τον Μπόγκαρτ στο «Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε»), πρόσωπο συγγενικό με άλλους ήρωες των ταινιών του Ρέι («Ο νόμος της μοίρας», «Επαναστάτης χωρίς αιτία», «Bigger Than Life, «Party Girl»), με την Γκράχαμ να δίνει την ευαισθησία και το πάθος που συναντάμε στις καλύτερες ταινίες της (φτάνει να τη θυμηθούμε στο άλλο κλασικό φιλμ νουάρ, The Big Heat του Φριτς Λανγκ).

*** Μόνο αυτοί είδαν τον δολοφόνο

Seules les betes. Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία: Ντομινίκ Μολ. Σενάριο: Ζιλ Μαρσάν, Ντομινίκ Μολ, από μυθ. Κολίν Νιλ. Ηθοποιοί: Ντενί Μινοσέτ, Λορ Καλαμί, Νταμιέν Μπονάρ, Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι. 117΄

Ένας μυστηριώδης θάνατος (ή, πιο συγκεκριμένα, μια μυστηριώδης εξαφάνιση) σ’ ένα χιονισμένο τοπίο κάπου στην κεντρική και νότια Γαλλία, ξεκινά το μίτο της βουτηγμένης σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, ταινίας του Ντομινίκ Μολ («Ο καλόγερος», «Lemming»), βασισμένης στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Κόλιν Νιλ. Ο Μολ απλώνει το δίχτυ του συναρπαστικού αυτού θρίλερ του, ξεκινώντας από την πρώτη σκηνή, με τον Αφρικανό του Αμπιτζάν της Ακτής του Ελεφαντοστού να τρέχει σ’ ένα ποδήλατο, έχοντας στην πλάτη του ένα γουρουνάκι και φτάνοντας ως τις βουτηγμένες στο χιόνι φάρμες ζώων των μοναχικών, με τα καλά κρυμμένα μυστικά, αγροτών του, που παρακολουθούμε μέσα από τα πέντε, στο στιλ της ταινίας Ρασομόν, κεφάλαια. Κεφάλαια που μας αποκαλύπτουν όχι μόνο τις σχέσεις και τα μυστικά τους, αλλά και τα συζυγικά προβλήματα, την απέραντη μοναξιά τους, την έλλειψη επαφής, την ανάγκη για κατανόηση, μαζί και την επιδίωξη του χρήματος για την απόκτηση ελευθερίας, στοιχεία που θα τους οδηγήσουν σε συγκρούσεις, διχασμούς και αυτοκαταστροφή.

Τα πέντε κεφάλαια αναφέρονται στα πέντε βασικά πρόσωπα της ταινίας, τον Ζοζέφ (Νταμιέν Μπονάρ), ένα άξεστο, περιθωριακό, κλεισμένο στον εαυτό του, αγρότη, τον αγρότη γείτονά τους Μισέλ (Ντενί Μενοσέ), που αρχίζει μια διαδικτυακή σχέση με τον κατεργάρη Αρμάν, που παρουσιάζεται ως ένα νεαρό και ελκυστικό κορίτσι, την Αρμαντίν, την κοινωνική λειτουργό γυναίκα του Μισέλ, Αλίς (Λορ Καλαμί), η οποία έχει ερωτική σχέση με τον Ζοζέφ, τη Μαριόν (Νάντια Τερέσκεβιτς), μια λεσβία σερβιτόρα που είχε σχέση με την εξαφανισμένη γυναίκα, τη δολοφονημένη γυναίκα, Εβελίν (Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι) και την Αρμαντίν/Ανζελίνα, το ημι-φανταστικό πρόσωπο που προκαλεί, όπως σταδιακά θα ανακαλύψουμε, την όλη καταστροφική καταιγίδα!

Ο Μολ και ο συν-σεναριογράφος του, Ζιλ Μαρσάν, αναπτύσσουν με λεπτομέρεια τις διάφορες καταστάσεις, δημιουργώντας τα χιτσκοκικά Macguffin, που δεν έχουν καμιά σχέση με τα αληθινά γεγονότα και που, για ένα διάστημα μας κάνουν να βγάζουμε τα λαθεμένα συμπεράσματα. Καταστάσεις που, σταδιακά, οδηγούν τα διάφορα αυτά πρόσωπα, αν και φαινομενικά τουλάχιστο στην αρχή, άσχετα μεταξύ τους, σε συχνά αψυχολόγητες ενέργειες, που με τη σειρά τους προκαλούν τη ψυχολογική εκείνη χιονοστιβάδα που θα τους οδηγήσει στην καταστροφή τους. Μέσα από τις διαφορετικές αυτές οπτικές και με τις σκηνές στις απέραντες, χιονισμένες εκτάσεις της επαρχιακής Γαλλίας, με το χιόνι να χρησιμεύει σαν μεταφορά για τη ψυχρότητα και την έλλειψη επαφής ανάμεσα στα πρόσωπα, ή με εκείνες στο Αμπιτζάν, όπου η επιδίωξη της ευτυχίας και της κοινωνικής αναγνώρισης σχετίζεται με την απόκτηση πλούτου, ο Μολ ολοκληρώνει, με το σασπένς και το μυστήριο, την τραγωδία των προσώπων του, οδηγώντας μας σε ένα αναπάντεχο, αλλά πέρα για πέρα, λογικό φινάλε.

** ½ – Παγιδευμένοι

Shorta. Δανία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Φρέντερικ Λούις Χβιντ & Άντερς Όλχολμ. Ηθοποιοί: Γιάκομπ Λόμαν, Σιμόν Σέαρς, Τάρεκ Ζάγιαντ. 108΄

«Δεν μπορώ να αναπνεύσω» φωνάζει ο νεαρός έφηβος Μουσουλμάνος Ταλίμπ Μπεν Χάσι, ενώ ένας Δανός αστυνομικός τον πιέζει με το γόνατό του, προκαλώντας τελικά, μετά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. το θάνατό του. Κατάσταση που δεν θυμίζει μόνο εκείνη στην πολύ πρόσφατη Αμερική αλλά και γενικότερα τη βίαιη συμπεριφορά της αστυνομίας ανά τον κόσμο. Οι δυο νέοι σκηνοθέτες, στην πρώτη τους αυτή ταινία, τοποθετούν την ιστορία τους στη Δανία, αν και αυτό θα μπορούσε να συμβεί στη Γαλλία (δεν βρισκόμαστε μακριά από την πρόσφατη ταινία «Οι άθλιοι»), ή στη Βρετανία ή, δυστυχώς, οπουδήποτε αλλού. Η βία και ο ρατσισμός, ιδιαίτερα από την πλευρά του κράτους, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει τη βία των πολιτών. Αυτή η βία θα ξεσπάσει και στην Κοπεγχάγη της ταινίας, με τους έφηβους, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, να ξεσπούν σε βίαια επεισόδια και να κυνηγούν δυο αστυνομικούς, τον ένα εξαιρετικά βίαιο και ρατσιστή και τον άλλο, μάρτυρα της επίθεσης και του θανάτου του Ταλίμπ, αν και αναποφάσιστο για τη θέση που πρέπει να πάρει.

Οι δυο σκηνοθέτες εστιάζουν την ταινία τους στο ατέλειωτο κυνηγητό, με καταστάσεις και ανατροπές (όπως οι αλλαγές στους χαρακτήρες των δυο αστυνομικών), που εντείνουν το σασπένς, δημιουργώντας το κλειστοφοβικό, απειλητικό κλίμα που κυριαρχεί στη διάρκεια της ατέλειωτης αυτής, ασφυκτικής καταδίωξης σε δρόμους, αδιέξοδα στενά και στα κλειστοφοβικά διαμερίσματα των υποβαθμισμένων περιοχών που η στημένη στην είσοδό τους διαφήμιση παρουσιάζει ως «150 διαμερίσματα περιτριγυρισμένα από τη φύση»!

** Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ

The Unites States vs Billy Holiday. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς. Σενάριο: Σούζαν Λόρι Παρκς, από μυθ. Τζόχαν Χάρι. Ηθοποιοί: Άντρα Ντέι, Τρέβαντ Ρόουντς, Γκάρετ Χέντλαντ, Νατάσα Λιόν, Λέσλι Τζόρνταν. 126΄

Μετά την πολύ πρόσφατη «Θρυλική Ματ Ρέινι», μας έρχεται μια ακόμη ταινία με μαύρη πρωταγωνίστρια και με θέμα το ρατσισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τη φορά αυτή πρόκειται για τη μυθιστορηματική βιογραφία της διάσημης τραγουδίστριας των μπλουζ, Μπίλι Χόλιντεϊ, που ξεκινά από το 1937, περίοδο που η αμερικανική γερουσία απέρριψε το νομοσχέδιο ενάντια στο ρατσισμό. και επιτρέποντας το λιντσάρισμα, περίοδο που η Μπίλι τραγουδούσε το απαγορευμένο «Strange Fruit» («Παράξενο φρούτο»), που αναφερόταν στο λιντσάρισμα.

Με ένα φλας-φόργουορντ, που μας φέρνει στην Αμερική του 1957, συναντάμε μια ναρκομανή, με την καριέρα της σε παρακμή, Μπίλι, που, για μερικά δολάρια, δίνει συνέντευξη σε μια λευκή, ατάλαντη δημοσιογράφο (Λέσλι Τζόρνταν), που της κάνει ηλίθιες ερωτήσεις, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο ρατσισμός δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί από την υποκριτική κοινωνία της χώρα της. Με το FBI να χρησιμοποιεί ένα πράκτορά της, που τον μεταμφιέζουν σε στρατιώτη, για να προσεγγίσει την Μπίλι (με την οποία αρχίζει ένα παθιασμένο ερωτικό δεσμό) ώστε να μπορέσουν να τη συλλάβουν για την κατοχή και χρήση ναρκωτικών και να την εμποδίσουν να τραγουδήσει το Strange Fruit που μιλάει για τα ανθρώπινα δικαιώματα και προκαλεί σε εξεγέρσεις – το μόνο που την ήθελαν οι περισσότεροι να κάνει, είναι, όπως μας λέει κάποια στιγμή και η ίδια, «είναι να σκάσω και να τραγουδώ το ερωτικό All of Me».

Με βάση ένα χωρίς καμιά εμβάθυνση στους χαρακτήρες σενάριο της Σούζαν Λόρι Παρκς, ο σκηνοθέτης Λι Ντάνιελς («Μονάκριβη», «Ο μπάτλερ»), και παρά τις κάποιες εντυπωσιακές ρεαλιστικές σκηνές γύρω από την καταπίεση, την ωμότητα και τη βία της αστυνομίας, έφτιαξε βασικά μια ταινία χωρίς πρωτοτυπία ή εκπλήξεις, χρησιμοποιώντας όλα τα γνωστά κλισέ, με καταστάσεις και χαρακτήρες που έχουμε δει σε αρκετές άλλες ταινίες. Με μοναδικό προτέρημα την εκπληκτική ερμηνεία της Άντρα Ντέι, που δίνει με δύναμη και πάθος όλες τις πτυχές του χαρακτήρα της ευάλωτης αυτής, βασανισμένης τραγουδίστριας, ερμηνεία που σε κάνει να θέλεις να σου δώσει και να σου εξηγήσει (ακόμη και να σου τραγουδήσει) πολύ περισσότερα.

*½ – Αυτοί που εύχονται το θάνατό μου
Those Who Wish Me Dead. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Τέιλορ Σέρινταν. Σενάριο: Μάικλ Κορίντα, Τσαρλς Λίβιτ, Τέιλορ Σέρινταν. Ηθοποιοί: Αντζελίνα Ζολί, Νίκολας Χουλτ, Φιν Λιτλ, Έινταν Γκίλεν. 100΄

Τολμηρή, σκληροτράχηλη και ατίθαση δασοπυροισβέστης, η Χάνα (Αντζελίνα Ζολί) καλείται, στην περιπέτεια αυτή του γνωστού σεναριογράφου («Sicario, Ο εκτελεστής», «Hell or High Water») και, στη συνέχεια, σκηνοθέτη («Στα ίχνη του ανέμου»), Τέιλορ Σέρινταν, να βοηθήσει και να προστατέψει ένα νεαρό αγόρι, τον Κόνορ (Φιν Λιτλ), που τον κυνηγούν για να τον εξοντώσουν δυο επαγγελματίες δολοφόνοι (Άινταν Γκίλεν και Νίκολας Χουλτ).

Στην αρχή μόνος του, στη συνέχεια με τη Χάνα, κυνηγημένος στα δάση της Μοντάνα, όπου παράλληλα έχει ξεσπάσει μια τεράστια πυρκαγιά, ο Κόνορ προσπαθεί να διασώσει τα στοιχεία που του έχει αφήσει ο νεκρός πατέρας του και που θα αποκαλύψουν μια τεράστιων διαστάσεων βρόμικη επιχείρηση. Ο Σέρινταν εκμεταλλεύεται όσο καλύτερα μπορεί τους φυσικούς χώρους και δημιουργεί το αναμενόμενο σασπένς τόσο με το κυνηγητό όσο και με την πυρκαγιά που βάζει σε κίνδυνο την Χάνα και τον Κόνορ, πέρα όμως από τις καλογυρισμένες σκηνές δράσης, τα ωραία φυσικά ντεκόρ και την παρουσία της Ζολί που αντιμετωπίζει θαρραλέα όλους τους κινδύνους, η ταινία περιορίζεται σε μια απλή καλοκαιρινή διασκέδαση.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Ο ροζ πάνθηρας

The Pink Panther. ΗΠΑ, 1963. Σκηνοθεσία: Μπλέικ Έντουαρντς. Σενάριο: Μόρις Ρίτσλιν, Μπλέικ Έντουαρντς. Ηθοποιοί: Πίτερ Σέλερς, Ντέβιντ Νίβεν, Ρόμπερτ Βάγκνερ, Καπισίν, Κλαούντια Καρντινάλε. 115΄

Η πρώτη και καλύτερη κωμωδία της απολαυστικής δημοφιλούς σειράς, με τον Πίτερ Σέλερς στο ρόλο του γκαφατζή Επιθεωρητή της γαλλικής αστυνομίας, Κλουζό. Στην ταινία αυτή, ο Κλουζό ταξιδεύει στη Ρώμη για να συλλάβει τον περιβόητο κλέφτη διαμαντιών γνωστό ως «Το φάντασμα» (το «άλλο πρόσωπο» ενός περιζήτητου τζέντλεμαν, που τον ερμηνεύει ο Ντέιβιντ Νίβεν), πριν προλάβει να κλέψει το ανεκτίμητο, γνωστό ως «ροζ πάνθηρα», διαμάντι μιας πριγκίπισσας (Κλαούντια Καρντινάλε).

Ο ειδικευμένος στην κωμωδία τόσο των καταστάσεων όσο και στην κωμωδία σκρούμπολ, Μπλέικ Έντουαρντς («Δέκα», «Το πάρτι», «Darling Lily», «Πρόγευμα στο Τίφανις»), στήνει μπόλικα γκαγκ και ξέρει να δημιουργεί τόσο τις αναγκαίες παύσεις όσο και τον γρήγορο ρυθμό – από τα καλύτερα γκαγκ αναφέρω εκείνο όπου η γυναίκα του Κλουζό – Καπισίν – καταφέρνει να κρύψει δυο άλλους άντρες στην κρεβατοκάμαρά της ή εκείνη στο φινάλε, με το κοστούμι του γορίλα. Όσο για την ερμηνεία του Σέλερς, αυτή παραμένει από τις πιο αξέχαστες και απολαυστικές του θαυμάσιου αυτού ηθοποιού. Και μη ξεχνάτε την εξαίσια μουσική του Χένρι Μανσίνι.