ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Εντυπωσιακή, ξέφρενη δράση σ’ ένα μπερδεμένο μπλοκ-μπάστερ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Tenet
ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κρίστοφερ Νόλαν. Ηθοποιοί: Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον, Ρόμπερτ Πάτινσον, Ελίζαμπεθ Ντεμπίσκι, Μάικλ Κέιν, Κένεθ Μπράνα. 150΄

** Σ’ ένα κόσμο αντεστραμμένο, όπου όλα πάνε ανάποδα, ο τζειμσμποντικός ήρωας του Νόλαν προσπαθεί να σώσει τον κόσμο από ένα Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια ταινία με μπερδεμένες και κουραστικές εξηγήσεις που βλέπεται βασικά χάρη στις εντυπωσιακές, δοσμένες με ξέφρενο ρυθμό, σκηνές δράσης και μαχών.

Με μια εντυπωσιακή, αιματηρή επίθεση στη συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας στην όπερα του Κιέβου, που θυμίζει (και ξεπερνάει) τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, ξεκινάει το κατασκοπευτικό αυτό μεταφυσικό θρίλερ του Κρίστοφερ Νόλαν. Μια πολύ καλή αρχή που σε κάνει να περιμένεις μια ακόμη συναρπαστική περιπέτεια στο στιλ των πολύ πετυχημένων Inception (που ξανάδαμε στην πρόσφατη επανέκδοσή του) και Interstellar. Ταινία που όλοι περιμέναμε με ανυπομονησία να δώσει μια νέα πνοή στα βρισκόμενα σε τέλμα, εξαιτίας του κορονοϊού, πανάκριβα αμερικανικά μπλοκ-μπάστερ δράσης και μυστηρίου. Πολύ έξυπνα μάλιστα ο Νόλαν επέτρεψε το πανάκριβο θρίλερ του (κόστισε 200 εκατομμύρια δολάρια), να προβληθεί μόνο σε χώρες της Ευρώπης και αργότερα στην ίδια την Αμερική (όταν η κατάσταση του Covid-19 καλυτερεύσει).

Η πλοκή κινείται βασικά στα πλαίσια των μπλοκ-μπάστερ, ιδιαίτερα των περιπετειών του Τζέιμς Μποντ. Εδώ έχουμε τον «Πρωταγωνιστή», όπως ονομάζεται ο σούπερ-πράκτορας του Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον να συνεργάζεται με τον πράκτορα του Ρόμπερτ Πάτινσον για να εμποδίσουν τον πανίσχυρο και πάμπλουτο Ρώσο διακινητή όπλων, Αντρέι Σάτορ (Κένεθ Μπράνα) να προκαλέσει τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ή, πιο σωστά, ένα Ολοκαύτωμα που θα εξαφανίσει ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Στις ιστορίες αυτές υπάρχει πάντα και μια, τουλάχιστο, γυναίκα, εδώ η σύζυγος του Σάτορ, Κατ (Ελίζαμπεθ Ντεμπίσκι), που εξακολουθεί να παραμένει μαζί του, επειδή, όπως μαθαίνουμε, ο Σάτορ κρατάει όμηρο το γιο της. Πίσω όμως από τη διακίνηση όπλων υπάρχει και μια τρομερή ανακάλυψη, ανακάλυψη σφαιρών που επιστρέφουν στο παρελθόν (όχι καμιά «Επιστροφή στο μέλλον», αν αυτό σκεφτήκατε…) και που μπορούν μ’ ένα μπερδεμένο τρόπο (ένας επιστήμονας προσπαθεί κάποια στιγμή να το εξηγήσει μπερδεύοντάς σε περισσότερο) να επιστρέψουν πίσω, μ’ ένα τρόπο, που αν αυτό συνέβαινε και με τις πυρηνικές βόμβες, τότε, όπως καταλαβαίνετε, δεν υπάρχει καμιά σωτηρία!

Η διακίνηση όπλων, οι «αντεστραμμένες», όπως ονομάζονται, σφαίρες (μαζί με πιθανές αντεστραμμένες πυρηνικές βόμβες), η εμπλοκή της CIA, και οι συνεχείς περιπέτειες σε διάφορα μέρη της υφηλίου, είναι ακριβώς στοιχεία που θυμίζουν τον Μποντ και τις δικές του περιπέτειες. Και ο Πρωταγωνιστής, σαν ένας νεότερος, και με καλύτερα και πιο εντυπωσιακά μέσα, Τζέιμς Μποντ (μέσα που διαθέτει η ανίκητη ομάδα του Νόλαν), τα αντιμετωπίζει επάξια για να σώσει το κορίτσι, το γιο της και εμάς.

Ο Νόλαν μας έχει ήδη δείξει τις ικανότητες του στο να στήνει άψογες, με φαντασία, εξαίρετο ρυθμό και ατέλειωτο σασπένς, περιπέτειες, με ήρωες που κινούνται, στη μετά-ζωή (after life), όπως αναφέρεται κάποια στιγμή, ή, πιο σωστά, σε μια ζώνη του λυκόφωτος. Κι εδώ, με τη βοήθεια της επιδέξιας μοντέρ Τζένιφερ Λέιν, του θαυμάσιου μουσικού Λούτβιγκ Γκόρανσον και του Χόιτε Βαν Χόιτεμα, ενός από τους καλύτερους σήμερα διευθυντές φωτογραφίας (οι εξωτερικές σκηνές του στο Όσλο, την Εσθονία, την Ινδία και, ιδιαίτερα στην Ιταλία, είναι από τις καλύτερες και πιο εντυπωσιακές που μας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια το Χόλιγουντ), μπόρεσε να στήσει μια περιπέτεια που, ενόσω παραμένει στη δράση και το σασπένς, στοιχεία που εκμεταλλεύτηκε με την ίδια ικανότητα και φαντασία στις καλύτερες ταινίες του (με σκηνές μάχης και συγκρούσεων, που προσπαθούν να συναγωνιστούν εκείνες από τον «Σκοτεινό Ιππότη» μέχρι τη «Δουγκέρκη» και το «Inception»), και, ενδιάμεσα αντλώντας έμπνευση και από ταινίες άλλων σκηνοθετών, καταφέρνει να σε κρατήσει ακίνητο, με κομμένη την ανάσα, στη θέση του (σε μια απαραίτητη πάντα, λόγω Covid, απόσταση από τον διπλανό του).

Αν όμως προσπαθήσεις να καταλάβεις τι ακριβώς προσπαθούν να κάνουν, ή γιατί κάνουν ότι κάνουν οι δυο σούπερ-ήρωες, τότε θα μπερδευτείς και θα χάσεις την κούρσα και το παιχνίδι. Όταν μάλιστα κάποιος στην ταινία ρωτάει, «μήπως σε πόνεσε το κεφάλι σου;», ίσως αυτό να απευθύνεται στον απλό θεατή που βρίσκεται στην αίθουσα για να διασκεδάσει με ένα ακόμη καλοφτιαγμένο μπλοκ-μπάστερ, ιδιαίτερα αν αυτό το σκηνοθέτησε ο Νόλαν και που οι πολλές, κουραστικές και χωρίς ξεκάθαρη έννοια, εξηγήσεις αρχίζουν να τον κουράζουν. Σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες του, το Tenet μπορεί να απογοητεύσει, ευτυχώς, που οι ερμηνείες (από ικανοποιητικές μέχρι πολύ καλές) και οι ατέλειωτες (έστω και συχνά μπερδεμένες), ξέφρενες σκηνές δράσης, με καλύτερες εκείνες στην αρχή και εκείνες προς το φινάλε, κατορθώνουν, μέχρι σ’ ένα βαθμό, να σε αποζημιώσουν.

Η γκαρσονιέρα

The Apartment. ΗΠΑ, 1960. Σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ. Σενάριο: Μπίλι Γουάιλντερ, Ι.Α.Λ. Ντάιαμοντ. Ηθοποιοί: Τζακ Λέμον, Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Φρεντ ΜακΜάρεϊ, Ρέι Γουόλστον. 125’

***** Ένας υπαλληλάκος και μια κακόμοιρη συνοδός ανελκυστήρα προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια αφιλόξενη, στραμμένη στο κέρδος και την έλλειψη ηθικών αξιών, μεγαλούπολη, σε μια πικρόγλυκη, βραβευμένη με 5 Όσκαρ, κωμωδία με εξαίρετες ερμηνείες.

Εξήντα χρόνια αργότερα και η (κάπως σκοτεινή) αυτή κωμωδία του Μπίλι Γουάιλντερ παραμένει το ίδιο φρέσκια και απολαυστική όπως τότε που πρωτοπροβλήθηκε. Κωμωδία που συνδυάζει όλα τα παλιά καλά συστατικά της κωμωδίας της καλής εποχής του αμερικανικού κινηματογράφου, ιδιαίτερα των δεκαετιών του ΄30 και ’40, όταν το στοιχείο των κωμωδιών του «σκρούμπολ» συνδυαζόταν με τις κοινωνικές κωμωδίες.

Στη βραβευμένη με 5 Όσκαρ (ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας) «Γκαρσονιέρα», ήρωας είναι ο εργένης υπάλληλος, Σι Σι Μπάτλερ (Τζακ Λέμον), ασφαλιστής σε μια μεγάλη εταιρία, με προσωπικό που ξεπερνά τις 30 χιλιάδες, δημοφιλής στους ανωτέρους του, επειδή, τα βράδια, «δανείζει» τη γκαρσονιέρα του στο Μανχάταν, στους διάφορους προϊσταμένους του, μέχρι που, στο τέλος, δεν του απομένει καμιά νύχτα ελεύθερη για τον εαυτό του.

Η κωμωδία μετατρέπεται σε τραγωδία όταν μια από τις νεαρές γυναίκες, η δεσποινίς Κιούμπελικ (Σίρλεϊ ΜακΛέιν), υπεύθυνη για τη λειτουργία του ανελκυστήρα, η οποία συναντιέται στην γκαρσονιέρα του με τον προϊστάμενό του, τον κύριο Σέλντρεϊκ (Φρεντ ΜακΜάρεϊ), αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει. Κι ο καημένος ο υπάλληλος, που είναι κι ο ίδιος ερωτευμένος με το κορίτσι, αναλαμβάνει να την επαναφέρει στη ζωή.

Ο Μπίλι Γουάιλντερ, που την προηγούμενη χρονιά δώσει την αριστουργηματική κωμωδία σκρούμπολ «Μερικοί το προτιμούν καυτό», κατορθώνει να συνδυάσει στοιχεία τόσο από τις κωμωδίες του Τσάπλιν όσο κι από εκείνες του Ρενέ Κλερ, για να φτιάξει ένα δικό του πρωτότυπο στιλ – αξίζει να σημειώσω πως εκτός από σκηνοθέτης ήταν και συν-σεναριογράφος και παραγωγός της ταινίας, πράγμα που του επέτρεψε να κρατήσει μια συνοχή και μια ελευθερία στο ρυθμό και την αφήγησή του.

Αφήγηση που δεν περιορίζεται σε μια απλή κωμωδία αλλά επεκτείνεται και σε πικρό σχόλιο πάνω στην ίδια τη ζωή και συγκεκριμένα τη σύγχρονη ζωή σε μια ευημερούσα (διάβαζε καπιταλιστική) χώρα όπως η Αμερική, χώρα απάνθρωπα ανταγωνιστική, όπου ο Καθένας, ο απλός δηλαδή άνθρωπος (άντρας η γυναίκα), είναι έτοιμος να θυσιάσει αρχές, ακόμη και να εξευτελιστεί, για να μπορέσει να επιβιώσει και να επιτύχει (με άλλα λόγια, να υλοποιήσει το άπιαστο αμερικανικό όνειρο). Αφήγηση που ο Γουάιλντερ αναπτύσσει με ειρωνεία και λεπτό χιούμορ, που αγγίζει συχνά το μαύρο (είχε ήδη καταπιαστεί με επιτυχία το φιλμ νουάρ σε ταινίες όπως «Με διπλή ταυτότητα» και Ace in the Hole), μαζί με ένα σφιχτοδεμένο, με ειλικρινή και ρεαλιστικό διάλογο, σενάριο.

Όλα συνδυασμένα με τέλεια ισορροπία, όπου βασικό ρόλο παίζουν και οι εξαίρετες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, της Σίρλεϊ Μακ Λέιν, ερμηνεία δοσμένη με ζεστασιά και φρεσκάδα, κάπου-κάπου με σαρκασμό, αλλά ιδιαίτερα εκείνης, του Τζακ Λέμον, που πείθει πέρα ως πέρα στο ρόλο του, τσαπλινικού θα έλεγα, ανθρωπάκου – σκηνές όπως εκείνη όπου προσπαθεί να βρει μια ελεύθερη νύχτα για τον εαυτό του τηλεφωνώντας στους έξι – μαζί με τον Σέλντρεϊκ – προϊσταμένους του που χρησιμοποιούν τη γκαρσονιέρα του, ή εκείνη όπου προσπαθεί να περάσει μια παγωμένη χειμωνιάτικη βραδιά σε παγκάκι του Σέντρακ Παρκ, ή εκείνη όπου μαγειρεύει τα μακαρόνια χρησιμοποιώντας μια ρακέτα του τένις, δειχνουν τη μεγάλα γκάμα του κωμικού και τον τοποθετούν στην κορφή των καλύτερων ηθοποιών της Μέκας του κινηματογράφου.

Ο τιμώμενος επισκέπτης

Guest of Honor. Καναδάς, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ατόμ Εγκογιάν. Ηθοποιοί: Ντέιβιντ Θούλις, Λουκ Γουίλσον, Λέιστα Ντε Ολιβέιρα. 105΄

*** ½ Τα στοιχεία του θρίλερ με το μελόδραμα, μαζί με αρκετές ανατροπές, συνδυάζει με δεξιοτεχνία ο Ατόμ Εγκογιάν, σε μια ταινία γύρω από την περίπλοκη, δυσλειτουργική σχέση ανάμεσα σ’ ένα πατέρα και την κόρη του.

Τη σχέση, κάπως δυσλειτουργική, ανάμεσα στην κόρη και τον πατέρα, με τα διάφορα μυστικά και τις ανατροπές της, παρουσιάζει στην ταινία του «Ο τιμώμενος επισκέπτης», ο γνωστός μας Καναδός σκηνοθέτης Ατόμ Εγκογιάν («Αραράτ», «Γλυκό πεπρωμένο», Family Viewing, The Adjuster, Exotica). Η ταινία αρχίζει με την κόρη, την Βερόνικα (Λέιστα Ντε Ολιβέιρα), πρώην δασκάλα μουσικής σε λύκειο, να επισκέπτεται έναν παπά για να προετοιμάσουν τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του πατέρα της Τζιμ (Ντέιβιντ Θούλις), πρώην εστιάτορα και πρόσφατα επιθεωρητή του υγειονομικού σε εστιατόρια.

Μέσα από φλας-μπακ, και φλας-μπακ μέσα από άλλα φλας-μπακ, παρακολουθούμε τη θυελλώδη σχέση της Βερόνικας (που μόλις έχει αποφυλακιστεί με μια ψεύτικη κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου μαθητή της) με τον πατέρα της. Τα καλύτερα κομμάτια της ταινίας είναι εκείνα με τον Ντέιβιντ Θούλις, εξαίρετο στο ρόλο του καταθλιπτικού, ψυχρού, αυστηρού Τζιμ (με τη σκέψη του πάντα στη φυλακισμένη κόρη του) να ταξιδεύει σε διάφορα εστιατόρια του Τορόντο, ψάχνοντας σε ψυγεία, αποθήκες και μαγειρεία για να βρει τρίχες, νεκρά ποντίκια και άλλα παράξενα, που κινδυνεύουν να βρεθούν στα φαγητά που προετοιμάζουν για τους πελάτες τους οι εστιάτορες.

Υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες στο σενάριο που ο Εγκογιάν προσπαθεί να συνδυάσει σε μια ταινία που συνδυάζει με δεξιοτεχνία τα στοιχεία του θρίλερ (μαζί και μια ωραία μουσική υπόκρουση), χωρίς να αρνείται και στοιχεία του μελοδράματος, για να δημιουργήσει και το μυστήριο, προσφέροντας μας μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών του σκηνοθέτη.

*** Ο πατέρας

Bashtaba/The Father. Βουλγαρία/Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία: Κριστίνα Γκρόζεβα, Πέταρ Βαλτσάνοβ. Σενάριο: Κριστίνα Γκρόζεβα, Ντέτσο Ταραλέζκοβ. Ηθοποιοί: Ιβάν Μπάρνεβ, Ιβάν Σαβόβ, Τάνια Σάχοβα. 87΄

*** Το μαύρο χιούμορ κυριαρχεί στην ιστορία αυτή γύρω από τη σχέση ανάμεσα σε ένα πατέρα και το γιο του, σε μια ταινία δοσμένη με ελλειπτικότητα, φαντασία, ευρηματικότητα και πολύ καλές ερμηνείες.

Δοσμένη με τρυφερότητα αλλά και διανθισμένη με μαύρο χιούμορ είναι η βραβευμένη στο Κάρλοβι Βάρι ελληνοβουλγαρική ταινία «Ο πατέρας» των Γκρόζεβα και Βαλτσάνοβ. Ήδη, από τις πρώτες σκηνές, με τον πατέρα να σταματάει την ταφή της γυναίκας του και να ζητάει από τον γιο του να τη φωτογραφήσει από διάφορες πλευρές, μπαίνουμε στον ιδιόμορφο κόσμο της ταινίας.

Από την αρχή, ο πατέρας, ο Βασίλ, ένας αυταρχικός, που πιστεύει σε ψυχικούς θεραπευτές άντρας, αντιμετωπίζει τον μεσήλικα, επιτυχημένο επιχειρηματία (εργάζεται στις κινηματογραφικές διαφημίσεις) γιο του σαν ηλίθιο και δεν τον αφήνει να επέμβει στα παράλογα σχέδιά του (ο θεραπευτής/μέντιουμ του ζητάει, μαζί με άλλους «πιστούς» να ξενυχτίσουν σ’ ένα δάσος για να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή με τους νεκρούς συγγενείς τους).

Εκείνο που έχει σημασία στην ταινία είναι η σχέση ανάμεσα στους δυο άντρες, με το γιο να προσπαθεί να σώσει την πατέρα του από τους ψευτο-θεραπευτές αλλά ταυτόχρονα και να τον βοηθήσει, ακόμη και σε βάρος της δικής του σχέσης με τη γυναίκα του, αφήνοντας τον εαυτό του να παρασυρθεί, έστω και για λίγο, από την τρέλα του πατέρα. Τη σχέση αυτή πατέρα-γιου οι δυο σκηνοθέτες αναπτύσσουν με ένα έξυπνο, συναρπαστικό τρόπο, μέσα από ένα γραμμένο με φαντασία και ευρηματικότητα, διανθισμένο με μπόλικο (συχνά μαύρο) χιούμορ, με μια σκηνοθεσία που ξέρει να επιλέγει σωστά τις σκηνές και τους χώρους, αποφεύγοντας τις περιττολογίες (ποτέ δεν βλέπουμε τον θεραπευτή), αλλά και να δημιουργεί τον αναγκαίο ρυθμό, με τους δυο ηθοποιούς του να σκιαγραφούν τέλεια τις, διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάμεσά τους, σχέσεις.